Χρησιμοποιείται με προστακτική σε κάποιον που του λέμε να φύγει, να μας αδειάσει τη γωνιά.

-Αμόλα ρε, σου λέω! Δρόμο!

Γιάννης Οικονομίδης, "Σπιρτόκουτο", 2002. Στο 6:15. (από patsis, 23/05/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Ο πανίβλακας, αυτός που δεν στροφάρει, ο γκιούμης.

- Αυτός είναι γκασμάς, ρε! Δεν παίρνει μπρος......

Βλ. και γκαζμάς, μπετόβεργα, τούβλο, στόκος.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτός που κόβει κώλους (μτφ).

Ο καινούργιος δάσκαλος είναι πολύ κοψοκώλης

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο μεθύστακας, αυτός που γίνεται λάσπη από το πιοτό συνεχώς.

- Θυμάσαι τον μπεκρούλιακα στη δουλειά; Τον λασπογιό;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο ανόητος, ο αφελής.

- Έλα 'δω ρε ματζαφλάρα, να σου πω εγώ τι να κάνεις ...γιατί εσύ όλα θάλασσα τα κάνεις!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο μάγκας, ο τσίφτης.

Πού 'σαι ρε μόρτη;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο αηδιαστικός βλάκας.

Άντε πάγαινε ρε μπιντέ!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η υπερβολική βρώμα, έντονη δυσοσμία.

Τι μπόχα είναι αυτή;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτός που βρωμάει έντονα.

-Πλύσου λίγο, μπόχας έγινες.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το λατομείο (κυρ.)
Ο γιγαντόσωμος (μτφ.)

Ο νέος μπασκετμπωλίστας του ΠΑΟ είναι σκέτο νταμάρι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε