Όρος της νεοελληνικής γραμματικής που υποδηλώνει το μεγάλο, ενίοτε δυσθεώρητο μέγεθος ενός αντικειμένου. Χρησιμοποιείται και στον πληθυντικό προκειμένου για ευμεγέθη γυναικεία στήθη.
- Πω ρε φίλε! Την είδες αυτή με το ντεκολτέ κάτι πίμπες που είχε;
Όρος της νεοελληνικής γραμματικής που υποδηλώνει το μεγάλο, ενίοτε δυσθεώρητο μέγεθος ενός αντικειμένου. Χρησιμοποιείται και στον πληθυντικό προκειμένου για ευμεγέθη γυναικεία στήθη.
- Πω ρε φίλε! Την είδες αυτή με το ντεκολτέ κάτι πίμπες που είχε;
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Χρησιμοποιείται από άτομο το οποίο ξαναέκανε επιτέλους έρωτα μετά από αρκετό καιρό. Υπονοεί έκλυση πολυκαιρισμένου-συμπυκνωμένου σπέρματος.
-Τι έγινε ρε Κώστα με το γκομενάκι χτες; Τη γάμησες;
-Άσε φίλε, την πήδηξα και φύγαν τα χοντράδια.
Λέξεις για το σπέρμα: αγιασμός, γιαούρτια, κατάθεση, λάβα, μαλακία, ματσαφλόκια, μυτζήθρα, παπαροζούμι, παχιά, πέο τζους, πηχτή, σκάγια, σως, το άσπρο που κολλάει, του πουλιού το γάλα, τσουτσού σορόπ, τσουτσουνόζουμο, τυρί, φλόκια, χοντράδια, χυσαμόλι, χύσια, ψωλόχυμα.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Άσχημη, άκομψη, υπέρβαρη κοπέλα, συνήθως με ακμή.
Μας είχε πει πολλά για το γκομενάκι που χτύπησε, τελικά όμως αποδείχτηκε τυρόχλα.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Κοπέλα η οποία, παρόλο που κάνει φιλότιμες προσπάθειες, δεν έχει κάτι αξιόλογο να επιδείξει ούτε ως προσωπικότητα, ούτε ως ομορφιά.
Συνώνυμα: φέτα.
- Καλά, πού το βρίσκει το θράσος να έχει υφάκι αυτη η μπάμια;
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!