Όρος της νεοελληνικής γραμματικής που υποδηλώνει το μεγάλο, ενίοτε δυσθεώρητο μέγεθος ενός αντικειμένου. Χρησιμοποιείται και στον πληθυντικό προκειμένου για ευμεγέθη γυναικεία στήθη.

- Πω ρε φίλε! Την είδες αυτή με το ντεκολτέ κάτι πίμπες που είχε;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χρησιμοποιείται από άτομο το οποίο ξαναέκανε επιτέλους έρωτα μετά από αρκετό καιρό. Υπονοεί έκλυση πολυκαιρισμένου-συμπυκνωμένου σπέρματος.

-Τι έγινε ρε Κώστα με το γκομενάκι χτες; Τη γάμησες;
-Άσε φίλε, την πήδηξα και φύγαν τα χοντράδια.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Άσχημη, άκομψη, υπέρβαρη κοπέλα, συνήθως με ακμή.

Μας είχε πει πολλά για το γκομενάκι που χτύπησε, τελικά όμως αποδείχτηκε τυρόχλα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κοπέλα η οποία, παρόλο που κάνει φιλότιμες προσπάθειες, δεν έχει κάτι αξιόλογο να επιδείξει ούτε ως προσωπικότητα, ούτε ως ομορφιά.
Συνώνυμα: φέτα.

- Καλά, πού το βρίσκει το θράσος να έχει υφάκι αυτη η μπάμια;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία