Η συνήθης έκφραση είναι «τον μπαγλάρωσαν» και σημαίνει ότι κάποιος συνελήφθη από τους αστυνομικούς. Επειδή η σύλληψη μπορεί να συνοδεύεται και με ξυλοκόπημα η λέξη παίρνει και αυτό το νόημα (= ξυλοφορτώνω).

Προέρχεται από το τούρκικο bağlar, bağlamak = δένω, όπου στα ελληνικά έχει και την έννοια του δένω πολύ καλά (πισθάγκωνα).

Σχετιζόμενα: τον κάνω τσακωτό, (οι αστυνομικοί) τον τσίμπησαν, συλλαμβάνω, πιάνω επ' αυτοφώρω.

Κυκλοφορεί και σε ουσιαστικό το μπαγλάρωμα (= σύλληψη).

Ασίστ: ironick

Μια καλή λύση επίσης θα ήταν να βουτάνε τους πιτσιρικάδες οι αστυνομικοί προληπτικώς!
– Μα δεν έκανα τίποτα, ρε θείο!
– Γι' αυτό σε μπαγλαρώνω, κωλόπαιδο! για να μάθεις τι θα πάθεις, όταν κάνεις!..
Τέλειο!
Τους βγάζεις τα νυχάκια εξ απαλών ονύχων.
Τους βγάζεις τα δοντάκια, πριν σου βγάλουν γλωσσίτσα.
Η πρόληψη είναι καλύτερη απ' την καταστολή.

Απόσπασμα του ΣΤΑΘΗ Σ. στην ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 18/03/2009

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Χορταίνω υπερβολικά. Συν. μπάφιασα.

  2. Δεν αντέχω άλλο πλέον κάτι, είμαι στα όρια μου. Συν. αγανάκτησα, απηύδησα.

Ετυμολογικά προέρχεται από τα, παρόμοιας σημασίας, τούρκικα biktim ή biktir.

α) Ουφ, μπούχτισα από το πολύ φαΐ. (χόρτασα)

β) –Μπούχτισα από την πολλή δουλειά, πάω για ένα τσιγάρο.(κουράστηκα)

-Με μπουχτίσατε με τις ανοησίες σας, φεύγω! (βαρέθηκα)

-Μπούχτισα! Δεν αντέχω άλλο την πολύ δουλειά και τον μικρό μισθό. Θα ψάξω αλλού για εργασία. (αγανάκτησα)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σκαπουλάρω σημαίνει γλιτώνω, ξεφεύγω, ξεγλιστρώ από κάποια δυσμενή κατάσταση με μικρό (συγκριτικά) ή καθόλου κόστος. Η βαρύτητα της κατάστασης ποικίλει από κάτι ανώδυνο έως τον θανάσιμο κίνδυνο.

Επίσης, λέγεται αντί του κάνω κοπάνα για ορισμένο χρονικό διάστημα από τα καθήκοντα μου (εργασία, σχολείο, οικογενειακές, νομικές υποχρεώσεις κτλ.), πάλι με μικρό τίμημα όμως.

Η πράξη του «σκαπουλάρω» λέγεται σκαπουλάρισμα.

Ετυμολογία: από το ιταλικό scapolare (λατ. *excapulare=ex-capulus «θηλιά»= λύνομαι από τα σχοινιά), το οποίο σημαίνει διαφεύγω, ξεγλιστρώ (αμετάβατο) ή βοηθάω κάτι να ξεγλιστρήσει (μεταβατικό). Αναφέρεται όμως και ως ναυτικός όρος : σημαίνει διαφεύγω κάποιον κίνδυνο ή εμπόδιο στην πλοήγηση, και επίσης, πιο συγκεκριμένα, «ξεμαγκώνω» κάτι (όπως την άγκυρα ή τον κάβο) όταν έχει κολλήσει κάπου.

Ασιστ: Mes από Δ.Π.

  1. Το χόμπι μου είναι να σπαμάρω και να βρίζω, αλλά να τη σκαπουλάρω χωρίς να τρώω μπαν.

  2. Είναι πολύ άρρωστος, αλλά πιστεύω ότι θα τη σκαπουλάρει.
    (=θα ζήσει)

  3. Την Παρασκευή να τη σκαπουλάρω από τη δουλειά και μετά σουκού! 4ήμερο μάγκα μου! Αγίου Νικολάου για καφέ, να βλέπω πιπίνια με τα φουστανάκια...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είναι τα πλαστικά / αλουμινένια ραβδία με κεφαλή σε σχήμα πιρούνας (4 ή 5 δόντια), διάφορου μεγέθους (0,5μ - 2,5+) και χρησιμοποιούνται στην ελαιοσυλλογή.

Συνώνυμα: μαγκούρι, φάπα, μάπα, ραβδί.

Ομόρριζα: τέμπλα ή δέμπλα είναι το παραδοσιακό ξύλινο μακρύ (4μ +) ραβδί για τον ραβδισμό καρποφόρων δέντρων (ελιά, καστανιά, καρυδιά κτλ.).

Τις ελιές τις έριχναν κάτω με τα καλάμια, ραβδάκια, κτένια και δεμπλάκια. Οι γυναίκες και οι άντρες τις έπαιρναν με τα χέρια τους, βάζανε στα καλάθια τους και γέμιζαν τα σακιά.

(από tryager, 11/10/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Με αυτή την ατάκα προσπαθούμε εμμέσως (ευγενικά) να επισημάνουμε / απαντήσουμε στο συνομιλητή μας ότι η πρόταση / προτροπή που κάνει, πιθανότατα δεν θα πραγματοποιηθεί γιατί δεν θέλουμε εμείς ή έχουμε εκτιμήσει ότι δεν είναι πρόσφορη ή εύκολη (δηλ. την έχουμε ήδη αποκλείσει).

Επιπλέον, η αναφορά στο τρίτο πρόσωπο(-α) που εμπλέκεται στο θέμα, λειτουργεί ψυχολογικά ως καπέλωμα του δικού μας στάτους (συν το ότι δεν μπορούμε να αποφασίσουμε για αυτόν, ή το όλο θέμα δεν είναι κυρίως δικιά μας ευθύνη και μας θέλουν απλά ως μεσολαβητή), όποτε αισθανόμαστε κάποια δυσφορία που εκφράζεται πλαγίως με αυτήν την ατάκα που σηματοδοτεί και το τέλος της συνομιλίας για το αναφερόμενο θέμα.

Aσιστ: GATZMAN

1. violator: - Δίκοπο μαχαίρι είναι. Από τη μια σου δίνεται η δυνατότητα να διεκδικήσεις κάτι παραπάνω, φαινομενικά...
Από την άλλη, ποιος μου εγγυάται ότι αν μπει σφήνα κάποιος, πλην των 3 της Αθήνας, θα τον αφήσουν στο μίνι πρωταθληματάκι, να πάρει 2η ή 3η θέση;
animaltrainer4: - Ζήτα να βάλουν και play-out μπας και την γλυτώσεις και ασ’ τα αυτά asans-arh. violator: - Θα του πω, και άμα θέλει...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

«Tο κουλό»: σλανγκιστί είναι η χαζομάρα, η ανοησία και με την ειδική σημασία στο ότι οι πράξεις ή τα λόγια (τέτοια είναι και τα ευφυολογήματα) που τους προσδίδουμε αυτόν τον χαρακτηρισμό είναι παράδοξα, άτοπα, τρελά, δηλ. δεν στέκουν καθόλου με την κοινή λογική (...για αυτό μερικές φορές έχουν κάποια γοητεία!)

Ετυμολογία: από το αρχαίο κύλλος= κεκκαμένος, κυρτομένος (στραβός), χωλός, παράλυτος προέκυψε ο κουλός με τη σημασία αυτού που του λείπει το ένα ή και τα δύο χέρια και μεταφορικά την ανικανότητα που συνεπάγεται αυτή η αναπηρία. Από αυτό, φτάσαμε στο κουλό = το χέρι μειωτικά / υβριστικά και πάλι μεταφορικά με γενίκευση στην περιγραφή του ατόμου (=χαζό, βλαμμένο) και στο νόημα, γενικά, της πράξης: ανοησία / παραδοξότητα αυτού του ορισμού.

Επιπλέον χρησιμοποιείται συχνά για ποικίλες καταστάσεις όταν κάτι μας ξενίζει ή παρουσιάζονται μικροπροβλήματα, χωρίς ειδικό νόημα.

Σχετιζόμενα/ συνώνυμα: κουφό, κουλαμάρα, παλαβομάρα, ζαβός, κουλάδι, κουφαίνω.

Αγγλιστί: lame.

  1. Με χτυπάει ρεύμα η κιθάρα!!! Λιγάκι κουλό; Απ' ό,τι μου είπαν, αυτό είναι παράξενο γιατί δεν περνάει ρεύμα από το καλώδιο προς την κιθάρα και μάλιστα αμφίδρομα. Έχει κάνεις καμιά ιδέα γιατί γίνεται αυτό; Με χτυπάει όταν ακουμπάω τις χορδές και την γέφυρα, όχι δυνατά, αλλά αρκετά για να καθιστά αδύνατο το practice και μερικές φορές πονάει λιγάκι.» (=περίεργο)

  2. Κουλό ανέκδοτο:
    «Σε έναν πεζοδρόμιο κάθονται ένας κουφός, ένας τυφλός και ένας κουτσός.
    Ξαφνικά ο κουφός λέει:
    - Ρε παιδιά, ακούω να έρχεται η αστυνομία.
    Ο τυφλός προσθέτει:
    - Εγώ τη βλέπω κιόλας.
    Και προσθέτει και ο κουτσός:
    - Εγώ λέω να το βάλουμε στα πόδια.»

  3. Κάτω τα κουλά (ή «ξερά») σου από την τούρτα!
    (=χέρια)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

κούσουλος, -η, -ο, ουσιαστικό.

  1. Ο κουτσουρεμένος, ο χτυπημένος στο κεφάλι μετά από καυγά ή από ατύχημα. Λέγεται και για ζώα π.χ. για τουμπιές (= κτυπήματα με το ανθεκτικό τους μέτωπο) μεταξύ τράγων.

  2. Στα κυπριακά: κούσουλος = ο πρόξενος (η λέξη λέγεται χαϊδευτικά σε αγαπημένο και παραχαϊδεμένο πρόσωπο. Το ίδιο και η λέξη τσελεπής = ευγενής, που τη λέμε χαριτολογώντας με την έννοια «αγάπη μου», «μωρό μου»).

Προφανώς αυτό προέρχεται από το βυζαντινό «κόνσολος» (ίσως και με τη μεσολάβηση του τουρκ. kónsolos) με αρχικό το λατινικό consul =σύμβουλος, αξιωματούχος στην αρχ. Ρώμη.

  1. Μητέρα προς άρρεν τέκνο:
    - Πού κτύπησες το κεφάλι σου έτσι; Το έκανες κούσουλο, πάλι με τον Γιωργάκη καυγάδιζες;

Billy-goat\'s  fight (από tryager, 06/07/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Γεμίζω κάτι μέχρι σημείου κορεσμού… και ακόμα παραπάνω (στούμπος = κόπανος, δηλ. το κοπανάω να χωρέσει και άλλα). Με αποτέλεσμα να έχουμε συχνά παρενέργειες από το υπερβολικό φορτίο και την ταχύτητα / βιαιότητα του γεμίσματος.

Ισχύει για δοχεία, βαλίτσες, σωλήνες… και το στομάχι μας (=μπάφιασμα).

  1. Συνέπεια του στουμπώματος είναι το βούλωμα του αντικειμένου που το παραγεμίσαμε. Έτσι έχει και την έννοια του βουλώνω, *στουπώνω** και της δυσκοιλιότητας.

*Ετυμολογία: Ο Τριαντάφυλλος και ο Μπάμπης το δίνουν από το σλαβικό stonpa = κόπανος, αλλά υπάρχει το ηχητικά και σημασιολογικά παρόμοιο ρήμα στουπώνω (από το στουπί, αρχ. τό στυππεῖον), που σημαίνει φράζω κάτι με στουπί ή με οτιδήποτε, συμπιέζω-πατικώνω. Ευλόγως, δημιουργεί προβληματισμό στην πλήρη ιστορική διασαφήνισή της ετυμολογία της λέξης, όπως αναλυτικά καταγράφεται εδώ.

Ασιστ: Mes

1. Εύα μου συμφωνώ απολύτως! Τι γέλιο έκανα, να ‘σαι καλά! Ε, μα ναι πια, λεκέδες και λεκέδες, τα στουμπώνω και ‘γω όλα στο πλυντήριο και βγαίνουν φρεσκαδούρα!

- Σχόλιο του deliolanis στο λήμμα Κοτοπουλάς

Eπιβεβαιώνω τα περί κοτοπουλά όσον αφορά την αλυσίδα σαντουιτσάδικων με την επωνυμία ΄Αυθεντικόν΄.
Χαρακτηριστικό τους, ότι το σάντουιτς το στουμπώνουν στην κυριολεξία με πατάτες: εκεί που βλέπεις ότι το σάντουιτς ασφυκτιά από πατάτες και λες ότι δεν παίρνει άλλες, ο κοτοπουλάς συνεχίζει και στριμώγνει κι άλλες, κι άλλες, κι άλλες... Στο κάνει τούμπανο! Εύγε!

2. Να θέσω το ερώτημα που με απασχολεί
Τα παιδάκια σας εμφάνισαν δυσκοιλιότητα με την εισαγωγή στερεών τροφών; Εμάς το ρυζάλευρο μας έχει στουμπώσει τελείως, της το έκοψα για 2-3 μέρες και επανήλθαμε, βέβαια όχι στα παλιά κακάκια προ κρέμας, της την ξαναέδωσα χτες και ξανά τα ίδια, κλάματα και σφίξιμο και λίγα σκληρά κακά μετά κόπων και οδυρμών !

O Καπετάν Stubing από το Πλοίον τση Αγάπης (από Vrastaman, 04/07/10)Εκκλησιάζουσες. Οι κωμωδίες του Αριστοφάνη σε κόμικς, Τ. Αποστολίδη και Γ. Ακοκαλίδη. (Το λήμμα στο τέταρτο καρέ) (από patsis, 04/07/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Από το αρχαίο επίθετο μωρός (χαζός, ανόητος), το οποίο χρησιμοποιόταν στην κλητική πτώση (μωρέ) ως μειωτική ή επιτιμητική προσφώνηση, δημιουργήθηκαν οι τύποι : ωρέ, ρε και μπρε, βρε.

Το ρε χρησιμοποιείται ως φιλική ή υβριστική προσφώνηση ή ως εμφατικό (π.χ. ρε, τι πάθαμε!).

Νομίζω η πιο διαδεδομένη προσφώνηση, κυρίως ανάμεσα στους νέους είναι η: ρε μαλάκα... (είτε ως φιλικός χαιρετισμός είτε ως κατσάδιασμα, εξαρτάται από τη χροιά της φωνής).

Να σημειωθεί η λεπτή διαφορά στη χρήση του ρε από το βρε: Το βρε εκφράζει πιο μειλίχια συναισθηματική φόρτιση από το ρε (βλέπε παραδείγματα 1, 4). Τα ωρέ και μπρε είναι απαρχαιωμένα, τα συναντάμε κυρίως στην παράδοσή μας (δημοτικά τραγούδια, μυθιστορήματα κτλ.). Το μωρέ, βεβαίως, χρησιμοποιείται ακόμα ως προσφώνηση αλλά και ως εμφατικό (μωρ' εσύ) και γενικά για έκφραση απορίας, θαυμασμού, διαμαρτυρίας κτλ (βλέπε ελαμωρές). Το μωρέ χρησιμοποιείται αδιακρίτως φύλου, σε αντίθεση με το μωρή που είναι μόνο γυναικείο υβριστικό.

Ασίστ: ο χαρακίρης

  1. Μη στεναχωριέσαι ρε, εγώ θα σε βοηθήσω. (φιλική προσφώνηση)

  2. Σήκω, ρε, γάιδαρε, ... (υβριστική-περιπαικτική προσφώνηση)

  3. Για την Ελλάδα ρε γαμώτο

  4. Βρε μπαγάσα περνάς καλά εκεί πάνω ...(στίχοι Ν. Άσιμος)

  5. Μωρέ λες; (έκφραση έκπληξης)

  6. «Τι Ψυχή Θα Παραδώσεις Μωρή;» (όνομα σίριαλ)

  7. (ανέκδοτο) Δυο τσοπάνηδες συζητούν βόσκοντας τα πρόβατα τους.
    Μήτσος: Βρε τι μου θυμίζει αυτός εκεί ο βράχος.
    Κίτσος: Τι βρε Μήτσο;
    Μήτσος: Εκεί έκανα για πρώτη φορά έρωτα με το Μαριώ μου.
    Κίτσος: Σοβαρά ωρέ;
    -Μήτσος: Σοβαρότατα, ήταν και η μάνα της μπροστά!
    Κίτσος: Και καλά η μάνα της, τι είπε;
    Μήτσος: Μπεεεε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Οι κόνξες: το σύνολο των συνεχόμενων πεισματικών αντιδράσεων ενός ατόμου, όταν δεν θέλει να κάνει κάτι ή έχει προσβληθεί. Ή, για να εκδικηθεί για κάτι που ήδη έγινε το οποίο δεν ήθελε να γίνει, αλλά το επέβαλαν άλλοι. Πείσμα, αντίδραση, τσιριμόνιες, νάζια, σκέρτσα, καμώματα, τσαλίμια.

Προέρχεται από το αγγλικό φραστικό ρήμα conk out που σημαίνει έπαθε βλάβη και δεν μπορεί να προχωρήσει (για μηχανάκια, αυτοκίνητα).

  1. - Προσβλήθηκε από αυτά που άκουσε και άρχισε τις κόνξες.

  2. - Μην κάνεις κόνξες τώρα (σταμάτα να αντιδράς), θα πας έτσι και αλλιώς!

  3. Με την έννοια της δυσλειτουργίας (ή βλάβης) για συσκευές:
    «Δεν είχε κουμπώσει καλά το καλώδιο firewire με αποτέλεσμα να κάνει κόνξες η σύνδεση».

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία