βερεσέ (επίρρημα): με πίστωση. Από το τουρ. veresiye, υπάρχει και ο τύπος της λέξης βερσιγιέ.

Ο βερεσές είναι η αγορά ή η πώληση με πίστωση. Τα βερεσέδια είναι τα οφειλόμενα χρήματα της αγοράς ή πώλησης με πίστωση. Το βερεσέδικο είναι το αντικείμενο που αγοράζεται/πωλείται με πίστωση.

τα ακούω βερεσέ: χωρίς να δίνω σημασία, χωρίς να τα λαμβάνω υπόψη. Απάντηση με έμφαση στο «ότι έχω ήδη πάρει την απόφαση μου και δεν με μεταπείθεις».

τζάμπα και βερεσέ: χωρίς σοβαρή αιτία, άσκοπα, μάταια, άδικος κόπος, πήγε στράφι.

  1. Αυτός, όλο βερεσέ αγοράζει χωρίς να ξεπληρώνει, πότε θα αγριέψουν οι προμηθευτές να του κάνουν κατάσχεση στην περιουσία του, δεν ξέρω… (=με πίστωση)

  2. – Δεν φοβάσαι τι θα ‘πει ο κόσμος αν προχωρήσεις στο διαζύγιο; - Αυτά τα ακούω βερεσέ! Ήδη έκανα την αίτηση διαζυγίου. (=δεν δίνω σημασία)

  3. –Τελικά ο δρόμος θα περάσει από αλλού. - Κρίμα, τόσος κόπος για να φτιάξουμε το εστιατόριο πήγε τζάμπα και βερεσέ. (=μάταιος κόπος)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

γκαντεμιά, η : κακοτυχία, γκίνια, γρουσουζιά, δυσμενής εξέλιξη των πραγμάτων.

Δείτε τους νόμους του Μέρφυ για εμβάθυνση στο τι εστί γκαντεμιά!

Προέρχεται από την αραβική λέξη «καλή τύχη!» που έδωσε το τουρ. kademsiz, αυτός που δεν έχει καλή τύχη, ο γκαντέμης.

Χρησιμοποιείται κυρίως να δηλώσει μικρής σημασίας άτυχα περιστατικά που συμβαίνουν στον ομιλητή ή για να δικαιολογηθεί για την ανικανότητα (δεν προετοιμάστηκε κατάλληλα) να φέρει θετική εξέλιξη σε ένα θέμα τωρινό ή του πρόσφατου παρελθόντος.

Βέβαια λέγεται και με την έννοια της γρουσουζιάς (= οτιδήποτε θεωρείται ότι προκαλεί κακοτυχία).

Αντίθετα: η καλή τύχη, γούρι, ρέντα, κωλοφαρδία. Σημείωση: η κωλοφαρδία είναι μόνο για αυτόν που την έχει, για τους γύρω του μπορεί να προκαλέσει κακοτυχία! (π.χ. Γκαστόνε και Ντόναλντ από τα κόμικ).

Λέξη ευρέως χρησιμοποιούμενη, αλλά προσοχή! Μην πέσετε στο λούκι της! Είναι κολλητική :)

1.Πω, πω γκαντεμιά σήμερα. Πολύ κίνηση, ούτε να παρκάρω κοντά βρήκα και με έβαλε και πόστα το αφεντικό, μου έφτιαξαν τη μέρα! (=κακοτυχία)

2.Έσπασε η γκαντεμιά, επιτέλους η ομάδα κέρδισε μετά από τέσσερις σερί ήττες. (=κακοτυχία και ανικανότητα μαζί)

  1. Η γκαντεμιά πάει σύννεφο, τα χάλασα με τη Μαίρη δεν βρίσκω σπίτι και η Καιτούλα φεύγει για αλλού. Γκαντέμης είμαι; (=αν δεν πάρεις την κατάσταση στα χέρια σου, ναι!)

4.Είναι γκαντεμιά, αν σπάσει ο καθρέπτης. (=γρουσουζιά)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λογοπαίγνιο του «μπέρδεψα τη γλώσσα μου», με αυτοσαρκαστική διάθεση.

Το ουσιαστικό / αντικείμενο γίνεται ρήμα (γλώσσα > γλώσσεψα) και το ρήμα μετατρέπεται σε ουσιαστικό (μπέρδεψα > μπέρδα) και παίρνει θέση αντικειμένου στην πρόταση.

  1. Έτσι τονίζονται πιο εμφανώς τα λεκτικά λάθη στον προφορικό λόγο, όταν αλλοιώνουμε την εκφορά ή τον γραμματικό τύπο μιας σχετικά δυσπρόφερτης λέξης. Ή αλλοιώνουμε όλη την πρόταση, λόγω της βιασύνης να πούμε κάτι. Κοινώς, τα κάνουμε κουλουβάχατα. Έχει και το στοιχείο της «γλώσσας λανθάνουσας», βέβαια.

Απαντάται στις εφηβικές-νεανικές ηλικίες, όπου η γλώσσα / εκφραστικότητα δεν έχει φτάσει στην ωριμότητά της (αυτό γίνεται μετά τα 22 χρόνια και συνεχίζει ισόβια. Στα γερατειά, βέβαια, έχουμε άλλα προβλήματα…).

Το σκεπτικό της χρήσης του: «Γλώσσεψα την μπέρδα μου» είναι ότι είμαι σε θέση να πειραματίζομαι με την γλώσσα μου (ελληνικά), το οποίο μου δίνει ικανοποίηση / αυτοπεποίθηση.

Το θέμα είναι όμως, ότι με το να προκαταλαμβάνουμε τον συνομιλητή με την υπερβολική αντίδραση που συνάδει το «γλώσσεψα την μπέρδα μου», η επικοινωνία διακόπτεται. Ο άλλος δεν μπορεί να μας παρακολουθήσει.

Λέγεται επίσης:

  1. Όταν αντιμετωπίζουμε μια άγνωστη και δυσπρόφερτη λέξη ή πρόταση ή γλωσσοδέτη, όπου πραγματικά κουραζόμαστε μέχρι να την προφέρουμε σωστά.

  2. Η φράση βρίσκει εφαρμογή και στα λάθη πληκτρολόγησης.

  1. Γύρισα στη φίλη μου για να τη ρωτήσω τι παπούτσια πάνε με φούστα, αλλά γλώσσεψα την μπέρδα μου και φαντάζεστε! Τη ρώτησα «Τι φαστούνια πάνε με την π... τσα ...
    (= λεκτικό μπέρδεμα και φανέρωμα των σκέψεων του ομιλητή, δηλ. γλώσσα λανθάνουσα)

  2. - Αλλά, βρε συ, πιο ευκολοδιάβαστο όνομα δε μπορούσες να βρεις από το kirighdrai... εδώ και ώρα δε βγάζω άκρη... γλώσσεψα τη μπέρδα μου. (=γλωσσοδέτης)

  3. - Ωπαία τα λες! (=αντί: Ωραία τα λες!, λάθος πληκτρολόγηση)
    - Ουπς, γλώσσεψα την μπέρδα μου.

βλ. και χασίστες και φουντικοί, φρόας τας σένας, μουνάς, γελάκι...., καθώς και τα εκάστοτε σχόλια.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είναι τα πλαστικά / αλουμινένια ραβδία με κεφαλή σε σχήμα πιρούνας (4 ή 5 δόντια), διάφορου μεγέθους (0,5μ - 2,5+) και χρησιμοποιούνται στην ελαιοσυλλογή.

Συνώνυμα: μαγκούρι, φάπα, μάπα, ραβδί.

Ομόρριζα: τέμπλα ή δέμπλα είναι το παραδοσιακό ξύλινο μακρύ (4μ +) ραβδί για τον ραβδισμό καρποφόρων δέντρων (ελιά, καστανιά, καρυδιά κτλ.).

Τις ελιές τις έριχναν κάτω με τα καλάμια, ραβδάκια, κτένια και δεμπλάκια. Οι γυναίκες και οι άντρες τις έπαιρναν με τα χέρια τους, βάζανε στα καλάθια τους και γέμιζαν τα σακιά.

(από tryager, 11/10/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ζέλωμα αποκαλείται η πράξη του να βάζει κανείς ζελέ στα μαλλιά και το αποτέλεσμα αυτής. Πρόσφατη δημιουργία από το ζελέ και το παραγωγικό επίθεμα -ώμα.

Το ζελέ (άλλοι τύποι ο ζελές, η γέλη, το τζελ) προέρχεται από το γαλλικό gelée, geler (παγώνω, λατινικά gelare). Το -ωμα δηλώνει συνήθως την ενέργεια ή το αποτέλεσμα της ενέργειας ρημάτων σε -ώνω. Συνεπώς, ο αδόκιμός κρίκος / ρήμα θα ήταν -ζελώνω.

- Στέγνωμα και ζέλωμα!
(νεαρός κουρέας επί το έργον)

Βλ. και τζελαρισμένος.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η αδιακρισία (περιέργεια) μπορεί να οδηγήσει σε επικίνδυνες καταστάσεις.

  1. Χρησιμοποιείται ως κόσμια απειλή προς κάποιον που είναι αδιάκριτος ή κάνει ανεπιθύμητες ερωτήσεις, ώστε να σταματήσει.

  2. Επίσης, ως αναφορά σε ένα πάθημα μας με το να ασχοληθούμε / περιεργαστούμε κάτι του οποίου δεν ξέραμε τις συνέπειες.

  3. Τέλος, ως απλή αναφορά για τις σκανδαλιές του συμπαθούς κατοικίδιου αιλουροειδούς, της γάτας.

Είναι αυτούσια μετάφραση της αγγλικής παροιμίας «Curiosity killed the cat»

Η αρχική φράση ήταν: «Helter skelter, hang sorrow, care'll kill a Cat, up-tails all, and a Louse for the Hangman», από την θεατρική κωμωδία του Ben Jonson «Every Man in His Humour, 1598». Με τη σημασία η ανησυχία / θλίψη (=care) σκότωσε τη γάτα.

Η κακή γνώμη για την αδιακρισία / περιέργεια και η μεγάλη περιέργεια που έχει η γάτα, οδήγησε στη μετατροπή του «care» (=ανησυχία, φροντίδα) σε «curiosity» (=περιέργεια).

Από τις πρώτες γραπτές αναφορές στα αγγλικά (εδώ σε μετάφραση) είναι από την εφημερίδα «The Portsmouth Daily Times, 1915»:
«Μητέρα: - Μην κάνεις τόσες πολλές ερωτήσεις, παιδί μου. Η περιέργεια σκότωσε τη γάτα!
Παιδί: - Τι ήθελε να μάθει η γάτα, μαμά;».

Η «πληρωμένη» απάντηση σε αυτή την απειλή / προειδοποίηση στα αγγλικά είναι «satisfaction brought it back» (= η ικανοποίηση θα τη φέρει πίσω. Λογοπαίγνιο με τις «εφτάψυχες» γάτες), εννοώντας ότι η ικανοποίηση της περιέργειας μας αξίζει το ρίσκο. Εσείς, τι λέτε;

  1. - Τι δουλειά έχει ο δικηγόρος, εδώ; Συζητάει τόση ώρα με το αφεντικό, να πάω να κρυφακούσω; - Κοίτα μην σε καταλάβουνε και έχεις μπλεξίματα. Η περιέργεια σκότωσε τη γάτα! (=πρόσεχε ή μην το κάνεις)

  2. Άνοιξα το κουτί του υπολογιστή (=tower) για να δω πώς είναι, και κατά λάθος προκάλεσα βραχυκύκλωμα στη μητρική (=motherboard) με το κατσαβίδι. Τώρα είναι για πέταμα. Η περιέργεια σκότωσε τη γάτα. (=χάλασε ο υπολογιστής)

  3. «Να φυλάμε, μακριά από τις γάτες μας, αντικείμενα, όπως κλωστές, ελαστικούς επιδέσμους, που μπορεί να τις τραυματίσουν. Είναι γνωστό το απόφθεγμα που λέει «η περιέργεια σκότωσε τη γάτα». Γι' αυτό, να φυλάμε μακριά από τις γάτες μας φανταχτερά αντικείμενα, όπως πούλιες, χρωματιστούς βόλους, κ.λπ., για να μην εξαίρουμε την περιέργειά τους».
    Απόσπασμα για την φροντίδα της γάτας από το ΚΕ.ΠΑ.Κ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Με αυτή την ατάκα προσπαθούμε εμμέσως (ευγενικά) να επισημάνουμε / απαντήσουμε στο συνομιλητή μας ότι η πρόταση / προτροπή που κάνει, πιθανότατα δεν θα πραγματοποιηθεί γιατί δεν θέλουμε εμείς ή έχουμε εκτιμήσει ότι δεν είναι πρόσφορη ή εύκολη (δηλ. την έχουμε ήδη αποκλείσει).

Επιπλέον, η αναφορά στο τρίτο πρόσωπο(-α) που εμπλέκεται στο θέμα, λειτουργεί ψυχολογικά ως καπέλωμα του δικού μας στάτους (συν το ότι δεν μπορούμε να αποφασίσουμε για αυτόν, ή το όλο θέμα δεν είναι κυρίως δικιά μας ευθύνη και μας θέλουν απλά ως μεσολαβητή), όποτε αισθανόμαστε κάποια δυσφορία που εκφράζεται πλαγίως με αυτήν την ατάκα που σηματοδοτεί και το τέλος της συνομιλίας για το αναφερόμενο θέμα.

Aσιστ: GATZMAN

1. violator: - Δίκοπο μαχαίρι είναι. Από τη μια σου δίνεται η δυνατότητα να διεκδικήσεις κάτι παραπάνω, φαινομενικά...
Από την άλλη, ποιος μου εγγυάται ότι αν μπει σφήνα κάποιος, πλην των 3 της Αθήνας, θα τον αφήσουν στο μίνι πρωταθληματάκι, να πάρει 2η ή 3η θέση;
animaltrainer4: - Ζήτα να βάλουν και play-out μπας και την γλυτώσεις και ασ’ τα αυτά asans-arh. violator: - Θα του πω, και άμα θέλει...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η καλπουζανιά είναι η ανέντιμη/πονηρή πράξη, η απάτη, η μπαγαποντιά, η βρομοδουλειά. Αυτός (-ή) που την ασκεί (... λέγε με απατεώνα) λέγεται καλπουζάνος (-α). Mεσαιωνικά: καλπαζάνης.

Ετυμολογία: από το τούρκικο kalpazan = παραχαράκτης. Aυτό προέρχεται από το περσικό qalbzan = το κάλπικο κέρμα, το οποίο με τη σειρά του είναι σύνθετη λέξη από το αραβικό qalp = αλλαγή, μεταβολή, αντιστροφή [τούρκικα kalp = ψεύτικο, ελληνικά: κάλπικο, ο κάλπης (= απατεώνας), η κάλπισσα] και από το πέρσικο zan = κέρμα

Ασίστ: Mes από το Δ.Π.

«Βαρύθυμοι και νωχελείς πλέον οι Ευρωπαίοι πολίτες έχουν κάθε λόγο να περιφρονούν το δικαίωμα ψήφου περίπου όπως μιαν επιταγή άνευ αντικρίσματος. Το πολιτικό νόμισμα είναι «γράμματα» ή « κορώνα» κι από τις δύο μεριές, οπότε η καλπουζανιά δεν θέλει κολαούζο για να αποκαλυφθεί. Οι εκλογές χρειάζονται για να διατηρούνται τα δημοκρατικά προσχήματα, για να ανέρχεται στην εξουσία η πιο δραστήρια πολιτική παρέα - τα υπόλοιπα ανήκουν στο παρασκήνιο. Ματσαράγκα δηλαδή; Λαοπλάνος τσαρλατανισμός; Ευτελής διαβουκόληση και αμαρτωλή δημοκοπία;»

καπουλζανιά; (από BuBis, 25/05/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Οι κόνξες: το σύνολο των συνεχόμενων πεισματικών αντιδράσεων ενός ατόμου, όταν δεν θέλει να κάνει κάτι ή έχει προσβληθεί. Ή, για να εκδικηθεί για κάτι που ήδη έγινε το οποίο δεν ήθελε να γίνει, αλλά το επέβαλαν άλλοι. Πείσμα, αντίδραση, τσιριμόνιες, νάζια, σκέρτσα, καμώματα, τσαλίμια.

Προέρχεται από το αγγλικό φραστικό ρήμα conk out που σημαίνει έπαθε βλάβη και δεν μπορεί να προχωρήσει (για μηχανάκια, αυτοκίνητα).

  1. - Προσβλήθηκε από αυτά που άκουσε και άρχισε τις κόνξες.

  2. - Μην κάνεις κόνξες τώρα (σταμάτα να αντιδράς), θα πας έτσι και αλλιώς!

  3. Με την έννοια της δυσλειτουργίας (ή βλάβης) για συσκευές:
    «Δεν είχε κουμπώσει καλά το καλώδιο firewire με αποτέλεσμα να κάνει κόνξες η σύνδεση».

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

«Tο κουλό»: σλανγκιστί είναι η χαζομάρα, η ανοησία και με την ειδική σημασία στο ότι οι πράξεις ή τα λόγια (τέτοια είναι και τα ευφυολογήματα) που τους προσδίδουμε αυτόν τον χαρακτηρισμό είναι παράδοξα, άτοπα, τρελά, δηλ. δεν στέκουν καθόλου με την κοινή λογική (...για αυτό μερικές φορές έχουν κάποια γοητεία!)

Ετυμολογία: από το αρχαίο κύλλος= κεκκαμένος, κυρτομένος (στραβός), χωλός, παράλυτος προέκυψε ο κουλός με τη σημασία αυτού που του λείπει το ένα ή και τα δύο χέρια και μεταφορικά την ανικανότητα που συνεπάγεται αυτή η αναπηρία. Από αυτό, φτάσαμε στο κουλό = το χέρι μειωτικά / υβριστικά και πάλι μεταφορικά με γενίκευση στην περιγραφή του ατόμου (=χαζό, βλαμμένο) και στο νόημα, γενικά, της πράξης: ανοησία / παραδοξότητα αυτού του ορισμού.

Επιπλέον χρησιμοποιείται συχνά για ποικίλες καταστάσεις όταν κάτι μας ξενίζει ή παρουσιάζονται μικροπροβλήματα, χωρίς ειδικό νόημα.

Σχετιζόμενα/ συνώνυμα: κουφό, κουλαμάρα, παλαβομάρα, ζαβός, κουλάδι, κουφαίνω.

Αγγλιστί: lame.

  1. Με χτυπάει ρεύμα η κιθάρα!!! Λιγάκι κουλό; Απ' ό,τι μου είπαν, αυτό είναι παράξενο γιατί δεν περνάει ρεύμα από το καλώδιο προς την κιθάρα και μάλιστα αμφίδρομα. Έχει κάνεις καμιά ιδέα γιατί γίνεται αυτό; Με χτυπάει όταν ακουμπάω τις χορδές και την γέφυρα, όχι δυνατά, αλλά αρκετά για να καθιστά αδύνατο το practice και μερικές φορές πονάει λιγάκι.» (=περίεργο)

  2. Κουλό ανέκδοτο:
    «Σε έναν πεζοδρόμιο κάθονται ένας κουφός, ένας τυφλός και ένας κουτσός.
    Ξαφνικά ο κουφός λέει:
    - Ρε παιδιά, ακούω να έρχεται η αστυνομία.
    Ο τυφλός προσθέτει:
    - Εγώ τη βλέπω κιόλας.
    Και προσθέτει και ο κουτσός:
    - Εγώ λέω να το βάλουμε στα πόδια.»

  3. Κάτω τα κουλά (ή «ξερά») σου από την τούρτα!
    (=χέρια)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία