Η αγάπη του κόσμου μού δίνει δύναμη. Έτσι, κατόπιν εκκλήσεων του κοινού, τι να κάνω, τον καταχωρίζω τον ορισμό (προς θεού όχι το λήμμα)! Αμ' έλα που δεν έχω να προσθέσω και πολλά παραπάνω απ' όσα είπα στο σχόλιο του άλλου ορισμού! Πάμε λοιπόν τα ίδια (στο τέλος και στο παράδειγμα μόνο πρωτοτυπώ λίγο):

Η θείτσα ορίζεται όχι μόνο από την εμφάνιση και την ηλικία, αλλά σε μεγάλο βαθμό και από την ιδεολογία που εκφράζει: η θείτσα είναι το προπύργιο του συντηρητισμού... ή μάλλον όχι, ποιο προπύργιο; Η θείτσα θα ήθελε να είναι το προπύργιο, αλλά τελικά εκφράζει ένα συντηρητισμό, τον οποίο δεν μπορεί να υπερασπισθεί παρά μόνο με σαθρά επιχειρήματα τύπου «α πα πα», «τς τς τς», «πού φτάσαμε» κ.λπ., ελπίζοντας ότι θα βρεθεί κάνας άλλος να τον υπερασπιστεί καλύτερα. Αλλιώς αφήνεται στην τύχη της, δηλαδή στο να παρακολουθεί στωικά την κατρακύλα της κοινωνίας μας.

Η θείτσα:

  • Φοβάται τους Αλβανούς, τους μαλλιάδες και τους οδηγούς δικύκλων (όχι γιατί είναι επικίνδυνοι οδηγοί, αλλά για την ηθική τους).
  • Λυπάται τους 25+ ανύπαντρους.
  • Καταδικάζει τις πορνόψυχες κοπέλες που αφήνουν ακάλυπτα τα μπράτσα και τους αστραγάλους τους και μακιγιάρονται.
  • Θα φοβόταν και θα σιχαινόταν τους ομοφυλόφιλους, αλλά τη σώζει το ότι στο βάθος της ψυχής της δεν έχει αποδεχθεί ότι αυτοί όντως υπάρχουν.
  • Θεωρεί τεντυμποϊσμό το να τρέχει ένα παιδί στην πλατεία για να πιάσει την μπάλα.
  • Θεωρεί ως προσωπική επίθεση εναντίον της το να ακούει κάποιος οποιαδήποτε μουσική, εκτός από Αττίκ.
  • Είναι κατά της χειραφέτησης των γυναικών.
  • ...και άλλα ανάλογα.

    Η θείτσα δεν είναι το ακριβές θηλυκό αντίστοιχο του μπάρμπα, αλλά μάλλον του θείτσου (σπάνια αλλά υπαρκτή λέξη). Οι αντιλήψεις της, η φρασεολογία της, η αισθητική της (π.χ. σεμεδάκι στην τηλεόραση, καλύμματα pied de poule στα έπιπλα, πάρα πολλά κρύσταλλα και πορσελάνες μικρής αξίας μεγάλης ηλικίας εντελώς ολοκαίνουργα), τα προσφιλή της αντικείμενα και ό,τι άλλο προσιδιάζει στον ανθρωπότυπό της χαρακτηρίζονται θείτσικα.

  1. -Λοιπόν, πώς ήταν οι διακοπές; Είχαμε κάνα ευχάριστο;
    -Όχι Ιωάννα, ΔΕΝ ΕΙΧΑΜΕ ΚΑΝΕΝΑ ευχάριστο! Άμα γαμήσω, θα σε ενημερώσω.
    -Καλά... Εγώ φταίω που ενδιαφέρομαι σα φίλη σου. Μείνε μαγκούφης να δω τι θα καταλάβεις.
    -Ρε Ιωάννα, Χριστέ μου να πούμε! Από πότε έγινες θείτσα;

  2. -Νεαρέ, σε παρακαλώ να χαμηλώσεις αυτή τη φρικτή μουσική αμέσως.
    -Μα ποιον ενοχλώ; Εφτά το απόγευμα είναι.
    -Νεαρέ, θα ήθελα να ξέρεις ότι εδώ είναι μία αξιοπρεπής πολυκατοικία. Όλοι οι ένοικοι έχουν αγανακτήσει με τα σούρτα φέρτα που βλέπουν στο διαμέρισμά σου. -Δεν κατάλαβα, θα σας δώσω λογαριασμό ποιος μπαίνει σπίτι μου;
    -Εδώ δεν είχαμε παλιά ναρκομανείς, ούτε πρόστυχες γυναίκες...
    -Ε άει στο διάολο ρε θείτσα να πούμε! Δεν πας να πεθάνεις λέω γω, που κάθομαι και σ' ακούω κιόλας!

  3. -Έλα ρε φίλε που μου σκας και με το γυαλί το θείτσικο!
    -Τι θείτσικο ρε μαλάκα; Το στρογγυλό γυαλί μου το Λέννον; Μην τσακωθούμε τώρα!
    -Ναι, καλά. Πριν τον Λέννον οι γιαγιάδες τα φοράγανε, μετά τα έβαλε ο Λέννον και μετά τα βάλανε όλοι.
    -Πλάκα μού κάνεις; Αυτά ήτανε πριν μισό αιώνα!
    -Ε α γεια σου! Κι ο Λέννον πριν μισό αιώνα ήτανε, εσύ τώρα τον θυμήθηκες;

βλ. και θειόκα

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Απολεξικοποιημένα ρήματα με ευρύτατη χρήση στη σλανγκ και γενικότερα στον οικείο, ανεπίσημο λόγο.

Απολεξικοποιημένα ρήματα είναι εκείνα που, μαζί με ένα ουσιαστικό, αντικαθιστούν το μονολεκτικό ρήμα που αντιστοιχεί στο ουσιαστικό. Π.χ. αν αντί να σας ενημερώσω πούμε να σας κάνω μια ενημέρωση, το κάνω είναι απολεξικοποιημένο ρήμα: δεν έχει λεξική έννοια που να προσθέτει κάτι στην έννοια του ουσιαστικού, φέρει μόνο γραμματικές πληροφορίες (πρόσωπο, αριθμό, χρόνο, διάθεση).*

Τα ρήματα ρίχνω, τρώω και πέφτω, ως απολεξικοποιημένα, χρησιμοποιούνται ως εξής:

-ρίχνω + αντικείμενο: εκφράζει μία πράξη από τη σκοπιά εκείνου που την πράττει (ενεργητική διάθεση), π.χ. ρίχνω ξύλο [σε κάποιον] = δέρνω [κάποιον].

-τρώω + αντικείμενο: εκφράζει την ίδια πράξη, από τη σκοπιά εκείνου που τη δέχεται (παθητική διάθεση), π.χ. τρώω ξύλο [από κάποιον] = [κάποιος] με δέρνει.

-πέφτω, με υποκείμενο τη λέξη που στις δύο προηγούμενες συντάξεις ήταν υποκείμενο: εκφράζει την ίδια πράξη, με μία σκόπιμη αοριστία τόσο ως προς τον δρώντα όσο και ως προς τον δέκτη, π.χ. πέφτει ξύλο = κάποιοι δέρνουν κάποιους, δε μας αφορά, πάμε πιο πέρα καλύτερα.

Το αντικείμενο του ρίχνω και του τρώω και το υποκείμενο του πέφτω εκφέρονται συνήθως με κάποια αοριστία ως προς την ποσότητα: αν μεν πρόκειται για μη μετρήσιμο ουσιαστικό, όπως το ξύλο, εκφέρεται χωρίς άρθρο ή μαζί με δείκτες όπως πολύ, λίγο. Αν είναι μετρήσιμο, τότε εκφέρεται στον μεν ενικό με αόριστο άρθρο (π.χ. ρίχνω έναν πούτσο) ή με την αόριστη αντωνυμία κανένας, (π.χ. θα ρίξω καμιά Χριστοπαναγία), στον δε πληθυντικό με άλλες αόριστες αντωνυμίες όπως κάτι, τίποτα (π.χ. φάγαμε κάτι κολλήματα) ή ασυνόδευτο (π.χ. ρίχνω ύπνους).

Υπάρχουν και εξαιρέσεις, π.χ. του 'ριξα δυο σκαμπίλια, αλλά σε γενικές γραμμές ένας κάποιος βαθμός αοριστίας αποτελεί επιδίωξη.

*Πηγή: Μπάμπης.

ρίχνω ξύλο - τρώω ξύλο - πέφτει ξύλο
ρίχνω ένα κατούρημα ρίχνω μάσες - πέφτουν μάσες
ρίχνω ένα βρισίδι - τρώω ένα βρισίδι - πέφτει βρισίδι
ρίχνω ύπνους - έπεσαν (κάτι) ύπνοι
τρώω ήττα
τρώω φλασιά
τρώω φρίκη
τρώω πακέτο
τρώω σούπα / χύμα / σαβούρδα / γλίστρα
ρίχνω ένα καβγά - έπεσε ένας καβγάς
ρίχνω χυλόπιτα / τρώω χυλόπιτα / έπεσε [η] χυλόπιτα
ρίχνω ένα σάλτο
έπεσε ένα τηλεφώνημα
ρίχνω διάβασμα / πέφτει διάβασμα
ρίχνω δουλειά / πέφτει δουλειά
ρίχνω ένα συγύρισμα / ξεσκόνισμα / σφουγγάρισμα
ρίχνω έναν πήδουλο / έπεσε ο σχετικός πήδουλος
ρίχνω έναν πούτσο / τρως έναν πούτσο (εσύ, εγώ ποτέ!) / πέφτει ένας πούτσος
ρίξαμε κάτι χορούς / έπεσαν κάτι χοροί
ρίχνω μια πενιά / έπεσαν κάτι πενιές (δηλαδή παίχτηκε και λίγη μουσική)
έφαγα 5Φ / μου 'ριξε 5Φ / θα πέσουν πολλά Φ (5Φ = πέντε μέρες φυλακή, στο στρατό)
ρίχνω πρόστιμο / τρώω πρόστιμο / πέφτουν πρόστιμα

...και πλείστα όσα άλλα.

Άλλα απολεξικοποιημένα της αργκό: πατάω, πετάω, τραβάω, χτυπάω, χώνω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το αρμόνιο, ιδίως σε σκυλοδημοτικά, σκυλονησιώτικα, σκυλολαϊκά και καθαρά σκυλάδικα συμφραζόμενα. Η λέξη χρησιμοποιείται αποκλειστικά σε σχέση με λάιβ - ποτέ για ηχογραφήσεις, αφού η (όποια) ομοιότητα είναι μόνο οπτική.

Ειδικότερα, για την περίπτωση όπου ο ψήστης δεν παίζει κανονικά αλλά βάζει μόνο τα έτοιμα ακομπανιαμέντα, οπότε κάθε ενάμισι λεπτό απλώς πατάει ένα πλήκτρο για να αλλάξει ακόρντο ενώ όλη την υπόλοιπη ώρα είναι ελεύθερος να στρίβει τσιγάρο, να γράφει μηνύματα ή να κατεβαίνει για κατούρημα, εκεί λοιπόν χρησιμοποιείται και η έκφραση «Γύρνα τα σουβλάκια»!

-Πώς πήγε το φρη κάμπινγκ στη Χιλιαδού;

-Μια φρικαλεότητα! Εκτός ότι ήμασταν μιλιούνια κόσμος, πέσαμε και στη Γιορτή Σαρδέλας. Ένα τύπου πανηγύρι, με ορχήστρα, πυροτεχνήματα, διαγωνισμό ψαρέματος και ό,τι σουρεάλ μπορείς να φανταστείς.

-Τουλάχιστον η μουσική δεν έλεγε τίποτα;

-Μια ελεεινιά σου λέω! Άθλια σκυλοκιεγωδεγξερωτί, μπουζούκι - βιολί - ψησταριά, ξεκουρδιστάν, εκατομμύρια ντεσιμπέλια, ένα γεροντοξέκωλο κακοφωνίξ, άσε, να μη σου τύχει! Κι όλα αυτά μες στη μέση της παραλίας, όλη νύχτα!

Στο 3.15 περίπου ο απίστευτος αρμονίστας (από Hank, 04/07/09)

Δες και γυφταρμόνιο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέξη με εξαιρετική επίδοση στις παράλληλες, συνεκδοχικές ή και ολωσδιόλου άσχετες σημασίες. Μια λέξη μπαλαντέρ (αν και στην τράπουλα ο παπάς είναι άλλο φύλλο!)

  1. Ο ρήγας, αυτό το είπαμε. Αλλά όχι λόγω επιβλητικότητας, λόγω γενειάδας. Κανονικά η εικόνα δείχνει ένα βασιλιά, εξ ου και το Κ (king), αλλά οι Έλληνες τον είδαν παπά.

  2. Το παιχνίδι «εδώ παπάς, εκεί παπάς, πού 'ν' ο παπάς», που, αν και παίζεται με τραπουλόχαρτα, δεν είναι χαρτοπαίγνιο.

Εγκυκλ.: Ο παπατζής τη στήνει σ' ένα πεζοδρόμιο, μ' ένα ελαφρό διπλωτό τραπεζάκι (για να μπορεί να το μαζέψει στα γρήγορα και να γίνει μπουχός μόλις παραστεί χρεία). Πάνω στο τραπεζάκι έχει τρία φύλλα, από τα οποία ένα είναι παπάς (ρήγας). Τα δείχνει ανοιχτά στον παίχτη, εκείνος στοιχηματίζει κάποιο ποσό, μετά ο παπατζής τα κλείνει και με ταχυδακτυλουργικές κινήσεις τα φέρνει βόλτες στο τραπέζι ανακατεύοντάς τα, επαναλαμβάνοντας τη μαγική επωδή «εδώ παπάς, εκεί παπάς, εδώ παπάς, εκεί παπάς...», μέχρι που κάποια στιγμή τα ακινητοποιεί και λέει «πού είν' ο παπάς;». Ο παίχτης δείχνει ποιο χαρτί νομίζει ότι είναι ο παπάς, ο παπατζής ανοίγει τα χαρτιά, ο παίχτης έχει κάνει λάθος, χάνει τα φράγκα του και πάει στη δουλειά του.

Το παιχνίδι αυτό έχει κηρυχθεί παράνομο από πολύ παλιά. Σήμερα δεν υπάρχει κανείς που να αγνοεί ότι δεν υπάρχει περίπτωση να κερδίσεις τον παπατζή (εκτός αν σ' αφήσει να κερδίσεις μικροποσά στην αρχή για να σε δελεάσει να ποντάρεις περισσότερα). Οι μόνοι που κερδίζουν είναι οι βαλτοί κράχτες, τα λεγόμενα λαμόγια (αυτό εσήμαινε αρχικά η λέξη). Ωστόσο, το παιχνίδι παραμένει επικίνδυνο, εξ άλλων, παράπλευρων λόγων: όπου τη στήσει ένας παπατζής, θα συγκεντρωθεί ένα έστω και περιορισμένο πλήθος περίεργων, που θα συνωθούνται για να δουν τους άλλους να χάνουν τα λεφτά τους και να νιώσουν την κρυφή χαρά ότι οι ίδιοι ήξεραν πού είναι ο παπάς, και μέσα σ' αυτό το στριμωξίδι δρουν άνετα οι πορτοφολάδες, που συνήθως είναι συνέταιροι με τον παπατζή.

Το ίδιο παιχνίδι παίζεται και με τρία μικρά αδιαφανή ποτηράκια ή δαχτυλήθρες, γυρισμένα απίστομα, που το ένα κρύβει από κάτω ένα στραγάλι ή μια μπιλίτσα.

  1. Κλωναράκι χασισιάς σε εντελώς ακατέργαστη μορφή, με τα φύλλα και τα ανθάκια. Τα ανθάκια της κάνναβης έχουν κάτι μυτούλες που σχηματίζουν θυσάνους (εξ ου και η ονομασία φούντα), που με λίγη φαντασία θυμίζουν γένια, όθεν και η λέξη (βλ. και παπαδέρα).

  2. Η πρώτη χάντρα του κομπολογιού. Είναι μεγαλύτερη από τις υπόλοιπες, και από την τρύπα της (μόνο αυτής) περνάνε και οι δύο άκρες του κορδονιού. Λέγεται και τσαμπουκάς. (Πηγή: Vrastaman).

  3. Το φίλτρο εισερχόμενου αέρος στη μηχανή του αυτοκινήτου, όπως με πληροφορεί ο Αυτοκτονημένος (ευχαριστώ!).

  4. Επίτευγμα μεγάλης δεξιοτεχνίας στη μουσική εκτέλεση, στη φράση «παίζω παπάδες». (Βλ. και παπάδες).

  5. Φρ. τρώω παπάδες: δεν έχω τι να φάω, περνάω φτώχειες.

  6. Φρ. βρέχει παπάδες: βρέχει πολύ δυνατά, βρέχει καρεκλοπόδαρα / καλέκλες, βρέχει με το τουλούμι. (Πηγή: Hank).

  1. Φουλ του άσσου με παπάδες.

  2. Στον παπά τα κονομούσα
    και σε σένα τ' ακουμπούσα,
    γιατί σ' είχα στην καρδιά μου,
    τέλεια νοικοκυρά μου.

Έπαιζα και δαχτυλήθρες
μα εσύ μου ξηγιόσουν τρίχες
κι έτρωγες τα τάληρά μου
μ' άλλονε, νοικοκυρά μου.

(Ευ. Παπάζογλου, «Παπατζής»)

  1. -Μα πόση ώρα κάνεις να το στρίψεις;
    -Θέλει τρίψιμο, είναι σε παπάδες.

  2. Όχι ρε γαμώτο! Μου 'σπασε το κορδόνι του κομπολογιού, σκόρπισαν οι χάντρες, κι ενώ τις μάζεψα όλες, δε βρίσκω τον παπά! Κρίμα στο κομπολόι!

  3. [Δεν έχω ιδέα από αυτοκίνητα, ας φτιάξει κανείς ένα καλό παράδειγμα.]

  4. Ο μπασίστας δεν πρέπει να παίζει παπάδες. Εμένα μ' αρέσει να είναι λιτός και σταθερός, να στηρίζει τα άλλα όργανα. Θέλει μαγκιά να ξέρεις να παίζεις λίγα.

  5. Μου 'πανε μην μπλέξεις τα σκυλιά με τους ροκάδες,
    μα έτσι και δε δούλευα θα τρώγαμε παπάδες,
    έπιασα λοιπόν δουλειά σε μαγαζί.

(Γ. Γιοκαρίνης, «Νοσταλγός του Rock'n'roll»)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αντί της κλητικής, κύριε.

Προσφώνηση για άντρες, κυρίως αγνώστους, όχι ιδιαίτερα ευγενική αλλά ούτε και εντελώς απρεπής. Χρησιμοποιόταν από παλιά για να εκφράσει μια συγκρατημένη ενόχληση, σε συνδυασμό όμως με την τήρηση των αποστάσεων. Δεν είναι τόσο οικεία ώστε να υπονοεί πρόκληση σε καβγά, αλλά δε λέει όχι και σε μια μικρή λογομαχία. Σχετικά αντίστοιχο για γυναίκες είναι το «μαντάμ» ή «μανδάμ».

Σήμερα πλέον το «κύριος» το λένε ακόμη και μαθητές προς τον καθηγητή, χωρίς κατ' ανάγκην πρόθεση πρόκλησης.

Κατ' αναλογίαν έχει βγει και το «φίλος» (=φίλε), που μπορεί να είναι απολύτως κόσμιο και φιλικό.

Σημείωση: Γενικά η χρήση ονομαστικής αντί κλητικής, που εκ των πραγμάτων μπορεί να γίνει μόνο σε αρσενικά, εκφράζει μια απόσταση. Χρησιμοποιείται κατά κόρον στο στρατό, π.χ. «Νέος! Παπαδόπουλος! Λοχίας!»

  1. Άντε ρε κύριος, μια ώρα στο φανάρι!

  2. Κύριος, να πάω τουαλέτα;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Άλλο ένα αίνιγμα στα πλαίσια των δήθεν σαλονικιώτικων.

-Πώς λένε στη Θεσσαλονίκη τον Κνίτη;
-;
-Μπουγάτσα με γραμμή!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Συντασσόμενο με αντικείμενο που δεν πίνεται αλλά καπνίζεται, μπορεί να έχει τις εξής χρήσεις:

  • Kαπνίζω. Λέγεται για ναρκωτικές ουσίες (χασίσι, κρακ) και επίσης για τον ναργιλέ, είτε περιέχει χασίσι είτε σκέτο καπνό.
  • Το πίνει (ενν. το τσιγαριλίκι) ο αέρας. Λέγεται όταν οι άνεμοι πνέουν ισχυροί έως τοπικά θυελλώδεις, και ο μπάφος καίγεται γρήγορα και στο βρόντο. Σύνηθες φαινόμενο σε κατάστρωμα πλοίου.
  • Παλιότερα το λέγανε για την καθ' οιονδήποτε τρόπο λήψη ναρκωτικών (μυτιά, ένεση κλπ.), αλλά δε νομίζω ότι λέγεται πια. (Παράδειγμα 4)
  • Η σύνταξη «πίνω τσιγάρο», όταν το τσιγάρο είναι κυριολεκτικά τσιγάρο και όχι μπάφος, δεν εντάσσεται στο λήμμα γιατί δεν είναι σλανγκ, είναι απλώς μια παλιά έκφραση για το «καπνίζω», που ακούγεται καμιά φορά ακόμη σήμερα από λαϊκούς ανθρώπους μεγάλης ηλικίας.
  1. Άσε, ήπια ένα τσιγάρο το πρωί κι έχω γίνει ωραίος!

  2. Πίνε - δίνε (δηλ. μην αργείς να το περάσεις στον επόμενο).

  3. Όταν συμβεί στα πέριξ φωτιές να καίνε, πίνουν οι μάγκες ναργιλέ. (ρεμπέτικο)

  4. Πρέζα όταν πιεις ρε, θα ευφρανθείς, κι όλα πια στον κόσμο ρόδινα θε να τα δεις. (επίσης)

(από Khan, 05/01/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο νεάζων. Ή, ακριβέστερα, ο πραγματικός νέος, αφού δε λέμε για τον προχωρημένης ηλικίας «είναι τζόβενο» αλλά «το παίζει τζόβενο». Άρα το παίζει νέος, άρα «τζόβενο» είναι ο νέος. Είδατε; Αλλά το χρησιμοποιούμε μόνο σε εκφράσεις όπως «το παίζει τζόβενο», «παριστάνει το -», «κάνει το -» κλπ., προκειμένου για άτομα (κυρίως άντρες) που ντύνονται, μιλούν και φέρονται σαν να ήταν νεότεροι απ' ό,τι είναι στην πραγματικότητα, χωρίς όμως να είναι και πολύ πειστικοί στην απάτη τους.

Αρκετά παλιομοδίτικη λέξη, ωστόσο ακούγεται ακόμη αρκετά ως ήπια αργκό. Εκ του ιταλικού gioveno= νέος.

- Ρε μάνα, τι γελοίος είναι αυτός ο θείος ο Κώστας, σόρι κιόλας. Πού θυμήθηκε στα γεράματα να το παίζει τζόβενο, με το βαμμένο μαλλί και τα τάχα μου και μοντέρνα ρούχα...
- Ε όχι και γεράματα! Ο θείος σου ο Κώστας είναι στην ηλικία μου, λίγο μεγαλύτερος.
- Ε αυτό λέω!

βλ. και πουρέιτζερ, ο

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ικανός, επιτήδειος, καταφερτζής σε κάτι, κατά τρόπον ώστε να προκαλεί το θαυμασμό, τσίφτης. Αυτός ο θαυμασμός, σε συνδυασμό με την ακουστική της λέξης, φέρνουν την έννοιά της κοντά σ' αυτήν του μάγκα. Ωστόσο, πρόκειται για σύμπτωση.

Η λέξη προέρχεται από το ιτ. maggiore / αγγλ. major = ταγματάρχης.

Το θηλυκό είναι μαγκιόρα ή μαγκιόρισσα. Σημαίνει το ίδιο.

Παράγωγο επίθετο: μαγκιόρικος, -η, -ο. Εδώ η σημασία έχει συμπέσει τελείως με αυτήν του μάγκικος.

  1. Γεια σου ρε Γιάννη Αραμπατζή
    που 'σαι μαγκιόρος τεκετζής.

(Μ. Βαμβακάρης: «Κάν' τονε Σταύρο»)

  1. Τι έκανε ρε το άτομο; Από δω τα 'φερε, από κει τα 'φερε, από κει που τους είχε φάει τα φράγκα στο τέλος τους έκανε να του ζητάνε και συγγνώμη! Είναι μαγκιόρος ο πούστης!

  2. -Αυτά τα δήθεν μαγκιόρικα, «άμα λάχει» και «δικέ μου» και δεγκζερωτί, όχι εδώ μέσα.
    -Καλά ρε πατέρα, δεν είπαμε και τίποτα!

Μαγ(κ)ιόρκα (από GATZMAN, 15/07/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Οι κινήσεις που κάνει κάποιος παραπαίοντας τα τελευταία sec πριν από μια θεαματική πτώση από γλίστρημα, ζάλη, μέθη κ.λπ.

  2. «Κάνε μια ζεϊμπεκιά» = κάνε μου μια χάρη.

Συνώνυμα: μαγκιά, ταρζανιά, καουμποϊλίκι και άλλες εντυπωσιακές λέξεις για κάτι που συχνά είναι πολύ απλό, απλώς βαριόμαστε να το κάνουμε οι ίδιοι και το μεγαλοποιούμε για να κολακέψουμε αυτόν που θέλουμε να μας το κάνει.

  1. - Μπουαχαχαχα! Τι έκανες ρε μαλάκα, είσαι θεός!
    - Τι γελάς ρε μαλάκα, τσακίστηκα! Πονάω ρε μαλάκα, ηλίθιε, μη γελάς γαμώτ' σου λέω!
    - Μαλάκα σόρυ. Χτύπησες ρε φίλε; Για να δω. Σιγά σιγά, ώωωπα... χμφχχχχ... ουαχαχαχαχα! Σόρυ που γελάω, αλλά αν έβλεπες τη ζεϊμπεκιά σου!

  2. Ρε Γιάννη, κάνε μια ζεϊμπεκιά ρε φίλε και πιάσε μου λίγο το νερό από κει.

Ανέβα στο κρεβάτι και ρίξε ζεϊμπεκιά! (από Dirty Talking, 01/06/09)Αμερικάνοι: Ρε Γιωργάκη, κάνε μια ζεϊμπεκιά ρε φίλε, και φτιάξε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις... (από Dirty Talking, 01/06/09)

Τρεκλίσματα: ζεϊμπεκιά, οχτάρια, στρέκλα-δίπλα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία