Τρώω. Κυρίως δε, τρώω μεγάλες ποσότητες ευτελών τροφών μόνο για τη χόρταση ή τη λιγούρα, παραμελώντας πλήρως τις λεπτότερες απολαύσεις του γκουρμέ ουρανίσκου μου. Το αποτέλεσμα είναι μία αίσθηση τσιμέντου στο στομάχι, ότι δηλαδή την έχεις κάνει ταράτσα, την έχεις τυλώσει.

Όποιος έχει ήδη διαβάσει το λήμμα για την άλλη έννοια του ιδίου ρήματος, θα βρει ίσως ενδιαφέρον ότι και σ' αυτήν εδώ την έννοια, συνώνυμο είναι το σαβουρώνω.

-Μαλάκα πείνασα. Πάμε να σαβουρώσουμε τίποτα;
-Φίλε έχω μπαζώσει. Είμαι με τρία πιττόγυρα πριν μια ώρα, δεν κατεβαίνει τίποτα. Πάμε άμα θες, αλλά εγώ θα πάρω καφέ.

Σχετικά: κτηνιάζω, κατεβάζω γατοκέφαλα, σαβουριάζω, φασφουντάς

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τα λεφτά, τα χρήματα, τα φράγκα, ο μπερντές, ο παράς, τα μπικικίνια, το ρευστό, τα τάληρα, το μαλλί, τα μαϊδιά (το τελευταίο είναι δωδεκανησιακό).

Ετυμολογία: γκαφ < γκαφρά < φράγκα.

(Μουσικοί σε ταβέρνα. Έχουν τελειώσει το πρόγραμμά τους.)
- Ε, τι λέτε, καλά μας δεν ήταν; Τιγκανάνθρωποι σιγά σιγά;
- Ποιος θα πάει στον έτσι για τα γκαφ;
- Πας;
- Πάλι εγώ ρε μαλάκα; Πήγαινε εσύ.
- Αφού εσύ είχες πει ότι θα πας.
- Πήγαινε ρε μαλάκα, τι ντρέπεσαι; Ελεημοσύνη θα ζητήσεις; Δουλεμένα τα 'χουμε.
- Ξεκόλλα μαλάκα, πήγαινε πάρ' τα να πάμε σπίτια μας.
(Κ.ο.κ. επί μία ώρα...)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο νεάζων. Ή, ακριβέστερα, ο πραγματικός νέος, αφού δε λέμε για τον προχωρημένης ηλικίας «είναι τζόβενο» αλλά «το παίζει τζόβενο». Άρα το παίζει νέος, άρα «τζόβενο» είναι ο νέος. Είδατε; Αλλά το χρησιμοποιούμε μόνο σε εκφράσεις όπως «το παίζει τζόβενο», «παριστάνει το -», «κάνει το -» κλπ., προκειμένου για άτομα (κυρίως άντρες) που ντύνονται, μιλούν και φέρονται σαν να ήταν νεότεροι απ' ό,τι είναι στην πραγματικότητα, χωρίς όμως να είναι και πολύ πειστικοί στην απάτη τους.

Αρκετά παλιομοδίτικη λέξη, ωστόσο ακούγεται ακόμη αρκετά ως ήπια αργκό. Εκ του ιταλικού gioveno= νέος.

- Ρε μάνα, τι γελοίος είναι αυτός ο θείος ο Κώστας, σόρι κιόλας. Πού θυμήθηκε στα γεράματα να το παίζει τζόβενο, με το βαμμένο μαλλί και τα τάχα μου και μοντέρνα ρούχα...
- Ε όχι και γεράματα! Ο θείος σου ο Κώστας είναι στην ηλικία μου, λίγο μεγαλύτερος.
- Ε αυτό λέω!

βλ. και πουρέιτζερ, ο

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο άξεστος χωριάτης. Περίπου συνώνυμο των μπουρτζόβλαχος και μπαστουνόβλαχος, μόνο που το σκατίβλαχος είναι πιο υποτιμητικό ακόμη, και ενέχει και την έννοια του βρωμιάρη.

Σχόλιο 1: Αυτή η λέξη είναι αρκετά παλιά. Πιθανολογώ ότι είναι παλιότερη από τα σκατίφλωρος και σκατίπουστα, και ότι επομένως έχει αποτελέσει το πρότυπο για το σχηματισμό τους. Σ' εκείνα τα λήμματα, ιδίως στο πρώτο, θα δείτε και τον προβληματισμό περί του ετύμου και της ορθογραφίας τους.

Σχόλιο 2: Τα περί Βλάχων, και πώς η λέξη έφτασε να σημαίνει τον άξεστο, ακαλλιέργητο, χωρίς τρόπους άνθρωπο, είναι σε γενικές γραμμές γνωστά. Ας αναφέρουμε εν περιλήψει ότι είναι μία [φυλή; εθνότητα; ομάδα;] με δύο βασικά κοινωνικά παρακλάδια: τους νομάδες και τους εγκατεστημένους. Οι νομάδες ήταν βοσκοί. Ως μη έχοντες μόνιμη κατοικία, επέσυραν επάνω τους όλα τα στερεότυπα του ανέστιου/φερέοικου, όπως και οι Γύφτοι. Οι εγκατεστημένοι αντιθέτως αποτελούν καύχημα για την Ελλάδα, ήσαν έμποροι με αξιόλογη δράση στην Ελλάδα και τις παροικίες, φορείς επικοινωνίας της τουρκοκρατούμενης χώρας με τον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό, πολλοί (π.χ. Αβέρωφ και Τοσίτσας) υπήρξαν μεγάλοι εθνικοί ευεργέτες, και τα λοιπά.

Όλα αυτά (και πολύ περισσότερα) είναι γνωστά. Εκείνο που δεν ξέρω αν έχει θιγεί πουθενά στη βιβλιογραφία είναι ότι στη διαμόρφωση του στερεοτύπου για τον άξεστο Βλάχο έχει παίξει σημαντικό ρόλο το θέατρο σκιών: ο Μπαρμπαγιώργος (ρουμελιώτης τσέλιγκας, θείος του Καραγκιόζη) είναι η κατεξοχήν καρικατούρα αυτού του τύπου. Παρόλο που ο ίδιος ως χαρακτήρας δεν είναι ακριβώς άξεστος, αλλά μάλλον απλοϊκός και τραχύς -ωστόσο τίμιος, γενναίος και κιμπάρης -, ο πονηρός Καραγκιόζης έτσι τον αντιμετωπίζει.

Σημειωτέον ότι ο Μπαρμπαγιώργος δεν είναι κυριολεκτικά Βλάχος: μιλάει ελληνικά, όχι βλάχικα (που είναι λατινογενής γλώσσα). Βλάχο τον λέει ο Καραγκιόζης. Άρα το στερεότυπο υπήρχε ήδη όταν δημιουργήθηκε αυτός ο χαρακτήρας του θεάτρου σκιών.

Ίσα ρε βλαχατερό που θα μου κάνεις εμένα και μπιπ! Να πας στο χωριό σου να κορνάρεις, άει σιχτίρ να πούμε πια με τους σκατίβλαχους εδώ μέσα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παλιά λέξη για τη σύφιλη. Εκ του male di Francia = αρρώστια της Γαλλίας.

- Έλα Φιφίν, να παίξουμε οι δυο μας την πουτάνα.
- Πάει. Εγώ είμαι ο πελάτης. Κάνε πως με πλησιάζεις.
[...]
- Αν θες, αντρούλη μου, πάμε εκει πέρα στο γιαπί και μου τη χώνεις από πίσω.
- Πολύ μ' αρέσει αυτό.
- Δεν το λένε έτσι. Λένε: «Πρέπει να σου 'χει σαπίσει από τη μαλαφράντζα για να γαμιέσαι από τη χεζότρυπα, έτσι δεν είναι, γκαμήλα;». Κι εγώ σου λέω: «Όχι μωρό μου. Είμαι καθαρή και απολύτως υγιής. Έλα να δεις το ροδοκόκκινο σκιστό μου.»
- Αν μιλάς συνέχεια εσύ, δεν μπορούμε να παίξουμε άλλο!

(Πιερ Λουΐς, «Μικρές ερωτικές σκηνές», μτφρ. Στράτος Κακαδέλης, εκδ. Ερατώ, Αθήνα 2000)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

«Γίνομαι φραπόγαλο»: ταρακουνιέμαι πολύ (από την άτσαλη οδήγηση κάποιου, από το καράβι όταν έχει κύμα, από κενά αέρος κατά την πτήση κλπ.).

Μην το πας από τις λακκούβες ρε Γιάννη, φραπόγαλο γίναμε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τα μεγάλου μεγέθους τσιγαρόχαρτα. Χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για μπάφους, αν και η ελεύθερη κυκλοφορία τους στο εμπόριο μοιάζει να υπονοεί ότι δεκάδες βιομηχανίες πιστεύουν με τα σωστά τους ότι αρκετοί καπνιστές στρίβουν δίμετρα τσιγάρα.

Βλ. και πρεζόχαρτο.

Βγάλ' τα σεντόνια να στρίψουμε ένα μπάφο.

διπλοσεντονο... (από BuBis, 05/05/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σε θέση επιρρηματικού κατηγορουμένου, σημαίνει ολόκληρος, κατευθείαν, όπως είμαι. Παρόμοια σημασία με το ολοσούμπιτος.
Π.χ. μπήκαμε συμπούρμπουλοι = μπήκαμε κατευθείαν, όπως ήμασταν.

Ετυμολογικό σχόλιο: πιθανώς προέρχεται από το συμπούπουλος = «μαζί με τα πούπουλα», «αξεπουπούλιαστος, αμάδητος», που σε φράσεις όπως «ο σκύλος έχαψε το σπουργίτι συμπούπουλο» τείνει να λάβει τη σημασία του «κατευθείαν, χωρίς πολλά-πολλά».

Και όπως ήμασταν στο κέφι και δε γουστάραμε να το διαλύσουμε, φεύγουμε από το μαγαζί και σκάμε εφτά άτομα συμπούρμπουλοι στο σπίτι του Γιάννη, τρεις η ώρα το πρωί. Χαρές που έκανε η μάνα του!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Καθένας από το πλήθος των εξοδούχων του Σαββάτου που συρρέουν παντού προκαλώντας συνωστισμό, κυκλοφοριακό πρόβλημα, εκνευρισμό και ένα σωρό άλλες ενοχλήσεις σ' εμάς τους ωραίους που βγαίνουμε κάθε βράδυ, επειδή μπορούμε, και δε γουστάρουμε ν' αναγνωρίσουμε στους άλλους το δικαίωμα να βγαίνουν έστω μία φορά την εβδομάδα.

Μαλάκα, σόρι για το στήσιμο αλλά έπηξα στην κίνηση. Έχουν γεμίσει οι δρόμοι σαββατόμαγκες κι έκανα εικοσιπέντε λεπτά Σύνταγμα–Ομόνοια.

(από Khan, 21/01/14)

Δες και σαββατοπαρέα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αντιπαθητικός, με μία επιπλέον συναισθηματική έμφαση: σημαίνει όχι μόνο ότι ο άλλος είναι αντιπαθητικός, αλλά και ότι εγώ προσωπικά τα 'χω πάρει με την πάρτη του (με άλλα λόγια, είναι απλώς μια βρισιά που σημαίνει ό,τι οι περισσότερες βρισιές).

Το β' συνθετικό πούστης δεν έχει την κυριολεκτική έννοια της αδερφής, αλλά εκφράζει την οργή και περιφρόνηση του λέγοντος. Ωστόσο, δημιουργεί και συνειρμούς με το μύθο της «κακιάς», δηλ. της αδερφής που είναι κομπλεξικιά και αντιπαθητική επειδή και μόνο είναι αδερφή.

- Τι σπαστικός αυτός ο μπάρμπας στο μαγαζί! «Εγώ» έτσι, «εγώ» αλλιώς, «εσύ δεν ξέρεις», «δεν κατάλαβες», άει σιχτίρ να πούμε!
- Καλά, μη χαλιέσαι. Είναι γνωστός αντιπαθητικόπουστας.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία