Μετάφραση-μεταφορά της αμερικανιάς sandy vagina (βλ. εδώ). Χρησιμοποιείται για να δείξει την ευερέθιστη διάθεση κάποιου που λειτουργεί καταστροφικά για όλη την παρέα. Αυτή του η διάθεση δεν οφείλεται στο ότι είναι γκρινιάρης γενικά σαν άνθρωπος, αλλά μάλλον σε κάποιο άγνωστο σε εμάς και τρομερά ενοχλητικό πρόβλημα που τον ταλαιπωρεί, από το οποίο όμως δεν είναι εύκολο ούτε να ξεφύγει, ούτε να μοιραστεί για να μας δώσει κι εμάς να καταλάβουμε.

Φαντάζομαι πως κάπως έτσι νιώθουν τα κοριτσάκια αν, φευ, τους συμβεί κυριολεκτικά το κακό του λήμματος.

Εντάσσεται σε μια μικρή αλλά συνειδητοποιημένη υποκατηγορία της χρήσης του λήμματος μουνί που δεν αναφέρεται απαραίτητα στην γυναικεία φύση, ούτε στο σεξ αλλά και ούτε σε κάτι απαξιωτικό (βλ. έχει πήξει το μουνί μας, κάηκε το μουνί μας κλπ).

- Άντε ρε μαλάκες. Καθόμαστε δέκα ώρες μέσα! Πάμε μια βόλτα πια!
- Τώρα, δικέ μου, κάνουμε το τσιγαράκι και πάμε για ποτό;
- Τι ποτό και μαλακίες, πάλι τα ίδια;
- Ε, και πού να πάμε; Δεν πάμε στο Γκάζι να βρούμε τους άλλους;
- Το βαρέθηκα και το Γκάζι και τους άλλους. Πάμε κάπου αλλού!
- Πού ρε μεγάλε, μίλα!
- Δεν ξέρω. Αν είναι να τριγυρνάμε πάντως άσκοπα, εγώ δεν πάω πουθενά, να ξέρετε.
- Κολλητέ, βγάλ' την άμμο από το μουνί σου! Ακούς τι λες; Τι έχεις πάθει; Ξεκόλλα!

Vagina aggerata... (από patsis, 11/04/09)(από patsis, 26/05/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η δημιουργία νεόκοπων άκλιτων ουσιαστικών μέσω της άμεσης ουσιαστικοποίησης κάποιου ρήματος. Η «ουσιαστικοποίηση» αυτή γίνεται με την προσθήκη ενός άρθρου μπροστά από το πρώτο ενικό του ρήματος (ενεστώτα κυρίως, αυτού που λειτουργεί περίπου ως απαρέμφατο), με νοηματικό αποτέλεσμα την απόδοση σε κάποιο πρόσωπο της ενέργειας του ρήματος ως ιδιότητας σε ακραίο βαθμό. Αυτός ο ακραίος βαθμός συνήθως εμπεριέχει μια ειρωνεία ως προς το πρόσωπο που αφορά.

Η αμεσότητα της «ουσιαστικοποίησης» αφορά στο ότι το νέο ουσιαστικό δεν αποκτά αυτούσια (και κλινόμενη) μορφή, σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες (π.χ. διώκτης<διώκω) αλλά διατηρεί αυτή του ρήματος, άκλιτη.

Πρόκειται για συχνό φαινόμενο στην καθομιλουμένη λόγω και του εύχρηστου μηχανισμού του, ο οποίος επιτρέπει τη δυναμική δημιουργία και άλλων, μη παγιωμένων ακόμα τέτοιων ουσιαστικών, εν τη ρύμη και προς εξυπηρέτηση του λόγου.

Υφιστάμενα παραδείγματα: ο γαμάω, ο σκοτώνω, ο σκοτώνω και δεν πληρώνω, ο μπορώ, ο γαμάω και δέρνω, ο δεν κόβομαι, ο πεινάω.

Παραπλήσια και μάλλον σπανιότερα φαινόμενα είναι τόσο η ουσιαστικοποίηση επιρρήματος (π.χ. ο μάλλον), όσο και η δημιουργία ουσιαστικού από συγκεκριμένη έκφραση, με τα μέρη του λόγου περίπου να συνενώνονται (π.χ. άκλιτα: ο στ' αρχίδια μου, ή ο σας-γράφω-όλους-στον-κώλο-μου, κλινόμενα: τασπάος, σασείδας). Επίσης παραπλήσιο είναι και το φαινόμενο του «καθώς μπαίνεις», με το οποίο δημιουργείται ουσιαστικό για πράγμα (άψυχο) και όχι για πρόσωπο.

- Πάμε παιδιά ένα ρασάκι να τους πάρουμε!
- Εγώ βαριέμαι, ράσαρε μόνος σου.
- Άντε ρε κότες, όλα μόνος μου θα τα κάνω;
- Αφού είσαι ο ρασάρω και ο ξεσκίζω ρε φιλαράκι, δώσε πόνο...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Υβριστικός χαρακτηρισμός.

Πιθανώς από το α- (στερητικό) και το μάνα. Λέγεται σε μάλλον χοντρά βρισίδια.

  1. Από εδώ:

Αφού πάντα αυτός που έχει το μέσο επικρατεί, τι προσπαθείς να προκαλέσεις τον άλλο πιάνοντας τα άκρα; ο τζόλε κάνει εκέινο, ο τεν κατε είναι άμανος, ο μήτρογλου έχει στραβό καυλί κλπ.

  1. Από εδώ:

- Deixneis pali to epipedo sou k les gia manes klp klp..mallon tsouxtikes apo kati! Dn peirazei,se sumpwnw giati eisai amanos k kompleksikos xD
- koita ta posts sou re kefte kai des pios evrize olh thn wra, egw 3ereis th mama sou thn agapaw thn ektimaw kai panta 8a thn exw ston epilogo mou. <3

  1. Από εδώ:

sks re amane karagkiozi pios nomizeis oti eise p tha ksekiniseis kai thread se auto to forum;ante psofa moggolako

"Ο μαύρος ήλιος", έργο του Kazimir Malevich, το αναλύει η Julia Kristeva στο ομώνυμο βιβλίο της για την μελαγχολία και την κατάθλιψη, με αφορμή την ποίηση του Gérard de Nerval, και σε σχέση με την κατάσταση να είσαι άμανος, όπως ο Γάλλος ποιητής (από Khan, 15/04/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Κλασικότατη παροιμιώδης έκφραση. Ελπίζω να φανώ αντάξιος του εγχειρήματος. Πάμε:

Σημαίνει πως άλλος διαπράττει μια ανομία ή ανευθυνότητα και άλλος τιμωρείται γι’ αυτήν (παράδειγμα 1). Μπορεί, ωστόσο, σε μια νοηματική παραλλαγή, να δηλώνει ότι άλλος έχει επωφεληθεί από ή απολαύσει μία κατάσταση, χωρίς αυτή να είναι παράνομη ή ανήθικη κι άλλος καλείται να καταβάλει το κόστος, χωρίς αυτό να σημαίνει απαραίτητα τιμωρία (παράδειγμα 2).

Σε κάθε περίπτωση, αυτός που εκστομίζει την ατάκα το κάνει με αγανάκτηση κατά του θράσους τού «γαμιά» και, νιώθωντας ο μαλάκας της υπόθεσης, προσπαθεί να δημιουργήσει το ρητορικό υπόβαθρο για να αποτινάξει από πάνω του συνέπειες και ευθύνες που δεν του αναλογούν (για την σχετική ψυχολογία βλ. και το λήμμα «πίσω γορίλα!»).

Όσο για την προέλευση, ας μου επιτραπεί να τολμήσω δύο πολύ λογικές υποθέσεις που εντοπίζονται στην κυριολεκτική σημασία: Αφενός, το ενδεχόμενο κάποιος επισκέπτης σε μπουρδέλο να κληθεί να πληρώσει το σεξ που έκανε άλλος, είτε εντελώς αυθαίρετα και άδικα, είτε γιατί αυτός που γάμησε είναι της παρέας του θύματος και αποδείχτηκε άφραγκος ή την κοπάνησε μες στη σούρα του ή και τα δύο. Αφεδύο, να μιλάμε για τον σύζυγο που, σύμφωνα με τα παλιά στερεότυπα, πληρώνει το κόστος διαβίωσης και καλοπέρασης της γυναίκας του, ενώ αυτή η άκαρδη τον απατά (το άτυπο ανδρικό αντίστοιχο του αλλού τρως, αλλού πίνεις, και αλλού πας και το δίνεις). Διαλέγετε και παίρνετε.

Πρβλ. και τα γαμησιάτικα, με ενδιαφέρουσα εκεί ανάπτυξη και σχολιασμό, τα οποία πιθανώς αποτελούν και την αυτονομημένη συνέχεια της έκφρασης (δηλαδή με την πλήρη μορφή να είναι: άλλος γαμεί κι άλλος πληρώνει τα γαμησιάτικα). Επίσης πρβλ. πληρώνω τη νύφη, εκεί που μας χρωστούσανε μας πήραν και το βόδι, και κερατάς και δαρμένος.

Για λόγους πληρότητας αλλά και για να εντοπίζεται ευκολότερα στην αναζήτηση, καταγράφω και τον ασυναίρετο τύπο: άλλος γαμάει κι άλλος πληρώνει.

  1. - Ποιος ήτανε ρε σειρά και βαράς προσοχές στο τηλέφωνο;
    - Ο υπόδικας... Μάγκες την κάτσαμε! Στάμπαρε με τα κυάλια από το διοικητήριο το σκοπό να έχει πετάξει εξαρτήσεις, κράνος, όπλο, τα πάντα όλα και να καπνίζει. Όλο το φυλάκιο έχουμε μια κατοστάρα φι να τις μοιραστούμε.
    - Ποιος μαλάκας είναι τώρα έξω και μας έκαψε; Παιδιά δεν παίζει, εγώ έχω άδεια μεθαύριο, θα βγω παραπονούμενος. Άλλος γαμεί κι άλλος πληρώνει δηλαδή; Γκατάλαβα!

  2. - Αα - α - ΑΨΟΥ! (πλάτς!)
    - Φύγε ρε πούστη μακριά! Θα μας κολλήσεις τίποτα κι είμαι κι εγχειρισμένος άνθρωπος!
    - Ωχ φίλος, λες να είναι καμιά περίεργη ασθένεια από το ταξίδι;
    - Εσύ τουλάχιστον γύρισες όλη την Αυστραλία, γάμησες και δυο μουνιά παραπάνω, είδες καγκουρώ, ντίγκο, μαλακίες, ευτυχισμένος θα πας. Εγώ τι φταίω ν’ αρρωστήσω; Άλλος γαμεί κι άλλος πληρώνει;

  3. Από εδώ:
    «Αλλα νομιζω,οτι δεν πρεπει να κανουμε γενικευσεις,γιατι εγω πχ,ουτε μαιμου πτυχιο πηρα,ουτε εκαψα κανα δασος,ουτε καταπατησα κανα οικοπεδο,αρα,γιατι να πληρωσω και εγω ;
    Και σαν κι εμενα,υπαρχουν χιλιαδες αλλοι.
    Δηλαδή, άλλος γαμεί, κι άλλος πληρώνει;»

Σ.ς.: Αν, σύμφωνα με τα συμφραζόμενα, τιμωρείται μεν δικαίως και ο φταίχτης αλλά αδίκως και ο αθώος, η χρήση της έκφρασης γίνεται καταχρηστικά, αντί της πιο ταιριαστής «μαζί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά». Αν ο ομιλητής πιστεύει ότι η τιμωρία των πρώτων είναι αμελητέα γι’ αυτούς, η έκφραση χρησιμοποιείται με την επικρατούσα σημασία της.

  1. Κυνικός αστεϊσμός με την κυριολεκτική σημασία της έκφρασης από εδώ:
    «Το παιδί έρχεται να ολοκληρώσει τη γυναίκα και να πλουτίσει τον ψυχικό της κόσμο –εις βάρος του αφεντικού της: άλλος γαμάει κι άλλος πληρώνει

  2. Πιο συμπαθητικός προβληματισμός άντρα από εδώ:
    «[...] και της άλλης της βγαίνουν τα μάτια έξω στον τοκετό. Μπαϊλντίζει 9 μήνες, της φεύγει η μαγκιά, την τρώει η κλεισούρα και εμείς [σ.σ. εννοεί οι άντρες] μιλάμε κι όλα!

Με λίγα λόγια άλλος γαμάει, και άλλος πληρώνει...»

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ήδη λεξικογραφημένη, παλαιά έκφραση της αργκό που σημαίνει:

  1. Ταλαιπωρώ, βασανίζω, εξουθενώνω κάποιον (από εδώ).

  2. Καταφέρω ισχυρό πλήγμα, κυριολεκτικά ή μεταφορικά.

  3. Επιφέρω καταστροφή, αναταραχή, σύγχυση, βλ. και την μη υβριστική χρήση της έκφρασης «τα γάμησ' τη μάνα» αλλά και την έκφραση «πουτάνα όλα».

  4. Κάνω μία ενέργεια σε υπερθετικό βαθμό, βλ. την σλανγκική χρήση του ρ. «ξεσκίζω» (π.χ. ξεσκί και του μουνιού το ξέσκισμα), την έκφραση «του δίνω και καταλαβαίνει» αλλά και το λήμμα «-άς, -άς; -ούλα / -αζώτα!». Σημειωτέον ότι τα συμφραζόμενα μπορούν φυσικά να μην σχετίζονται διόλου με το σεξ.

  5. Αλλάζω την εμφάνιση κάποιου προσώπου ή αντικειμένου σε βαθμό που αυτό γίνεται αγνώριστο.

Πιθανές, μη διασταυρωμένες, προελεύσεις της έκφρασης:

α. Από την εποχή που τα πρώτα φανάρια πετρελαίου των δρόμων των μεγάλων πόλεων αντικαθίστανται με φανάρια ασετυλίνης. Επρόκειτο για μεγάλη αλλαγή καθώς η ασετυλίνη (ή αιθίνιο ή ακετυλένιο) καιόμενη παράγει ιδιαίτερα λαμπρό φως (βλ. εδώ και εδώ). Η έκφραση κάλλιστα θα μπορούσε να γεννήθηκε και την εποχή της μετάβασης από την ασετυλίνη στα ηλεκτρικά φανάρια. Σε κάθε περίπτωση, το νυχτερινό θέαμα μιας γειτονιάς ή ενός κτιρίου οπωσδήποτε αλλάζει άρδην, οδηγώντας έτσι, με σλανγκομηχανική, στην εξεταζόμενη έκφραση.

β. Από εδώ: «Οι Βυζαντινοί πολλούς εγκληματίες τους τιμωρούσαν κρεμώντας τους στις ακτές της θάλασσας αφού τους άλειβαν με πίσσα, τους έβαζαν φωτιά στα πόδια και τους άφηναν να καίγονται σαν λαμπάδες. Φαίνεται, μάλιστα, πως οι δολοφόνοι ήταν πολλοί την εποχή εκείνη, αφού για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα φώτιζαν τον Κεράτιο κόλπο. Αργότερα, όμως, τους αντικατέστησαν με αληθινούς πυρσούς. Αυτοί, ωστόσο, που ήθελαν να καίγονται οι εγκληματίες, έλεγαν δυσαρεστημένοι: Μας άλλαξαν τα φώτα.»
Άποψη: Γραμματικά και εννοιολογικά μάλλον χλωμή αυτή η ερμηνεία.

Η σλανγκική αξία της έκφρασης υπάρχει μεν, είναι όμως ομολογουμένως πια μικρή, εξαιτίας ίσως της ίδιας της επιτυχίας και της αποδοχής της. Είναι, γενικώς, πολιτικά ορθή για πάρα πολλούς ανθρώπους και περιστάσεις στον προφορικό λόγο (λιγότερο στον γραπτό), έχοντας απωλέσει την αρχική της μαλλιαρότητα.

  1. - Μάνα δεν σε βλέπω καλά, τι έγινε;
    - Ο γιος σου σήμερα μου άλλαξε τα φώτα. Ούτε να φάει, ούτε να κοιμηθεί, ούτε να καθίσει φρόνιμος να πάμε μια βόλτα, τίποτα.
    - Ρε Γιωργάκη, έτσι είπαμε τη γιαγιά;
    - Θέλω πατατούλες...

2α.
- Ωχ μωράκι μου, σε χτύπησα;
- Μου άλλαξες τα φώτα ρε Δέσποινα, πρόσεχε λίγο όταν ανοίγεις τις πόρτες...
- Σμουτς, μουτς, συγγνώμη αγαπουλίνι μου...

2β.
- Σειρούλα πολύ ντάουν είσαι. Τι έγινε;
- Μου άλλαξε τα φώτα ο δίκας, μού 'κοψε την άδεια και χάνω την συναυλία που περίμενα πώς και πώς. Σιχτίρ πια!

  1. Μπήκες στην κουβέντα ρε βάρβαρε και της άλλαξες τα φώτα. Καλοί μαλάκες κι εμείς βέβαια. Ούτε κατάλαβα πάντως πώς φτάσαμε από τα εισιτήρια του μετρό στον Χίτλερ. (άσχετο: βλ. εδώ και εδώ).

  2. - Σας αφήνω για τρία λεπτά και χάνουμε με δεκαπέντε; Πώς έγινε αυτό;
    - Έκανε δυο αλλαγές και μας άλλαξαν τα φώτα στα τρίποντα οι κωλόφαρδοι.

  3. - Τελικά το έκανες το μέηκ όβερ που έλεγες στο σπίτι;
    - Ξεπατώθηκα αλλά τελείωσα. Καινούρια κουζίνα, καινούριο μπάνιο, έριξα έναν τοίχο και άλλαξα έπιπλα στο σαλόνι. Τι να λέμε, του άλλαξα τα φώτα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κοριτσίστικη ή παιδική έκφραση, ισοδύναμη τής «αλλάζω τα φώτα (κάποιου/κάποιας)». Παράλληλα με τις έννοιες που εκεί αναλύονται, εκφράζει μια οργή ή απειλή απέναντι στον συνομιλητή μας. Ίσως η αρχική έκφραση είναι πολύ χάρντκορ για τις πιανίστριες.

Αυθεντικά ακουσμένη σλανγκιά που έπρεπε να καταγραφεί, sad but true.

  1. - Μαμάαα, ο Νίκος πάλι κατεβάζει ταινίες από το ίντερνετ!
    - Ρε μικρέ ρουφιάνε θα σε σκίσω, θα σου γ...
    - Νίκοοοο!
    - Θα σου αλλάξω τα λάδια ρε αμα σε πιάσω!

  2. - Τους έχω πει χιλιάδες φορές να μη μου τα στέλνουν χύμα αλλά με επιστολή! Νισάφι πια!
    - Άσ' τους ρε Ελένη, ξεκόλλα.
    - Θα σου πω εγώ, αν μου ξαναστείλουν έτσι έγγραφα θα τους τηλεφωνήσω και θα τους αλλάξω τα πετρέλαια!

(από Galadriel, 09/09/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ασκώ ακτιβισμό, οργανώνω ή συμμετέχω σε δράσεις που προωθούν πολιτικούς, ιδεολογικούς, κοινωνικούς κλπ σκοπούς, κατά κανόνα χωρίς να έχω θέση εξουσίας, αλλά σαν ενεργός πολίτης.

Από εδώ:
Μέλος της Ένωσης Πεζών και ιδρυτικό μέλος της μικρής μουρλής αδελφής της, της Ομάδας Πάνθηρες των Δρόμων (Streetpanthers) παρέα με τον Γρηγόρη Μαυράκη και άλλους αυτού του είδους να ακτιβίζουμε ασυστόλως είτε κολλώντας αυτοκόλλητα στους αγενείς οδηγούς συμπολίτες μας είτε κάνοντας γαϊδουροβόλτες στην πόλη. Μικρές, πολύτιμες πλουραλιστικές συλλογικότητες, ανάσες ζωής.

Ανάλογα με τη στάση του ομιλητή, μπορεί να λέγεται είτε θετικά/άχρωμα, είτε με μια υφέρπουσα αποδοκιμασία για κάτι που εκλαμβάνεται ως επιφανειακή, ανέξοδη και αυτάρεσκη επίδειξη ηθικού κεφαλαίου από τους ακτιβιστές.

Από εδώ:
Βέβαια αρκετοί μπορεί να θεωρούν τη συμπεριφορά του ΧΑ τη περίοδο 1999-2002 αναγκαία και ικανή συνθήκη ενός χρηματιστηρίου...Απλά εγώ διαφωνώ και ακτιβίζω περί του αντιθέτου...

Από εδώ:
Οι συνήθεις αργόσχολοι, που όταν δεν τιτιβίζουν... ακτιβίζουν, γιορτάζουν τη "Δευτέρα του τσαγκάρη" σταματώντας τις δουλειές άλλων εργαζομένων, έτσι για να έχουν να λένε, ότι κάτι κάνουν ως "οικολόγοι" με... βαθύτατες περιβαλλοντικές ανησυχίες!

Από εδώ:
Με το μποϊκοτάζ της φράουλας ακτιβίζουμε και δεν αντιμετωπίζουμε ούτε καν ακροθιγώς. Αποσπασματικές και τάχα συμβολικές κινήσεις είναι πολύ εύκολο να αντιμετωπιστούν από τους εκμεταλλευτές των ανθρώπινων ζωών και των αναγκών των ανθρώπων για σίτιση.

Παρεμπιπτόντως, αξιολογικά αρνητική αλλά σε ελαφρώς διαφορετική κατεύθυνση, είναι μια από τις δύο σημασίες της λέξης ακτιβισμός σύμφωνα το λεξικό Τριανταφυλλίδη:

ακτιβισμός ο [aktivizmós] : α. [...] β. Ως χαρακτηρισμός κάθε πολιτικής συμπεριφοράς που δίνει υπέρμετρη σημασία στη δράση και μειώνει τη σημασία της θεωρητικής θεμελίωσης κάθε δραστηριότητας: Κατηγορεί την ηγεσία του κόμματός του για ακτιβισμό.

Λεξικό Τριανταφυλλίδη

Τέλος, ακτιβίζω μπορεί να σημαίνει προωθώ μια δική μου, καινοφανή πρόταση σε ένα υπάρχον πρόβλημα, ιδίως διανοητικής φύσης (γλωσσολογικό όπως στο παράδειγμα, ίσως και νομικό).

Από εδώ:
Το θεωρούταν ξενίζει και το θεωρούνταν, που το δέχονται αρκετοί, είναι, πώς να το κάνουμε, πληθυντικός (για όσους δεν έχουν στη μητρική τους διάλεκτο καταργήσει αυτή τη διάκριση). Το (ε)θεωρείτο δεν είναι ομαλό. Οπότε, ακτιβίζοντας, βάζουμε το θεωριόταν -αφού η δημοτική έχει μπολιαστεί και καλώς με στοιχεία λογιότερα, το μπόλιασμα είναι αμφίδρομο. Πράγματι, ακτιβίζω, αλλά έχω και τόσα «αρνείτο» να πατσίσω.

"Οτινάναι: Ρεπόρτερ Πασσάς: Vegans VS Burger". Στο 2:09.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Σαρκαστική έκφραση-πείραγμα είτε σε φαντάρο, είτε σε κάποιον που ετοιμάζεται να παρουσιαστεί, από κάποιον παλαίουρα ή, κυρίως, πολίτη που έχει ξεμπερδέψει από καιρό με το στρατό. Αναφέρεται στην σειρά του στρατιώτη-ψάρι (με την ανεπίσημη αρίθμηση) η οποία βαίνει συνεχώς αυξανόμενη και θυμίζει κάτι από πληθωρισμό.

Ο απλός διάλογος-παγίδα ακολουθεί στο παράδειγμα.

– Πότε μπαίνεις ρε κολλητέ;
– Την Πέμπτη...
– Καλά μη τρελαίνεσαι, κολλέγιο είναι τώρα ο στρατός! Όχι σαν τα δικά μας...
– Ναι ρε φίλε, αλλά Αυλώνα; Έχω ακούσει ιστορίες γι' αρκούδες γι' αυτό το κέντρο!
Ράδιο αρβύλα, μην δίνεις βάση. Αλήθεια, τι σειρά είσαι;
– 309, γιατί;
– Ακρίβυνε το ψάρι...
Άι γαμήσου ρε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εκτίθεμαι με αυτά που λέω. Αυτά που λέω καταγράφονται και θα μου τριφτούν στα μούτρα όταν αποδειχθώ λάθος ή ανακόλουθος. Το ότι ακούγομαι είναι δεδομένο, το σκώμμα έγκειται στο ότι θα έπρεπε να μην μιλάω, να τα κρατώ για τον εαυτό μου.

Λέγεται και στον αόριστο.

Διάλογος οπαδών, αντιγραφή από μνήμης:

- Ο Άρης φέτος θα είναι στην πρώτη τετράδα.
- Πού θα είναι;
- Στην πρώτη τετράδα.
- Ακούστηκες.
- Γιατί ρε φίλε, δεν έχει ομάδα;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ακόμα + ρήμα στον ενεστώτα

Έκφραση για να δηλώσουμε, μέσω ειρωνείας, παράπονο ή και κριτική για την αθέτηση μιας υπόσχεσης ή μιας παροχής που μας οφειλόταν. Πολύ συχνά πρόκειται για υποσχέσεις για τις οποίες μας είχαν διαβεβαιώσει ξανά και ξανά ότι θα τηρηθούν, πριν τελικά το πάρουμε απόφαση ότι αυτό δεν θα γίνει.

Πιθανολογώ ότι από εκεί βγήκε και η έκφραση: ο υποσχεσάκιας επαναλαμβάνει «έρχομαι, έρχομαι», υποτίθεται σήμερα το απόγευμα, αύριο πρωί-πρωί, μες στο σουκού, από Δευτέρα κλπ, ώστε κάθε δεδομένη χρονική στιγμή μπορείς να πεις ότι «ακόμα έρχεται».

Βλ. και ο Χ για Υ πήγε και Υ έγινε. Επίσης βλ. και ποιον πρέπει να γαμήσω, στο Βιλαμπάχο ακόμα τρίβουν.

  1. Από εδώ:

εμείς κάναμε ΤΡΕΙΣ μήνες να πάρουμε το καροτσάκι, το καθισματάκι ακόμα ερχεται, τους το άφησα και εγώ αμανάτι και το παρήγγειλα από το νετ και ευτυχώς το έχω

  1. Από εδώ:

- Έχω δοκιμάσει να αλλάξω μπαταρία και να κάνω αυτό με τι μίζα και τα 10 δευτερόλεπτα αλλά τίποτα.
- Εγώ ξέρω τι πρέπει να κάνεις,αλλά δεν σου λέω,γιατί ακόμα έρχεσαι να μου φτιάξεις το κομπιούτερ.

  1. Από εδώ:

οι μόνες φιγούρες που μου έμειναν. μάλιστα τον he-man τον αγόρασα από παλιό κατάστημα μεταχειρισμένο πριν ένα μήνα. ο ξάδερφος μου ο χρήστος δανείστηκε παλιά το δίδυμο της φωτογραφίας και ακομα μου τα επιστρέφει!!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία