Η κωλοτούμπα, η εκδήλωση ασυνέπειας, η αλλαγή στάσης λόγω έλλειψης σοβαρότητας λόγω ηθικής αδυναμίας, διαφθοράς κλπ. Και αυτός που πράττει τα παραπάνω, ο κωλοτούμπας δηλαδή.

Ο Μιτσούο Τσουκαχάρα (Mitsuo Tsukahara, 1947-) είναι ένας Ιάπωνας αστέρας της ενόργανης γυμναστικής. Του αποδίδεται, σύμφωνα με την Wikipedia, η εισαγωγή και καθιέρωση δύο ασκήσεων που φέρουν πια το όνομά του. Οι περιστροφές του σώματος που περιλαμβάνουν αυτές χρησιμοποιούνται για να τονίσουν καθ' υπερβολή το εντυπωσιακό μέγεθος της ιδεολογικής ή πολιτικής μεταστροφής.

  1. Από εδώ:

τσουκαχαρα απο ΚΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ: θα ψηφισουν τελικα την προκαραρκτικη εξεταση.

  1. Από εδώ:

Κανει τουμπα και βγαινει στη Βουκουρεστιου να εισπραξει ΦΑΠΕΣ !
Βγαινει τωρα και λεει για ΑΠΕΙΛΕΣ !! χαχαχαχα Αυριο τον βλεπω να βγαινει σαν τον Ντομινικ… «μου την επεσε τραβε προβοκατωρας για να με χωρισει»… Τριπλο τσουκαχαρα και το ΠΑΣΟΚ στο κλαρι…

  1. Από εδώ:

Σορυ για το οφ τοπικ, αλλα ο Μελαγιες φετος ηταν ο μοναδικος που επεσε μεσα στο θεμα Σπανουλη. Οταν οι αλλοι εκαναν τον Τσουκαχαρα, εκεινος επεμενε οτι ηταν τελειωμενη υποθεση ο ερχομος του στον Ολυμπιακο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Ασαφής μειωτικός χαρακτηρισμός για άνθρωπο, ωστόσο ήπιος. Χαρακτηρίζει άτομα «ακίνδυνα», γατάκια. Λέγεται από νεότερους.

Chipicao είναι ένα κρουασάν της Chipita που απευθύνεται σε παιδιά και εφήβους. Στη συσκευασία περιέχει μικροδώρα όπως συλλεκτικές κάρτες, αυτοκόλλητα κλπ σχετικά με παιδικά προγράμματα (Τρανσφόρμερς, Ναρούτο), εξ ου και το κόλλημα των μικρών και η επιβίωση της λέξης.

  1. Από εδώ. Κυριολεκτικό:

το τσιπικάο που είχαμε εμείς ήταν σάμαν κίνγκ, όχι ναρούτο

  1. Από εδώ:

- κοιταξε οταν σου βρισκουν αποτυπωματα και αλλα διαφορα και το αρνεισαι ε μονο εσυ ο ιδιος το πιστευεις.
- poianoy vrhkan apotypwmata poy re tsipikao;
Aafoy hdh exeis pei oti hsoyna mikros kai den thymasai

(από patsis, 07/08/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Τσικό, στην καθιερωμένη σημασία της λέξης, είναι το παιδικό τμήμα μας ποδοσφαιρικής ομάδας (βλ. εδώ τον ορισμό του Τριανταφυλλίδη).

Στην έκφραση «παίζω με τα τσικό» αποκτά μεταφορικώς μια υποτιμητική σημασία. Σημαίνει δραστηριοποιούμαι σε περιβάλλον χαμηλών προσδοκιών, ασήμαντου ανταγωνισμού, που δεν μου αρμόζει, που δεν προάγει την προκοπή μου. Ένα περιβάλλον που με κάνει να μένω στάσιμος, αν όχι να χειροτερεύω με την πάροδο του χρόνου.

- Άντε ρε, δεν θα κάνεις την πρακτική σου στην Θεσσαλονίκη;
- Φίλος, καλή-χρυσή η Θεσσαλονίκη αλλά για την διαφήμιση τι να την κάνω; Με τα τσικό θα παίζουμε τώρα; Θα κατέβω Αθήνα, ν' αρχίζω να μπαίνω στα κόλπα, ξέρεις, εκδοτικά συγκροτήματα, τηλεόραση κι έτσι.
- Έλα κι εσύ να γίνουμε πολλές...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η πινακίδα κυκλοφορίας του αυτοκινήτου ή της μοτοσυκλέτας.

- Δεν οδηγούσα εκείνη τη στιγμή ρε συ, ήμουνα παρκαρισμένος και έβαζα τα εργαλεία στο πορτ-μπαγκάζ.
- Και απ' όλον τον κόσμο εσένα διάλεξε για εξακρίβωση;
- Αυτός μάλλον είδε απ' τα σακβουαγιάζ να εξέχουν σωλήνες και λοστάρια, είδε που δεν είχα τσίγκο στ' αμάξι, σου λέει τι είναι αυτός. Μετά έμαθα ότι από πάνω είχε το πολιτικό γραφείο ένας υπουργός, έδεσε το γλυκό, τρομοκράτης ο κύριος!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Ο παίκτης κάποιου ηλεκτρονικού παιχνιδιού που χρησιμοποιεί συστηματικά τσητς (αγγλ. cheats).

Συνήθως απαξιωτικός χαρακτηρισμός, ιδίως όταν γίνεται σε διαδικτυακά παιχνίδια, σπάζοντας τα νεύρα των νομοταγών και κιμπάρηδων παικτών.

- Αν δεν κάνουν update στο νετκαφέ δεν ξαναπατάω, να ξέρεις.
- Γιατί ρε, τι έγινε;
- Έχουν πλακώσει τσητεράδες και τα παιχνίδια είναι GTP. Άσε που πειράζουν τα σκορ. Εγώ να γαμιέμαι να πάρω μια καλή θέση στον σέρβερ κι αυτοί να με πετάνε σε μια νύχτα τριάντα θέσεις κάτω από το υπόγειο;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αρχική σημασία: Εκ του τουρκικού çapraz που σημαίνει σταυρός, σταυρωτός, σταυρωτά, αλλά και γυρτά, έως και (συνεκδοχικά) ανάποδα.

Παράγωγα: τσαπράζωμα, τσαπράζης.

Τρέχουσες σημασίες (ακουσμένες στην κεντροδυτική Μακεδονία):

  1. Το γυναικείο κόσμημα που φοριέται στον λαιμό, και ιδιαίτερα αυτό με το κοντό περιλαίμιο (βλ. μαύρη ζώνη στο τσιμπούκι κι ένα νταν).

  2. Το περιλαίμιο του σκύλου. Εξ αυτού και το τσαπράζωμα, το ζέψιμο δηλαδή του σκύλου.

Το τσαπράζωμα χρησιμοποιείται μεταφορικά και για να πούμε ότι περάσαμε σε κάποιον κολάρο, τον ελέγχουμε ή, αν πρόκειται για γυναίκα-σκυλί, για έμπειρη παρθένα, για δαγκανόμουνο, για να δηλώσουμε περιπαικτικά, ως προτροπή, ότι δαγκώνει και πρέπει να τεθεί υπό έλεγχο.

Τσαπράζης είναι ο ανάποδος άνθρωπος, ο σπασαρχίδας, ο ενοχλητικός.

Για ιδιαίτερες σημασίες στην Αγιάσο Λέσβου, δείτε εδώ.

  1. - Για δε ρε, για δε... Άτσα η Βασούλα! Μούνεψε και μου βγήκε με τα μίνια έξω;
    - Έχει όμως πολλά να μάθει ακόμα... Το τσαπράζ στο λαιμό που είναι σαν πόμολο δεν το βλέπεις;

  2. - Τι ακούγεται ρε Λιάνα, πού είσαι;
    - Έξω μωρό, στο πάρκο στα Εξάρχεια που σου έλεγα. Είμαστε μεγάλη παρέα, παίζει μια μπάντα και πίνουμε μπύρες στα παγκάκια. Φρηστάιλ φάση.
    - Καλά εσύ δεν θα έμενες μέσα για να διαβάσεις;
    - Εντάξει ρε μωρό, ήρθαν και με πήρανε, να μη βγω κι εγώ;
    - Ήρθαν και σε πήρανε; Ε ρε τσαπράζωμα που σου χρειάζεται.
    - Τι είναι αυτό μακεδονίτικο;
    - Δεν θα κατέβω; Θα σε πω εγώ...

  3. - Σιγά με τα ροδάκινα! ΣΙΓΑ! Τα καφάσια! ΤΑ ΚΑΦΑΣΙΑ! Πάρ' τα πόδια σου!
    - Τώρα ρε αφεντικό με συγχωρείς, έτσι θα πάμε; Τέσσερα καλοκαίρια μαζεύω στα δέντρα σου, κάθε χρονιά τα ίδια;
    - Ναι ρε! Εσύ θα πας να τα παραδώσεις; Εγώ θα πάω! Δέκα χτυπημένα να δουν, μου ρίχνουν την τιμή, για πέταμα τά 'χω;
    - Πολύ τσαπράζης είσαι ρε μάστορα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συνώνυμο του τσαμπουκά, και με τις δυο χρήσεις (δες τον ορισμό). Φοριέται πολύ σε οπαδικά περιβάλλοντα.

Ο άνθρωπος που τσαμπουκαλεύεται, που ρέπει στους καυγάδες ή, διαφορετικά, αυτός που χρησιμοποιεί την διπλωματία του καουμπόυ, ξεκινάμε με ντου κι άμα μας βγει, μας βγήκε. Με πιο θετική αξιολόγηση, αυτός που δεν κωλώνει να διεκδικήσει κάτι απέναντι στον οποιονδήποτε κι ας είναι ισχυρότερος, με δυναμισμό, με τσαγανό, με ψυχή που του βγαίνει εκεί που πρέπει, το μαγκάκι, το παλικαράκι το σωστό, μ' αρχίδια (κι ας μιλάμε για γκόμενα).

Τσαμπούκια είναι και οι καταστάσεις με τσαμπουκάδες, με επιθετική αντιπαράθεση, με ανταλλαγές απειλών χρήσης βίας ή βία.

Ούτε σαμπούκα, ούτε τσιμπούκι, μη μπερδεύεσαι.

  1. Από εδώ:

Στη δική μας ομάδα αντίστοιχα, άμπαλος αμπλαούμπλας που επέζησε χρόνια, κυρίως γιατί έγλυφε Σώκρατες και Διοίκηση και πουλούσε Γαυροφροσύνη στην Έξέδρα ήταν ο Αμανατίδης. Αλλά αυτόν δεν θα τον μπουκέτωνα όχι μόνο γιατί προσπάθησε με τις φτωχές του δυνατότητες να ανταπεξέλθει όπως-όπως στα αγωνιστικά του καθήκοντα, αλλά και γιατί δεν το έπαιξε γατόνι και τσαμπούκι στους φιλάθλους όπως ο Γκούμας.

  1. Από εδώ:

Οι πρόεδροι «τσαμπούκια» απολύουν προπονητές με το έτσι θέλω και τα αποτελέσματα τα βρίσκουν μπροστά τους.

  1. Από εδώ:

Ότι και καλά από τη γυναίκα έχουν προέλθει όλα τα άσχημα, από την Εύα και μετά. Τσαμπούκι μεγάλο όμως η Κας, βασιλιάς-ξεβασιλιάς, σιγά μην κώλωνε, σκέφτεται «τι λες ρε μάστορα» και του πετάει «και εκ γυναικός τα κρείττω», δηλαδή «από τη γυναίκα έχουν προέλθει και όλα τα καλά» όπερ εστί μεθερμηνευόμενον «αν δεν υπήρχε η Παναγία, ρε κακομοίρη, πώς θα ερχόταν στον κόσμο ο Χριστός, θα φύτρωνε;»

  1. Από εδώ:

δεν αφηνεις τις προβλεψεις και να ερθεις;
αντε ξεκουνααααα,καφεδακι θα πιουμε ,να γνωριστουμε,να μιλησουμε... απλα ομορφα και ησυχα,χωρις αγριαδες και τσαμπούκια
ασπρο μπλουζακι φορα μονο

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Φωτεινή επιγραφή με κυλιόμενο κείμενο, διαφημιστική, ενημερωτική κλπ.

Το τρεχαντήρι κυριολεκτικά είναι μικρό ιστιοφόρο, γρήγορο και πολύ σταθερό, που το χρησιμοποιούν σήμερα κυρίως ως αλιευτικό.

  1. Από εδώ:

ΤΡΥΚ ΦΩΤΕΙΝΩΝ ΕΠΙΓΡΑΦΩΝ [...] Τρικάναλο τρεχαντήρι (φούξ).

  1. Από εδώ:

Εδω βλέπετε μιά πλακέτα απ’ τις πρώτες μου:
[...] Είναι μηχανισμός για φωτεινή επιγραφή με κυλιόμενο μήνυμα (“τρεχαντήρι”).

(από patsis, 16/06/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Συνώνυμο του τρελέα, ο συμπαθητικός και μάλλον άκακος «τρελός», αυτός που κάνει παλαβομάρες χωρίς βασικά να πειράζει κανέναν, ο παλαβιάρης. Ακούγεται και πιο απλά, σαν φιλική προσφώνηση, χωρίς να εννοείται καμιά ιδιαίτερη τρέλα δηλαδή.

Γράφεται και «τρελλιάρης».

  1. Από εδώ:

Τρελιάρης χορευτής τα «σπάει» σε Μαρινέλλα – Θεοδωρίδου

  1. Από εδώ:

Καλά χιλιόμετρα τρελλιάρη ! Περιμένουμε τις απολαυστικές ανταποκρίσεις σου !!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο τρελιάρης, ο όμορφα και άκακα «τρελός». Έκφραση συμπάθειας, θετική και χαϊδευτική.

  1. Από εδώ:

Ρε δεν τον εξυμνεί κανένας.Απλά είναι τρελέας ο τύπος και έχει απίστευτο γέλιο.Δεν πα να ψοφήσει.Τι με νοιάζει;Απλά είναι από αυτούς τους τύπους που μόνο και μόνο που βλέπεις τη φάτσα του και τον τρόπο που μιλάει γελάς.

  1. Από εδώ:

Τέλος πάντων νομίζω πως βοήθησες αρκετά,αλλά ας ακούσουμε και καμιά άλλη γνώμη. Πάντως ευχαριστώ ρε τρελέα...Ήσουν και σύντομος πανάθεμα σε :P

  1. Από εδώ:

Αρε Σάββα τρελέα. ΓΙΑΒΡΟΥΜ τι έδωσες πάλι στο λαό! Περιμένα και ένα μινι-στορυ HeavyRain αλλά δεν με χάλασε το ταξίδι σου

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε