Βάζω δάχτυλα ή άλλα πράγματα στον κώλο μου.

Ρε φίλε, έχω βαρεθεί να παίζω το πουλί μου. Γάμησέ με να πούμε... πω πω... Τον τελευταίο καιρό παίζω τον κώλο μου και την έχω καταβρεί.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Φράση που χρησιμοποιείται κυρίως από ομοφυλόφιλους άνδρες, προκειμένου να προσεγγίσουν άγνωστους, με πρόστυχο αλλά συνάμα συγκαλυμμένο τρόπο.

«Γεια σου. Σε κοιτάζω εδώ και πολύ ώρα. Θέλεις να πάμε στην τουαλέτα να σου παίξω μια μαλακία με τον κώλο μου;»

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Παρέα από άτομα που κλάνουν συχνά.

  2. Παρέα από άτομα που βρωμάνε.

  3. Ομάδα αντιπαθητικών ατόμων.

Έσκασε μύτη στην πενταήμερη το πορδοκλιμάκιο του σχολείου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γκόμενα κατωτάτου κοινωνικού επιπέδου, που τείνει να πετάει όλο μαλακίες.

«Μόνο για να λες μαλακίες το ανοίγεις μωρή σφεντόνα

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

H γκόμενα που έχει πολύ καλές επιδόσεις στο τσιμπούκι. Προέρχεται συνειρμικά από τη λέξη «οδοστρωτήρας».

«Μαλάκα, μου πήρε μία πίπα άλλο πράγμα, σωστός τσιμπουκωτήρας

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Μουνί που τρικλίζει.

  2. Η γκόμενα που παραπονιέται, που κλαίγεται.

«Είχαμε βγει με τον Αντώνη και την γκόμενά του, η οποία όλο κλαιγότανε. Μου έσπασε τα νεύρα το τρικλομούνι.»

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Yπερβολικά κουρασμένος, λιωμένος από αλκοόλ ή ναρκωτικά.

«Mαλάκες είμαι χέσμα, δε θα βγω σήμερα»

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία