Μην μπερδεύεστε. Το λήμμα δεν αποτελεί ούτε προσταγή, ούτε προτροπή. Είναι επιθετικός προσδιορισμός που χαρακτηρίζει περιφραστικά μια γυναίκα θελκτική, παθιάρα, με ωραίες αναλογίες και καμπύλες, με σαγηνευτικό ντύσιμο και βλέμμα, έναν κόμματο, μια μουνάρα, μια θεογκόμενα και πάει λέγοντας.

Ο αφηγητής στην αντροπαρέα: -Κι εκεί που καθόμαστε στο καφέ, σκάει η Σούλα μαζί με την ξαδέλφη της απ το χωριό, που ήρθε να την δει στην Αθήνα. Μια γκόμενα, μα τι γκόμενα ?! :"μαζευτείτε να την παίξουμε".

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Σημαίνει και κύκλος. Είναι το ντέφι, μουσικό όργανο (στα Περσικά dayereh). Αποτελείται από τσιτωμένη μεμβράνη δέρματος πάνω σε ξύλινο στεφάνι με κύμβαλα (η χωρίς).

"βάρα νταγερέ":το γνωστό τραγούδι του Απόστολου Καλδάρα σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου με την Χάρις Αλεξίου-Γιώργο Νταλάρα απο το άλμπουμ Βυζαντινός Εσπερινός.νταγιερέ

βάρα νταγερέ νταγερέ

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Απαξιωτικός η πειρακτικός χαρακτηρισμός για κάποιον, όπως είναι και ο φιρφιρής, ο τσιχλιμπίχλης, ο μαγλύφας, ο χλεχλές, ο μαλάκας, ο μαχλέπας, ο μαχλέμπουρας, ο γιαγλής κλπ.

Λέγεται και χεργκελές ή χεργελές.

Από το τούρκικο hergele, που σημαίνει ενοχλητικός, αντιπαθητικός, ανεπιθύμητος.

- Άντε να μου χαθείς βρε παλιοχερχελέ.

(από Khan, 30/04/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η έκφραση σκιαγραφεί μια γενικότερη κατάσταση που χαρακτηρίζεται από χάρβαλο, πουστιά, ευγενική κοροϊδία κλπ, σε bizzare βαθμό.

(Σημείωση: προσοχή στον σωστό τονισμό στην παραλήγουσα της πρώτης λέξης, κατά την αναφώνηση της έκφρασης.)

- Πω πω φίλε μου, τι σκατό εξήγηση ήταν αυτή που μας έκανε ο τύπος.
- Άσε δικέ μου, θρασυπουστία κι ασυδοσία.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η έκφραση χρησιμοποιείται για να εκφράσει ισοπέδωση, κατάρρευση, ξεπεσμό η και απειλή.

  1. Μη μου κάνεις μαγκιές γιατί θα σε κάνω ένα με το χώμα.

  2. Ο πύργος κατέρρευσε κι έγινε ένα με το χώμα.

  3. Με τα ναρκωτικά που έμπλεξε ξέπεσε τελείως, έγινε ένα με το χώμα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Φυσιολογικά οι φράσεις χρησιμοποιούνται, η μεν πρώτη για να εκφράσει έκπληξη, ξάφνιασμα, θαυμασμό, απορία, ενώ η δεύτερη σαν χρονικό ερωτηματικό επίρρημα.

Στη σλανγκ version όμως, το κέντρο βάρους των εκφράσεων μετατοπίζεται έντεχνα, από την έκπληξη και τον χρόνο, στην άμφω περιεχόμενη προσωπική αντωνυμία «εσύ», αποδίδοντας επαναληπτικά ένα τελείως διαφορετικό όσο και μακάβριο πολλές φορές, νόημα.

- Τα 'μαθες; Πέθανε ο Ιάκωβος.
- Άντε κι εσύ! Πότε κι εσύ!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έτσι λέγεται η χρεωκοπία, η πτώχευση, η οικονομική καταστροφή, η μεγάλη οικονομική ζημιά, από κακή η από μη συνετή οικονομική διαχείριση. Από το τούρκικο μπατμά (batma) που σημαίνει ναυάγιο.

Ο πατέρας προς τους γιους του που έχουν αναλάβει πρόσφατα τα ηνία της οικογενειακής επιχείρησης:-Λεβέντες μου περικοψτε τα έξοδα γιατί θα πάθουμε κάνα μπατμά. λεζάντα εικόνας

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Άλλος ένας, ουδόλως λόγιος, τρόπος προκειμένου να ζητήσεις από κάποιον να απομακρυνθεί.

Μπορεί κάλλιστα να σερβιριστεί με πλήθος εποχιακών ή μη, υβριστικών ή απαξιωτικών προσωπικών χαρακτηρισμών.

Από το εκ και ακουμπάω (ακουμπώ, αγγίζω).

Προστακτική ξεκουμπίσου. Πληθυντικός ξεκουμπιστείτε. Αόριστος ξεκουμπίστηκα.

Συνώνυμα: ουστ, χάσου, στα τσακίδια, ασταδιάλα.

Προσοχή: να μη συγχέεται με το ξεκούμπωτος (ακομβίωτος).

  1. Ξεκουμπίδια ωρέ βρωμόπουστα.

  2. Ξεκουμπιστείτε γρήγορα από δω μωρή καλτάκες.

Βλ. και ξεκούμπα, ξεκουμπιδιέν

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σλανγκ προστακτική του πιάνω, δηλαδή βάζω κάτι στο χέρι μου, στη παλάμη μου, εγχειρίζω, χουφτώνω. Αντί του «πιάσε».

Χρησιμοποιείται με την έννοια του φέρε, προσκόμισε.

Πιάκε 'να μπουκάλι μπύρα απ' την κασόνα.

Η προστακτική στην αργκό: , -έκα, , έμπαινε, έφυγες, κατέβαινε, μπέκα, πάνε, πιάκε, τσάκω· ακόμη: προστακτική αντί για απαρέμφατο, συνεχής προστακτική ως στιγμιαία.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Φοβερή εξελληνισμένη σύντηξη-συνήχηση της γνωστής αμερικάνικης λαϊκής ύβρεως «motherfucker», ενώ συγχρόνως συμπεριλαμβάνεται γραφικότατα ο ελληνοπρεπέστατος και διεθνούς εμβέλειας όρος-χαρακτηρισμός «μαλάκας».

Η έκφραση «πατάει» σε διαφορετικό εννοιολογικό επίπεδο, ανάλογα με την μητρική γλώσσα εκείνου στον οποίον απευθύνεται.

- Καλά ρε συ, μ' αυτά που λες και κάνεις, είσαι ή δεν είσαι μαλαφάκας!;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία