Σούπερ ντούπερ υπερθετικός βαθμός του «πολύ».

Προσδιορίζει μέγα πλήθος, απροσμέτρητο, ατελείωτο, τα πάντα.

Χρησιμοποιείται κυρίως στο επαγγελματικό σινάφι των μουσικών και τραγουδιστών.

- Έχει μεγάλο ρεπερτόριο ο μπουζουκτζής που θέλεις να μας φέρεις;
- Παίζει τον άμμο της θάλασσας.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Άλλη μια γείωση. Απάντηση στο: - Ορίστε;

- Ορίστε; - Τον κώλο μου μυρίστε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση που χρησιμοποιείται για να εκφράσει προφανείς, οφθαλμοφανείς και αυτονόητες καταστάσεις, ειδικά σε κείνους που αναλίσκονται σε αναζήτηση δευτερευόντων και επουσιωδών λεπτομερειών, παραγνωρίζοντας τα κύρια και μείζονα χαρακτηριστικά.

Ντορός = χνάρι από μυρωδιά.

Τι θα πει ρε φίλε το παιδί δε σου μοιάζει, αφού τόσες φορές την έπιασες να τηλεφωνιέται με άλλον. Τον λύκο τον βλέπεις, τον ντορό του γυρεύεις;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Άλλες δυο ζόρικες, εναλλακτικές εκφράσεις για το γνωστό χρονικό επίρρημα τότε.

-Τότενες πηγαίναμε όλοι μαζί για μπάνιο στα απολυμαντήρια

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Δημιουργώ καθυστερήσεις, προσκόμματα, εμπόδια, αναβολές, ματαιώσεις, ακυρώσεις, αργό ρυθμό, επιβραδύνω, παρελκύω, αλλά και ευρύτερα υπεκφεύγω.

Από το τρένο, τραίνο, όπου ένα ελαττωματικό βαγόνι καθυστερεί, συμπαρασύρει όλα τα υπόλοιπα.

Κάπου στην Ελλάδα:
- Αυτός, άμα δεν πάρει το δωράκι του, θα μας τρενάρει ένα χρόνο μέχρι να υπογράψει.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση που περιγράφει γλαφυρά και μεταφορικά, αλλά με αδιαφιλονίκητο πραγματισμό, την πανίσχυρη, ασυναγώνιστη και ακατανίκητη επίδραση και επιρροή μιάς και μόνο, έστω, απλής, αδύναμης η ακόμα και ασήμαντης εκπροσώπου του γυναικείου φύλου πάνω στις αποφάσεις και έργα ολόκληρου συλλήβδην του παντοδύναμου ανδρικού πληθυσμού.

Συμπληρώνεται και από το «είδες καράβι στο βουνό; μουνί το έχει σύρει» που ισοδυναμεί με το γαλλικό «cherchez la femme»

- Πω πω! για πάρτη της κόντεψαν να σφαχτούν και τα 3 αδέλφια μεταξύ τους.
-Εμ, τι περίμενες; Τρίχα απο μουνί τραβάει καράβι.

(από iwn, 18/10/10)μουνί τραβάει καράβι (από iwn, 06/01/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έτσι αποκαλείται ...ελληνιστί ο «μετατροπέας ροπής», παρηχώντας το ξενικό «torque converter» από το torque = ροπή και converter = μετατροπέας.

Πρόκειται για εξελιγμένη μορφή του υδραυλικού συμπλέκτη. Είναι ένας μηχανισμός με εξαρτήματα από χάλυβα που αποτελείται από το κέλυφος, τον στάτη, τον στρόβιλο και την αντλία. Σκοπός του η ομαλή, προοδευτική, αθόρυβη και χωρίς κραδασμούς, τριβές ή φθορές, υδραυλική με λάδι μετάδοση της περιστροφικής κίνησης από τον κινητήρα στο φορτίο του.

Κατά κανόνα υπάρχει σε όλα τα αυτοκίνητα με αυτόματο κιβώτιο ταχυτήτων.

Το συναντάμε και ως τρικουβέρτο (και όχι τρικούβερτο που είναι άλλο πράγμα και χαρακτηρίζει, αρχικά, πλοίο με τρεις κουβέρτες).

Το τροκουβέρτο χάνει λάδια, θέλει αλλαγή τσιμούχας.

(από iwn, 24/04/13)(από iwn, 24/04/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είναι η λύση, η θεραπεία.

Από το τούρκικο çare που σημαίνει ακριβώς το ίδιο.

  1. - Θα παιδευτούμε λίγο, αλλά στο τέλος θα βρούμε τσαρέ με δαύτον.

  2. - Τόσα χρόνια προσπαθώ, και δε μπόρεσα να βρω τσαρέ.

  3. - Θα πάω στο εξωτερικό μπας και βρω τον τσαρέ μου.

Ασθενής, απευθυνόμενος σε νοσοκόμα:Θέλω θεραπεία--Νοσοκόμα: Που τσαρές; (Που να σε θεραπεύσω;)   (από GATZMAN, 06/12/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λίγο, ελάχιστα, μέτρια, περίπου.

Συνήθως χαρακτηρίζει αξιολογικά την ικανότητα κατανόησης, ομιλίας, ανάγνωσης, γραφής ξένης γλώσσας.

Όρα και τσάτρα πάτρα.

- Το μιλάς το Γερμανικό;
- Τσατ πατ κάτι πιάνω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αιτιατική πτώση, πληθυντικού αριθμού του οριστικού άρθρου ο, η.

Αντί των: *τους *ή ***τις***.

  1. Από τσι πούστηδοι, τι περιμένεις.

  2. Θα πάμε εκεί μι τσ' άντριδοι.

  3. Έμπλεξα με τσι πουτάνες.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία