Ο γυναικάς, τουρκική προέλευση, σημαίνει ακριβώς το ίδιο.

Επίσης πεφτοπηδίκουλας, καζανόβας.

- Κάτω τα χέρια σου από μένα γιατί έμαθα ότι είσαι μεγάλος ζαμπαράς.

(από iwn, 16/10/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κατ' αρχήν είναι το γνωστό υγρό που επικαλύπτει για να γυαλίσει και να προστατεύσει έπιπλα, μουσικά όργανα, πατώματα, χρώματα αυτοκινήτων, πέτρα κλπ, κλπ.

Μεταφορικά ο αυστηρός, τυπολάτρης, ιδιότροπος, ιδιόρρυθμος, λεπτομερειακός, ισχυρογνώμων, άκαμπτος, εριστικός, κολλημένος κλπ, από το «κέρατο βερνικωμένο», που σημαίνει ακριβώς το ίδιο.

- Ωχ, σ αυτόν τον υπάλληλο έπεσες; Αυτός είναι κέρατο βερνικωμένο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Από το τουρκικό κιόρ, που σημαίνει κυριολεκτικά ο τυφλός ο αόμματος. Απαντάται και ως «κιόρι».

Έτσι προσφωνείται απαξιωτικά έως υβριστικά ο απρόσεκτος. Ευρέως διαδεδομένο στη Β. Ελλάδα.

Πού πας βρε κιόρι;! Ολόκληρο STOP μπροστά σου και δεν το βλέπεις;

(από iwn, 17/10/10)(από jesus, 31/03/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κυριολεκτικά σημαίνει χωρίς ναύλο, δηλαδή χωρίς εισιτήριο.

Στις μεταφορές ισχύει γενικότερα το ότι εάν η επιστροφή γίνει αμέσως μετά την άφιξη (για διάφορους ιδιωτικούς λόγους του επιβάτη), τότε αυτή γίνεται χωρίς υποχρέωση καταβολής αντίτιμου νέου εισιτηρίου (ναύλου), δηλαδή άναυλα.

Μεταφορικά σημαίνει ότι αναχωρήσαμε βιαστικά, άρον άρον, αμέσως, χωρίς να το διασκεδάσουμε καθόλου.

  1. Πήγαμε εκδρομή με το αυτοκίνητο στο βουνό, αλλά με το που φτάσαμε έπιασε μια δυνατή βροχή και επιστρέψαμε άναυλα.

  2. Παιδιά, θα πάμε επίσκεψη στη θεία στο χωριό, αλλά εάν δεν καθίσετε φρόνιμα θα επιστρέψουμε άναυλα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η λέξη προέρχεται από το τουρκικό σακάτ που σημαίνει ανάπηρος και φυσιολογικά χρησιμοποιείται κατά κυριολεξία για να εκφράσει μια φυσική σωματική αναπηρία.

Χρησιμοποιείται όμως μεταφορικά και γενικότερα, και εδώ αρχίζει το slang, προκειμένου να χαρακτηρίσει ευρύτερες αδυναμίες ή εξαρτήσεις ατόμων.

Λέγεται και σακατλίκι.

  1. - Ο Νώντας είναι αλκοολικός
    - Το ξέρω , είναι το σακατιλίκι του.

  2. - Καλά, δε μπορείς χωρίς να κυνηγάς συνέχεια γυναίκες;
    - Όχι, είναι το σακατιλίκι μου.

(από iwn, 17/10/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση που περιγράφει γλαφυρά και μεταφορικά, αλλά με αδιαφιλονίκητο πραγματισμό, την πανίσχυρη, ασυναγώνιστη και ακατανίκητη επίδραση και επιρροή μιάς και μόνο, έστω, απλής, αδύναμης η ακόμα και ασήμαντης εκπροσώπου του γυναικείου φύλου πάνω στις αποφάσεις και έργα ολόκληρου συλλήβδην του παντοδύναμου ανδρικού πληθυσμού.

Συμπληρώνεται και από το «είδες καράβι στο βουνό; μουνί το έχει σύρει» που ισοδυναμεί με το γαλλικό «cherchez la femme»

- Πω πω! για πάρτη της κόντεψαν να σφαχτούν και τα 3 αδέλφια μεταξύ τους.
-Εμ, τι περίμενες; Τρίχα απο μουνί τραβάει καράβι.

(από iwn, 18/10/10)μουνί τραβάει καράβι (από iwn, 06/01/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Απαξιωτικός, υποτιμητικός και μειωτικός χαρακτηρισμός που απευθύνεται ή χαρακτηρίζει πρόσωπα του στενού ή ευρύτερου περιβάλλοντος, χάριν αστεϊσμού, πειράγματος ή εμπαιγμού.

Κυριολεκτικά ο όρος δεν σημαίνει κάτι συγκεκριμένο. Μπορεί άφοβα και χαλαρά να χρησιμοποιηθεί σε χαβαλεδο-αντροπαρέες νεαρών.

Συνώνυμα χλεχλές, κασόμπρα, φιρφιρής, μαλάκας κλπ

  1. Άντε ρε παλιομαγλύφα. Κάτσε φρόνιμα, τι ειν' αυτά που λες πάλι!

  2. Α τον παλιομαγλύφα! Τι μαλακία έκανε πάλι;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο ντραμίστας ή ντράμερ, drummer. Ο μουσικός που παίζει τα κρουστά σε ένα τυπικό ελληνικό παραδοσιακό λαϊκό ή δημοτικό μουσικό συγκρότημα. Προφανώς από το Jazz Band.

O όρος εμπεριέχει περιπαικτική διάθεση μιας και δημιουργήθηκε στο πρόσφατο παρελθόν, από λαϊκούς μουσικούς για να προσδιορίσει τους συναδέλφους τους μουσικούς, εκτελεστές των κρουστών, με δεδομένη την καχυποψία και ειρωνική διάθεση προς την ξενόφερτη τότε μουσική rock jazz latin pop κλπ και τους έλληνες θιασώτες της μουσικούς.

Συχνά ο τζαζμπανίστας ήταν ντραμίστας με ανησυχίες διεθνούς μουσικής καριέρας που ... κατέληγε σε λαϊκό ή δημοτικό συγκρότημα για βιοπορισμό.

Είναι σημαντικό να επισημάνουμε ότι ... τζαζμπανίστες που έπαιξαν σε πάρα πολλές παλιές λαϊκές ελληνικές επιτυχίες, και τους απολαμβάνουμε στα τραγούδια μέχρι σήμερα, είναι ανεπανάληπτοι.

Επίσης το σύνολο των κρουστών μουσικών οργάνων (ντραμς, τύμπανα, πιατίνια κλπ) που στήνονταν στο «λαϊκό» πάλκο αναφέρεται και ως (η) τζαζ.

Μήτσο για το πανηγύρι στο χωριό μεθαύριο, θα πάρουμε για τζαζμπανίστα τον Γιώργο, που έχει και το αγροτικό τζιπάκι, για να μεταφέρουμε τη μικροφωνική, τους ενισχυτές και τη τζαζ.

(από iwn, 16/10/10)(από iwn, 16/10/10)(από iwn, 16/10/10)

Βλέπε και ντηλέυ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση που χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει καταστάσεις ενέργειες ή αποφάσεις που προκύπτουν ή αντιμετωπίζονται είτε με έλλειψη διακριτικής ικανότητας είτε ισοπεδωτικά.

Συνώνυμη έκφραση: «όλα στο ίδιο τσουβάλι».

- Δεν έχει σημασία αν είστε άγαμοι ή έγγαμοι, παλαιοί ή νέοι, μικροί ή μεγάλοι, με παιδιά ή όχι, με πτυχία η μη, όλοι θα πάρετε τα ίδια. - Τσ τσ... ωραίος ο τύπος, «μικρό-μεγάλο παστρεύει»...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η έκφραση χρησιμοποιείται σαν συμβουλή αποφυγής συνδιαλλαγής με εγνωσμένα δύστροπους, δύσκολους και ιδιότροπους χαρακτήρες.

- Άσε φίλε, βρήκα το μπελά μου. Προσπάθησα να βοηθήσω τον καημένο τον Γιώργο στο πρόβλημά του και άκουσα τα εξ αμάξης, μόνο που δε μ' έβρισε.
- Μίλα με κώλους, ν' ακούσεις πορδές.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία