Η προφανής κυριολεκτική σημασία του είναι οτι χαμηλώνω τη θερμοκρασία ενός ποτού προκειμένου να γίνει δροσερό, ρίπτοντας τεμάχια πάγου εντός του ή συντηρώ ενα τρόφιμο τοποθετώντας το σε επαφή με πάγο ή γενικότερα διατηρώ χαμηλή θερμοκρασία με τη χρήση πάγου.

Μεταφορικά χρησιμοποιείται με την έννοια :

Κόβω τη φόρα σε κάποιον, κόβω τον τσαμπουκά, αναχαιτίζω, τον ψαρώνω, τον τρομοκρατώ, επιπλήττω με σκοπό τον εκφοβισμό και την αποτροπή.

1.Ο εργοδηγός προς στον προϊστάμενο: -θα σου στείλω στο γραφείο τον καινούργιο, που μας ήρθε πολυ τσαμπουκαλεμένος. Βάλτου λιγο πάγο, να στανιάρει.
2. Μεταξύ δικηγόρων: -ο εισαγγελέας, για αρχή, δεν τον παρέπεμψε, μόνο πάγο του 'βαλε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

ή και "χασάπη κάρβουνο". Η προτροπή-προσταγή απευθύνονταν από αρκετούς θεατές παλαιών κινηματογραφικών αιθουσών προς τον μηχανικό προβολής του σινεμά, όταν σκοτείνιαζε η εικόνα στην οθόνη προβολής, ελλείψει ισχυρού φωτισμού και αποτελούσε κυριολεξία. Η μηχανή προβολής της κινηματογραφικής ταινίας λειτουργούσε με ισχυρό φως που παράγονταν από το ηλεκτρικό τόξο δύο ηλεκτροδίων άνθρακα μαζί με έντονη θερμότητα, που συχνά προκαλούσε εμφανές λιώσιμο και διακοπή της ταινίας και που ο μηχανικός έπρεπε να αποκαταστήσει με ειδικό εξοπλισμό που διέθετε. Προϊούσης της προβολής τα ηλεκτρόδια φθείρονταν και ο μηχανικός έπρεπε να φροντίζει για την σωστή απόσταση τους η την αντικατάστασή τους. Συχνά όμως δεν το αντιλαμβάνονταν και του το υπενθύμιζαν οι θεατές με σκαιό τρόπο. Είναι βέβαιο ότι ελάχιστοι θεατές είχαν γνώση του τρόπου λειτουργίας της μηχανής προβολής, μολονότι χρησιμοποιούσαν την έκφραση. Η προσφώνηση "χασάπη" προήλθε κυρίως από κινηματογράφους β' προβολής, με φθηνότερο εισιτήριο και πιο λαϊκό κοινό, όπου οι celluloid ταινίες ήταν ήδη "ταλαιπωρημένες" από τα πολλά κοψίματα (εξ ου και χασάπης) και κολλήματα λόγω του ήδη μεγάλου αριθμού προβολών, ενώ συχνά απουσίαζαν μεγάλα τμήματα της ταινίας και η ασυνέχεια της σεκάνς ήταν πολύ εμφανής και ενοχλητική.

στο σινεμά οι θεατές όταν σκοτείνιαζε η προβολή: -χασάπη βάλε κάρβουνοοοο!!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Είναι το αντίθετο του πιάνω πουλιά στον αέρα.

Χαρακτηρισμός για άτομο αδέξιο, ανίκανο, ανεπαρκές, ζημιάρη, απρόσεκτο, αλλά και άτυχο, γκαντέμη.

- Πάλι του πεσε ο δίσκος; Τι ναι τούτος ρε παιδάκι μου; Βαλσαμωμένο πουλί απ' τα χέρια του φεύγει.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το κοινό γάλα εβαπορέ.

Από το εβαπορέ (evaporated, αφυγραμένο, εξατμισμένο) και το βαπόρι (πλοίο, καράβι).

- Θέλεις φρέσκο γάλα στο καφέ.
- Όχι φρέσκο. Βαπορίσιο, ρε μάνα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση που χρησιμοποιείται προκειμένου να προστατευθεί κάποιο σημαντικό διακύβευμα.

Προέρχεται από το «βαράτε αλλά μη τραβάτε» που απάντησε ο παππούς όταν τον έπιασαν να συνουσιάζεται με μια πιτσιρίκα.

- Κοίταξε, το μηχάνημα που επισκεύασες χάλασε, πρέπει να μας επιστρέψεις τα χρήματα που πήρες.
- Α, όλα κι όλα, βαράτε αλλά μη τραβάτε. Θα το ξαναφτιάξουμε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κάθισμα, πολυθρόνα, κυλινδρικού γεωμετρικού σχήματος, με μπράτσα, κατά κανόνα βαρύ.

Προέλευση της ονομασίας ονομασίας: άγνωστη.

- Τι ωραία αυτή η βαρβάρα, από που την πήρες;
- Από το ΙΚΕΑ.

ΒΑΡΒΑΡΑ (από iwn, 27/11/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η προσβλητική έκφραση, η ύβρις, ο απαξιωτικός η μειωτικός χαρακτηρισμός, το πρόσβολο.

Συνώνυμα: Λόγια βαριά.

  1. Αντάλλαξαν βαριές κουβέντες μεταξύ τους και στη συνέχεια έγιναν μαλλιά κουβάρια.
  2. Στέλιος: ...κι αν αλλάξαμε λόγια βαριά ρίχτα όπως κι εγώ στη φωτιά...
  3. Τον στόλισε με βαριές κουβέντες

(από Khan, 16/05/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έγινε πουτάνα, πρόστυχη, του δρόμου, του πεζοδρομίου, τσούλα, πόρνη, άσεμνη, κλπ.

Από το τούρκικο meydan = πλατεία.

Συνώνυμα: βγήκε στο κλαρί, κάνει πεζοδρόμιο.

- Έμαθα ότι η κόρη της Αννούλας δουλεύει σε οίκο ανοχής.
- Α, έχει καιρό που βγήκε στο μεϊντάνι. Από τότε που 'μπλεξε με 'κείνον τον αγαπητικό κάτω απ' τ' αυλάκι.

Ο Λουδοβίκος για το μεϊντάνι (από joe909, 14/10/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κατ' αρχήν είναι το γνωστό υγρό που επικαλύπτει για να γυαλίσει και να προστατεύσει έπιπλα, μουσικά όργανα, πατώματα, χρώματα αυτοκινήτων, πέτρα κλπ, κλπ.

Μεταφορικά ο αυστηρός, τυπολάτρης, ιδιότροπος, ιδιόρρυθμος, λεπτομερειακός, ισχυρογνώμων, άκαμπτος, εριστικός, κολλημένος κλπ, από το «κέρατο βερνικωμένο», που σημαίνει ακριβώς το ίδιο.

- Ωχ, σ αυτόν τον υπάλληλο έπεσες; Αυτός είναι κέρατο βερνικωμένο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σημαίνει ίσα ίσα, σχεδόν, με το ζόρι (με τη βία, εξ ου και η προέλευση του λήμματος).

Απαντάται και ως «βία-βία».

Ήσαντε πεντ- έξι, βία εφτά νοματαίοι εκεί γύρω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία