«Έγινε Αλέξανδρος», παλιά αργκό του στρατού.

Ως γνωστόν, ο Μέγας Αλέξανδρος είχε βάλει σκοπό να φτάσει στην άκρη του κόσμου και ορμούσε πάνω στους εχθρικούς στρατούς με περίσσεια τόλμη.

Όταν λέμε όμως πως κάποιος «έγινε Αλέξανδρος», εννοούμε πως κάποιος έχει σαλτάρει, σε σημείο που να έχει πάρει το όπλο και να πυροβολεί προς πάσα κατεύθυνση.

- Ρε σειρά, τι έπαθε ο Εβρίτης;
- Έγινε Αλέξανδρος. Τον έχουνε φυτό στο 401.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο Γρηγόριος Φλέσσας (1788-1825) ή περισσότερο γνωστός ως Παπαφλέσσας ή Γρηγόριος Δίκαιος, ήταν κληρικός, πολιτικός και αγωνιστής, ήρωας της Ελληνικής Επανάστασης του 1821.

Σλανγκικά όμως, πρόκειται για ευθαλή και πολύ φουσκωτό θύσανο της γυναικείας ηβικής χώρας, που δεν έχει αγγιχτεί ποτέ του από ξυράφι.

Μάλλον, προέρχεται από τραυματικές εμπειρίες του στρατού, όπου πολλά ψάρια, έπρεπε να ξουρίσουνε την κορνίζα του εθνικού ήρωα.

(Συζητάνε δυο φίλες):
- Τι λέει, θα πάμε για κανένα μπανάκι αύριο;
- Άσε καλύτερα! Πρέπει πρώτα να κάνω το μπικίνι μου, γιατί μου έχει γίνει Παπαφλέσσας.
- Αηδίασα!

(από Khan, 01/04/11)(από Khan, 01/04/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

θηριοδαμαστής, ο (ουσ.) Δεν υπάρχει θηλυκό γένος. (< θηρίον + δαμάζω)

Ο θηριοδαμαστής είναι ένα πολύ σπάνιο υβρίδιο μεταξύ σαβουρογάμη και βαρβάτου, που όχι απλά του αρέσουνε οι χοντρές, αλλά που μπορεί να βγάλει νοκ άουτ ακόμα και ένα θωρηκτό Ποτέμκιν.

Ρε μαλάκα, με αυτόν τον τόφαλο, τη Ρούλα, τα είχες; Τι θηριοδαμαστής που είσαι, ρε μεγάλε!

(από Nakas, 30/03/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο χοντρούλης με σφιχτό κρέας. Θεσσαλικό ιδίωμα.

Είδες την τσουπουτούλα;

Από το τσουπώνω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αγόρια στην ηλικία της πρώιμης εφηβείας. Είναι το αντίστοιχο με το «πιπίνι» σε συνδυασμό με αυτό που ανακαλύπτει ότι έχει στο βρακί του ένας έφηβος, το λιλί του. Τα λιλίνια φέρουνε τρέντυ κόμμωση αχτενισιάς, έχουνε ζόρικο ύφος κι απλανές βλέμμα, επειδή την έχουνε κάνει σφεντόνα από τη μια και από την άλλη επειδή έχουνε κάψει σχεδόν όλα τους τα εγκεφαλικά κύτταρα στα βίντεο γκέημς. Αλλά η γενετήσια ορμή, τα αναγκάζει να συγκροτούνε παρέες 3-7 ατόμων, και να συχνάζουνε στα νυμφοπάζαρα. Είναι συνώνυμο του «τραγάκια».

Ωχ, πλακώσανε τα λιλίνια.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πρόκειται για βρισιά ολκής αναφερόμενη σε άτομο που όχι απλά είναι αρχίδι, αλλά αρχηγός σε παρέα αρχιδιών. Είναι παράφραση της γνωστής επιτυχημένης σειράς βιβλίων και έργων «Ο άρχοντας των δαχτυλιδιών» που έγραψε ο Τόλκιν. Ο «άρχοντας των αρχιδιών» δεν διαθέτει όμως μαγικές δυνάμεις που τις χρησιμοποιεί για να εφαρμόσει τα υποχθόνια σχέδια του, αλλά ηγείται και αυτός μιας παρέας κωλοπαιδαράραδων και ξεχωρίζει ανάμεσά τους καθότι είναι πιο κωλόπαιδο από τους άλλους.

Ο τάδε (πολιτικός) είναι ο άρχοντας των αρχιδιών.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στην ποδοσφαιρική ορολογία «κρέας» είναι ο τελείως ντεφορμέ, άμπαλος ή γερασμένος πάικτης, που δεν μπορεί να πάρει τα πόδια του και απλά συμπληρώνει τον, σύμφωνα με τους κανονισμούς της Φίφα, αριθμό των έντεκα παικτών μιας ομάδας, χωρίς να συμβάλλει καθόλου στην επιτυχή έκβαση των αγώνων της ομάδας.

Παλιά τον ζητούσε η Μπαρτσελόνα, τώρα είναι κρέας. Δεν το θέλει μήτε η Παναχαϊκή.

Δες και παλτό.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κανονικά πρόκειται για σύγγαμβρους. Σλανγκικά όμως είναι το αντίστοιχο του συννυφάδες, στην περίπτωση των αρσενικών. Όταν δηλαδή δύο άντρες διατηρούνε, εν αγνοία συνήθως του ενός (κερατά) εκ των δύο, ταυτόχρονα ερωτική σχέση με την ίδια γυναίκα.

— Δε φτάνει που του πηδάει τη γυναίκα, παίζει και τάβλι μαζί του.
Μπατζανάκια είναι και τα βρίσκουνε.
— Χα χα χα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κανονικά πρόκειται για την εξ αγχιστείας συγγένεια μεταξύ δύο ή περισσοτέρων γυναικών που είναι παντρεμένες με άντρες, οι οποίοι μεταξύ τους εχουνε αδερφική ή ξαδερφική (ξαδερφοσυννυφάδες) συγγένεια.

Σλανγκικά όμως πρόκειται για την, συνήθως εν αγνοία τους, σχέση μεταξύ των δύο ή των περισσοτέρων γυναικών, οι οποίες τυγχάνει να τηρούνε ταυτόχρονα ερωτική σχέση με τον ίδιο άντρα.

Ρε συ! Αυτή δεν είναι η Ελένη, η γκόμενα του Γιώργου;
— Ναι ρε συ, και μιλάει με τη Μαρία, που την πηδάει και αυτήνα ο Γιώργος.
— Σώπα ρε! Και το ξέρει η μία για την άλλη;
— Όχι ρε! Άμα το ξέρανε ότι είναι συννυφάδες, θα γινότανε μουνομάδημα.

- Μα τι καλό περιέχει ο καφές; - Ωχ! Κοίτα το λογκο. Περιέχει συννυφάδες !!! (σχόλια) (από GATZMAN, 11/07/10)

Δες και μπατζανάκια.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πρόκειται για φράση ντεμέκ αφρικανική, μιας κι ο ήχος της ακούγεται σαν ιαχή φυλάρχου των Ζουλού. Ολόκληρη η φράση είναι η εξής: «Ακούμπα ούλα τα μπαούλα Κούλα».

Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σαν γλωσσοδέτης.

— Ξέρεις αφρικάνικα;
— Ναι.
— Για πες κάτι.
— Ακούμπα ούλα τα μπαούλα Κούλα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία