Κλασική ερώτηση ψευτόμαγκα προς αδαείς και μη, με στόχο να αποδείξει την εμπειρία του σε πλείστους τομείς, την καπατσοσύνη του και ότι γενικώς δεν μπορεί να τον ξεγελάσει κανείς. Όλα αυτά βέβαια ισχύουν αν όντως πέσει σε φελλό τύπο, γιατί άμα πέσει σε κανέναν πιο έξυπνο, την έβαψε.

Προς κατανόηση του ορισμού, όρα παράδειγμα.

- Άσε μας ρε, που θα μας υποδείξει πώς να συμπεριφερθούμε στην γκόμενα! Άντε τράβα πες μας από πού κλάνει το μπαρμπούνι!
- Δεν κλάνει ρε ούφο, αν έκλανε δεν θα ήταν κόκκινο!!!

(από Vrastaman, 22/11/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Δεν είναι σλανγκ, δεν είναι ιδίωμα, είναι ελληνικότατο επίρρημα, που σημαίνει ευθύ βλέμμα, χωρίς να ανοιγοκλείσουν τα βλέφαρα, δηλαδή ατενώς. Έλα όμως που χρησιμοποιείται πολλάκις από τον Ανδρέα Εμπειρίκο στον Μεγάλο Ανατολικό και έτσι, ως φόρο τιμής σε αυτόν τον φοβερό λεξιπλάστη, πρέπει να γίνει αναφορά και σε αυτό το λήμμα.

  1. Τον κοίταξε ασκαρδαμυκτί και χωρίς δισταγμό του βρόντηξε το όχι μέσα στην μάπα.
  2. ...... ο καυλωµένος φύλαξ, κοιτάζων ασκαρδαµυκτί την Φλώσσυ εις τά µάτια, µε ευγένειαν και καλωσύνην, ...(η συνέχεια στις σελίδες του Μεγάλου Ανατολικού - μέρες που είναι μην κολλαστούμε κιόλας)

Κλασική χρήση του "ασκαρδαμυκτί" από Χάρρυ Κλυνν στα πρώτα δευτερόλεπτα (από Hank, 11/04/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Απάντηση στην ερώτηση «πού», ειδικά όταν αυτή η ερώτηση είναι αποτέλεσμα αφηρημάδας ή απλώς πρόθεσης του έχοντος την απορία να σπάσει τα νεύρα του συνομιλητή του (τέτοιες συζητήσεις λαμβάνουν χώρα κυρίως μέσα στην οικογένεια, με πρωταγωνιστές μικρούς και μεγάλους).

— Μαμά! πού είναι η στολή του σπάιντερμαν;
— Στο δωμάτιο σου, παιδάκι μου! Εκεί που την άφησες χθες! Πήγαινε να την πάρεις μόνος σου!
— Πού;;
— Εκεί που κλάνει η αλεπού! Άιντε, που κάνεις ότι δεν ακούς!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση που δείχνει πόσο ξεκάθαρο και απλό είναι κάτι που συζητούμε.

Μωρό μου, δεν γίνονται αυτά τα πράγματα που λες! Ένα και ένα κάνουν δύο, ή με αγαπάς και κανονίζουμε ημερομηνία γάμου ή δεν με αγαπάς και χωρίζουμε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η ατάκα αυτή λέγεται για όσους, θέλοντας να δείξουν ότι είναι έξυπνοι και καπάτσοι, ξεσκεπάζουν από μόνοι τους, άθελα τους, τις μπαγαποντιές που έχουν κάνει.

Πήγε να μου κρύψει ότι φόρεσε κέρατο στο έτερο ήμισυ, αλλά είχε τόση χαρά που κατάφερε αυτό το δίμετρο μωρό που στο τέλος τα ξέρασε όλα... και χωρίς να του κάνω φάλαγγα. Η πουτάνα θέλει να κρυφτεί και η χαρά δεν την αφήνει.

(από panos1962, 07/11/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γενικός όρος που αναφέρεται σε σύνολο διαφόρων μουσικών οργάνων που προκαλούν (κατά τον ακροατή) θόρυβο άνευ ουσίας και λόγου. Χρησιμοποιείται επίσης και για να περιγράψει όλα τα μικροαντικείμενα τα οποία βρίσκονται παραπεταμένα και σκορπισμένα δεξιά και αριστερά.

Σαν λέξη προέρχεται από παραφθορά της λέξης κλειδοκύμβαλο, το έγχορδο και κρουστό μουσικό όργανο που απετέλεσε τον προπομπό του πιάνου.

- Φίλε μου την έβαψα! Αύριο ξεκινούν πολιτιστικές εκδηλώσεις στην γειτονιά μου. Ξέρεις τι σημαίνει αυτό;
- Τι σημαίνει;
- Ότι θα έχουμε ολονυχτία απ' τα κλαμπατσίμπαλα τους και θα πάμε για δουλειά μετά το πέρας του 3ημέρου σαν τα ζόμπι απ' το ξενύχτι!

- Μαιρούλα! μάζεψε τα κλαμπατσίμπαλα σου παιδί μου στο κουτί τους και έλα να φάμε, για να πας για ύπνο νωρίς! Δεν θα σηκώνεσαι πάλι αύριο το πρωί!

Βλ. και κλαπατσίμπαλο, κλαπατσίμπανο

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η γυναίκα που μονίμως κλαίει και παραπονιέται με το παραμικρό ή έχει μια κλαψιάρικη, μίζερη φάτσα, και ποτέ μα ποτέ δεν δείχνει ότι κάτι την ευχαριστεί.

Πιθανώς η ετυμολογία της λέξης έχει να κανει με τα υγρά κλαμμένα μάτια που παραπέμπουν σε υγρό μουνί, είτε με την σλανγκ έκφραση της γυναίκας ως μουνί.

Αμάν βρε παιδί μου αυτη η Αννούλα, τι κλαψομούνα που είναι. Την πήγα για καφέ, την πήγα σινεμά, προχθές βγήκαμε για φαί, και πάλι μυξοκλαίει ότι δεν την προσέχω. Δεν την αντέχω!

Δες και -μούνα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο έχων μέγεθος κουκουναριού. Κυρίως αναφέρεται για να δηλώσει το υπερμεγέθες ζωυφίων όπως ψειρών, μουνόψειρων, ακάρεων κ.τ.λ.

Ε, και τι όμορφο πούναι να κάθεσαι σε μια άσπρη πόλη που τη λένε Τλαξκάλα, να λιάζεσαι στον ήλιο του Οκτώβρη, να κοπανάς τις μάσες σου τις τρελές, να βγάζεις την κουκουναράτη ψείρα από το σώβρακό σου, να σου κουβαλάνε τα θηλυκούλια, τα τραγανά φρούτα και τις μελόπιτες, να σ'έχουνε για ημίθεο και για ήρωα και να την βολεύεις τα βραδάκι, σαν πέφτει ο ηλιος μέσα στην μεξικάνικη ουράνια χρυσόσκονη, πίσω από τους φράχτες, με τα παραμύθια που λες στις πιτσιρίκες. (Aπό το Ρεμάλια Ήρωες του Νίκου Τσιφόρου)

Αυτά.... (από Vrastaman, 11/04/09)... ή αυτά? (από Vrastaman, 11/04/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παλιός slang όρος που άκουσα πρόσφατα από υπέργηρο αλανιάρη Πειραιώτη.

Έτσι αποκαλούσαν τις τσαχπινομπιρμπιλογαργαριάρες που επιδίδονταν μετά μανίας στον πεοθηλασμό και το έφθαναν φυσικά μέχρι τον λάρυγγα.

- Βρε πώς έγινε έτσι η Τασία; Την θυμάσαι στα νιάτα της;
- Αμ και δεν την θυμάμαι! Ξεχνιέται τέτοια λαρυγγοπιπιλόζα παλουκοπηδήχτρα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το πιάνουν συνήθως οι γυναίκες την πρωτομαγιά και φυσικά δεν πρόκειται για κλαρί δέντρου, αλλά για το αντρικό μόριο.

Η πρωτομαγιά πριν καθιερωθεί ως εργατική αργία, ήταν η ημέρα πολλών παγανιστικών εορτών, τελετών και λατρείας προς τη φύση και φυσικά δεν υπήρχε μεγαλύτερη ένδειξη τιμής προς την μητέρα φύση από το να συνευρεθούν ερωτικά οι γυναίκες με τους άντρες.
Συνήθως σε αυτές τις τελετές ο αρχιερέας κρατούσε ένα κλαδί δέντρου στολισμένο με λουλούδια και από εκεί και έπειτα η σημειολογία έκανε το έργο της και το πέος απέκτησε και άλλο όνομα.

Αχ! την πρωτομαγιά λέμε να πάμε εκδρομή, να κάνουμε στεφάνι από λουλούδια, να πιάσουμε και κανένα μαγιόξυλο... αααχχχ!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία