Περιγράφει την ελαφριά γυναικεία ενδυμασία που αποτελείται μόνο απο εσώρουχα και ένα κομπινεζόν, ή και χωρίς αυτό στις πολλές κάψες.

Συντάσσεται με το ρήμα «είμαι» (όρα παράδειγμα).

- Αχ! μην μπείτε μέσα, είμαι νεγκλιζέ. Μια στιγμή να ρίξω κάτι πάνω μου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ούτε η μαντζουράνα φυτρώνει στα υπόγεια (θέλει φως), ούτε ο γάιδαρος σκαρφαλώνει στα κεραμίδια (έκτος και αν είναι υβρίδιο γάτας-γαϊδάρου), άρα έχουμε την απόλυτη έκφραση για τις ασυνάρτητες ομιλίες και εν γένει για κάθε ασυναρτησία - συμπεριλαμβανομένων και των ασυνάρτητων ανθρώπων που δεν μπορούμε να τους έχουμε εμπιστοσύνη.

Μην μου πεις οτι πιστεύεις όσα λένε οι πολιτικοί; Αυτοί είναι μαντζουράνα στο κατώι, γάιδαρος στα κεραμίδια!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο ορισμός της πλήρους αποτυχίας σε όλα τα επίπεδα και διαστάσεις.

Συνήθως με αυτή την έκφραση απευχόμαστε έμμεσα το δυσάρεστο που πρόκειται να μας συμβεί.

Δεν έχω μία πάνω μου και χρωστάω και της Μιχαλούς. Τα παιδιά θέλουν καινούρια παπούτσια και η τιμή του αρνιού έχει βγάλει φτερά. Έτσι και δεν πάρω το δώρο σήμερα... χέσε θέατρο, κατούρα παράσταση! Με ψωμί και τυρί θα την βγάλουμε το Πάσχα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση που δείχνει πόσο ξεκάθαρο και απλό είναι κάτι που συζητούμε.

Μωρό μου, δεν γίνονται αυτά τα πράγματα που λες! Ένα και ένα κάνουν δύο, ή με αγαπάς και κανονίζουμε ημερομηνία γάμου ή δεν με αγαπάς και χωρίζουμε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Απάντηση... πασπαρτού για όλες τις ενοχλητικές, εκνευριστικές και αδιάκριτες ερωτήσεις του στυλ «πού πας;» «πού ήσουν;» «πού θα πάμε;».

(Η λέξη ταμτούμ είναι παραφθορά της λέξης ταμτάμ, του τυμπάνου δηλαδή που ακούγεται στην ζούγκλα).

- Αγάπη μου, όταν πάρεις το δώρο του Πάσχα, πού θα πάμε;
-Στο ταμτούμ για μαϊμούδες!

Δες και στο Ταμτούμ γι' αλεπουτόμαρα

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτός που είναι από λίγο έως πολύ μαλάκας εραστής ή απλώς τον έχει χαλαρό και όχι ντούρο.

Μα πού πάει και τους βρίσκει τους μαλακογάμηδες αυτή η κοπέλα, βρε παιδί μου! Χάθηκε να βρει έναν άντρα της προκοπής, να της τον σφυρίζει ολημερίς και ολονυχτίς!

Αλέξανδρος "Ντούρος-Ντούρος" Κουμουνδούρος: δεν υπήρξε ποτέ μαλακογάμης (από Vrastaman, 14/04/09)

Βλ. και μαλακοκαύλης

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η γυναίκα που μονίμως κλαίει και παραπονιέται με το παραμικρό ή έχει μια κλαψιάρικη, μίζερη φάτσα, και ποτέ μα ποτέ δεν δείχνει ότι κάτι την ευχαριστεί.

Πιθανώς η ετυμολογία της λέξης έχει να κανει με τα υγρά κλαμμένα μάτια που παραπέμπουν σε υγρό μουνί, είτε με την σλανγκ έκφραση της γυναίκας ως μουνί.

Αμάν βρε παιδί μου αυτη η Αννούλα, τι κλαψομούνα που είναι. Την πήγα για καφέ, την πήγα σινεμά, προχθές βγήκαμε για φαί, και πάλι μυξοκλαίει ότι δεν την προσέχω. Δεν την αντέχω!

Δες και -μούνα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σημαίνει νόθο παιδί και σε πιο σλανγκ εξήγηση το μούλικο, αυτό το τέκνο, τέλος πάντων, που είναι καρπός μη νομιμοποιημένης σχέσης των γονιών (σε συνεργασία πάντα με τρύπια καπότα ή αργοπορημένο τράβηγμα).

Προέρχεται από την ιταλική λέξη bastardo, που σημαίνει ακριβώς το ίδιο, και στην Ελληνική χρησιμοποιείται πάντα ως υβριστικός χαρακτηρισμός.

Έτσι και καθίσει ο παππούς μου να μετρήσει όλα τα μπάσταρδα που έχει σπείρει σε όσα λιμάνια πέρασε όταν ήταν καπετάνιος, θα μετράει, θα μετράει... σιγά δηλαδή που ξέρει πόσα είναι... αλλά, λέμε τώρα...

Γενιά του χάους - Μπασταρδοκρατία (από vikar, 13/02/11)"580 ευρώ ρε μπάσταρδοι;" Οδός Σταδίου, Αθήνα. (από patsis, 19/03/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Όρος που αναφέρεται στις πολύ «άτακτες» γυναίκες, που «πιάνουν» τον ένα γκόμενο μετά τον άλλο.

Μας κάνει τώρα την σεμνή η Μαιρούλα και κατηγορεί τους πάντες και τα πάντα. Ξέχασε τι παλουκοπηδήχτρα ήταν στα νιάτα της. Αρσενικό για αρσενικό δεν είχε αφήσει που να μην το πάρει!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παλιός slang όρος που άκουσα πρόσφατα από υπέργηρο αλανιάρη Πειραιώτη.

Έτσι αποκαλούσαν τις τσαχπινομπιρμπιλογαργαριάρες που επιδίδονταν μετά μανίας στον πεοθηλασμό και το έφθαναν φυσικά μέχρι τον λάρυγγα.

- Βρε πώς έγινε έτσι η Τασία; Την θυμάσαι στα νιάτα της;
- Αμ και δεν την θυμάμαι! Ξεχνιέται τέτοια λαρυγγοπιπιλόζα παλουκοπηδήχτρα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία