Διακριτικό σεξ, κρυφό γαμήσι.

Αναφέρεται σε πλάνα ελληνικών φωσκολικών ταινιών αλλά και άλλων μέγιστων σκηνοθετών του τέλους του προηγούμενου αιώνα, όπου η κάμερα διακριτικά πριν το χώσιμο γύριζε πλάνο στο κομοδίνο με το αμπαζούρ.

- Έσμπρωξες χθες ρε λέα το Λενιώ;
- Αμή...
- Πού παιδί;
- Αρδηττό.
- Η χαρά του ματάκια!
- Τσ... κομοδίνο με καμπαρτίνα.

στο βάθος, κάτω από το αμπαζούρ, το κομοδίνο... (από BuBis, 08/07/09)Σκηνή σεχ τύπου τραίνο- πυροτέχνημα και όχι κομοδίνο (από Khan, 26/01/12)(από jesus, 26/01/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Επίθετο για την βύθιση πλεούμενου με όλο το πλήρωμα και τους επιβάτες πνιγμένους, χωρίς να προλάβουνε κιχ να πούνε.

Συνήθως συμπληρώνει μπινελίκια και καντήλια για αυτοχρισμένους υπερασπιστές δικών μας θέσεων και επιχειρημάτων, που φάγανε μεγάλη ήττα.

- Αυτό το αρχίδι για πρόεδρα, ήθελα και να κάτεχα ποιος το ψήφισε;; εε;;;
- Γιατί ρε κλαψόμουνο, αφού με αυτά που είπε καταφέραμε και πήραμε τις υπερωρίες μας σαν κανονική άδεια.
- Οι 'ρωρίες, ρε όργιο είναι φταλέ εξορισμού, ο πλαστήρας δεν παζάρεψε καν, μας πήγε αύτανδρους, που μουριές να βγάλει το μπορδέλο του γαμώ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κατούρημα ηχηρό. Θόρυβος της ούρησης, ο οποίος, λόγω φυσιολογίας (και γεωμετρίας) στα αρσενικά του είδους μας, είναι εντονότερος από αυτόν των θηλυκών.

- Λένα πα να ρίξω ένα!
- Άιντε, μπας και ακουστεί αντρός τσουρέ στο σπίτι!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μομφή-πρόγκημα για πράξη παρελθοντική που δεν μας αγγίζει μπλιώ (πλέον). Συνώνυμο: «μη μαστιγώνεις ψόφια άλογα».

- Η γυναίκα σου, με το πρόσχημα ότι δουλεύει σε μπορντέλο, πουλάει λαθραία τσιγάρα!!
- Χέσ'κα, χωρίσαμε δεκαετία και βάλε, τα ξερά σκατά στον τοίχο δεν κολλάνε.

! (από MXΣ, 12/04/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

1) Ο χαλασμένος
2) Ο εξαιρετικά άσχημος
3) Η κοκάλα, από κατάχρηση ουσιών.

- Καλά ρε μαλάκω, από όλους στον καφένε, αυτόνε βρήκες να ρωτήσεις, για το πώς θα πάμε στο χωριό της βάβως σου;;;;
- Ναι καλέ μου, γιατί τι είχε;
- Αυτός, Φούλη μου, ήταν σαν να τον βάρεσε η Παναγία με το τάβλι!!

...αφού τσαντίστηκε που όλο έφερνε ασσόδυα... (από Khan, 26/12/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο πάτος, ο τελειωμένος μηχανικός (πολιτικός, χημικός, ηλεκτρολόγος, μηχανολόγος... Ε.Μ.Π. Α.Π.Θ. ή άλλων ευαγών), που πήρε πτυχίο με το μόνο λαμπάκι στον εγκέφαλό του αναμμένο την «έξοδο κινδύνου», όλα τα άλλα νύχτα.

Χρησιμεύει για υπογραφή στον πάτο σχεδίων υπό την ιδιότητα «υπεύθυνος έργου», αλλέως μεκανίκο αυτοφωράκιας.

Η ντροπή του κλάδου.

- Καλά ματάκια μου υπόγραψες για παράδοση, δεν είδες τις διατομές του που είναι αούα;;;
- Μα υπεύθυνος υπογράφει ο dr Καραχάλιος επιθεωρητής δόκτωρ μηχανόλογος μηχανικός.
- Ντοτόρι του κερατά «ο μεκανίκο auditor!!» του Σπαθάρη καραγκιοζάκι, τσίμπα τώρα ένα εξάμηνο σταλίες...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τό σουβλατζίδικο στη Πλατεία Εξαθλίων.

- Μάστορα, τσάκα δυό παλιοσούβλακα διπλόγυρα, με απόλα.
- Ο καβροοός δεν έχει παλιοσουβλάκα..
- Καλά, κάντα με σάλτσα ομίχλης...
- Πάαινε βάρα κάνα βελόνι, ρε μαλακισμένο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τεμπέλης είναι και ο τέταρτος στην πρέφα, χαρτοπαίγνιον τεχνικότατον και δυσκολότατο, που παίζεται από τρεις μόνο παίκτες.

Ο τέταρτος, συνηθέστατα νιούμπης στό χώρο, παρεισφρύει στο τρίο με επίμονες παρακλήσεις, σωστός μπρηχτάκος, δηλαδή, με πρόθεση τάχα μου να γράφει τα καπίκια, απαλλάσοντας καποιον από τους άλλους τρεις από την επίπονη διαδικασία της εν πρέφα βαθμολόγησης.

Αντικειμενικός του τεμπέλη στόχος είναι η de profundis εκμάθηση του παίγνιου.

Σκηνικό σε Αγρινιώτικο καφενέ: -Ρε Σύλλα, τοσα χρόνια στο κουρμπέτι, συνέχεια τεμπέλης είσαι, τι διάολο, στούρνος είσαι και δεν εμαθες ακόμα πρέφα, απάενε για μάθιασμα καλύτερα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σε πολύ μεγάλη ποσότητα.

Από λαϊκή ρήση για το ύψος π.χ. του χιονιού («χιόνισε μέχρι το γόνατο») ή και από το βάθος του νερού («βραχήκαμε μέχρι το γόνατο»)

Εκ μεταφοράς, για το μέγεθος (βάθος ή διαμέτρημα) της μαλακίας του ανδρός ή της γυναικός.

- Μάκη πώς τον κόβεις το νέο διευθυντή που μας έκατσε;
- Πολύ γόνατο το παιδί, πήξαμε στη μαλακία επί δίωρο με τον λόγο του.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Από το ιγγιπόπειο άσμα ασμάτων.

Φυσικά χαρακτηρίζει γκόμενα σκυλί, μαύρο σκυλί.

- Γιώργη, κόψε δεξιά, τη μελαχρινή, την ωχαμάννα!!
- Αχαχούχαααα, ρε Μάνο πόσο έχεις να σμπρώξεις; now i wanna be your dog.
- Μμμ;;;;
- Τι μουου... ρε προστύχειο, «όλα τα ζα πούλησα, μα η σκύλα δεν πουλιέται», ό,τι νά 'ναι...

Iggy Pop, I wanna be your dog (από Khan, 17/08/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία