Αυτοπροσδιορισμός του νεοφανούς κινήματος των «Αγανακτισμένων», που τις τελευταίες μέρες έχουν στρατοπεδεύσει σκηνίτες σε Σύνταγμα και έτερες ανά την χώρα πλατείες, διακηρύσσοντας αρχές όπως «αυτοοργάνωση» και «υπέρβαση κομματικών πλαισίων».

Πηγή έμπνευσης για τους Αγανακτίστας στάθηκαν αντίστοιχες κινητοποιήσεις εν τηι Ιβηρικήι, εξού η ισπανοπρεπής / λατινοπρεπής κατάληξη -istas.

Αρχικά, δόθηκε η εντύπωση πως αφορμή για το κίνημα των Αγανακτίστας εστάθη η τρώση του ελληνικού φιλοτίμου εξαιτίας ισπανικού πειρακτικού συνθήματος: «Σσσσσ... Ησυχία μην ξυπνήσουμε τους έλληνες». Τελικώς απεδείχθη πως επρόκειτο για μισκουοτέισον και πως ισπανικό πανό με τέτοιο σύνθημα ουδέποτε είχε αναρτηθεί. Κάπως έτσι όμως στήνονται οι αστικοί (με όλη τη σημασία της λέξης) μύθοι.

Ο Θεόδωρος Πάγκαλος, πολιτικός αντιπαθέστατος πλην οξυδερκέστατος, χαρακτήρισε το κίνημα των Αγανακτίστας ως κίνημα μόδας, τουτέστιν απολιτικό και ανερμάτιστο.

Προσωπική γνώμη του γράφοντος είναι πως οι «αγανακτισμένοι» απλώς αναπαράγουν στάσεις και νοοτροπίες του παρελθόντος, αυτές ακριβώς που μας έφεραν ως το χείλος του γκρεμού, τρέφοντας την ψευδαίσθηση πως κάνουν ακριβώς το αντίθετο.

Επαίρονται πως η νέα γενιά εγκατέλειψε τη βόλεψη του καναπέ προς χάριν των κοινωνικών αγώνων, πως αφυπνίσθηκε. Εγώ λέω απλώς οτι μετέφεραν τον καναπέ τους σε δημόσιο χώρο. Εξακολουθούν να παραμένουν η γενιά της φραπεδιάς και του χαβαλέ, του αραλικίου και της αεργίας, η γενιά του «για όλους έχει ο θεός, ίσως το δικό μου άστρο νάναι κάπου εκεί στο φως». Αντιλαμβάνομαι ασφαλώς πως παρέχω μια κάπως ισοπεδωτική εικόνα και πως υπάρχουν οπωσδήποτε διαφοροποιήσεις και αποχρώσεις στην συνολική εικόνα, ωστόσο η γενίκευση και η σχηματοποίηση είναι συχνά αναγκαία κακά προκειμένου να υπάρξει αυτό που αποκαλούμε ερμηνεία.

Αυτό που κτγμ συμβαίνει, όχι μόνο με τους Αγανακτίστας αλλά με την συντριπτική πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας, είναι μια επίμονη, έως παθολογική, άρνηση αποδοχής της πραγματικότητας. Άρνηση (denial) είναι, ως γνωστόν, ψυχολογικός αμυντικός μηχανισμός κατά τον οποίο αγνοώ και δεν λαμβάνω υπόψη απειλητικές και δυσάρεστες όψεις της εξωτερικής πραγματικότητας, θεωρώντας τις ως προπέτασμα καπνού. Στα RPG υπήρχε κάτι ανάλογο, το disbelieve («ξε-πιστεύω»): αν λ.χ. θεωρούσες πως ένας Μάγος σου έστησε μια illusion ενός γκρεμού, εσύ μπορούσες να ξε-πιστέψεις τον γκρεμό και να προχωρήσεις κανονικά. Καμιά φορά πετύχαινε, καμιά φορά ο γκρεμός ήταν πραγματικός...

Ο τυπικός έλλην αρνείται να δεχθεί πως οι εποχές των Παχιών Αγελάδων έφτασαν στο τέλος τους. Πως η ευημερία την οποία απόλαυσε τα τελευταία 15-20 χρόνια (ας πούμε από το '95), για να μην πούμε 30 (απο το '81) ήταν ψευδεπίγραφη, είχε πήλινα πόδια. Τα δανειοδάνεια, διακοποδάνεια, χριστουγεννο-πασχαλοδάνεια και άλλοι ωραίοι δανειο-νεολογισμοί, ήταν στην πραγματικότητα τα λεφτά του γερμανού και του γάλλου καταθέτη που τα έδωσε για να τα πάρει πίσω με το παραπάνω. Ζήσαμε πάνω από τις δυνατότητές μας, δίχως να παράγουμε πρωτογενώς τον αντίστοιχο πλούτο. Ήταν ένα όμορφο όνειρο, από το οποίο μας ξύπνησαν απότομα. Και τώρα κάνουμε σαν αγουροξυπνημένα σχολιαρόπαιδα που αρνούνται πεισματικά να εγκαταλείψουν το ζεστό πάπλωμα και να σηκωθούν να πάνε σχολείο, κι ας γκαρίζει η μάνα αποπάνω τους.

Ο καθείς πρέπει να τεθεί αντιμέτωπος με τις ατομικές του ευθύνες. Όχι να τα φορτώνουμε πάντα στους «Άλλους» σαν κακομαθημένα παιδιά. Αιωνίως φταίνε κάποιοι «Άλλοι»: η πολιτική και οι πολιτικοί, το Σύστημα, το Κράτος, οι Αμερικάνοι, το Δουνουτού, ο Δίας που γαμιέται, ο Hermes που είναι ανάδρομος. Ποτέ ο Λαός, αυτή η εξιδανικευμένη, φασματική και μεταφυσική οντότητα.

Όμως οι Λαοί, εφόσον επιμένουν να λέγονται Λαοί και να αντλούν τα σχετικά πλεονεκτήματα, βαρύνονται με συλλογικές ευθύνες. Η μεταπολεμική Γερμανία πλήρωνε για 50 χρόνια βαρύτατες πολεμικές αποζημιώσεις σε Εβραίους και λοιπούς ολοκαυθέντες. Τα βάρη αυτά επιμερίστηκαν σε όλους τους γερμανούς πολίτες, είτε ήταν φανατίλες χιτλερικοί, είτε αδιάφοροι απολιτικοί, είτε δημοκράτες αντιστασιακοί. Πλήρωσαν όλοι ανεξαιρέτως, δεν έγινε κάποια έρευνα να διαπιστωθεί ποιοι είχαν αντιναζιστική δράση προκειμένου να εξαιρεθούν απ' τον τζερεμέ.

Aganaktistas στο Λευκό Πύργο, εδώ.

(Χιλιάδες τα χτυπήματα που δίνει, δεν βάζω άλλα)

Απόδοση του ισπανικού Los Indignados. Βλέπε και ζαπατουρίστας, los και σπανιώλης

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Φορτώνω κάποιον με αγγαρεία, ήτοι εργασία άνευ πληρωμής. Στο Στρατό και όχι μόνο.

Συνώνυμα: χώνω, μπριζώνω / βάζω στη μπρίζα, καβατζώνω, ρίχνω μπαλάκι, χαντακώνω, μπιφτεκώνω, πήζω κάποιον, τρέχω κάποιον. Τα δύο τελευταία με την ενεργητική σημασία.

Εξ ου και «βυσμάτωμα» = χώσιμο, καβάτζωμα, τρέξιμο (π.χ. τον έχω στο τρέξιμο), πήξιμο (π.χ. τον έχω στο πήξιμο), μπιφτέκωμα, μπρίζωμα (κατά την 3η σημασία του Μέσιου ορισμού).

Το ρήμα απαντάται συνήθως ως παθητικό, με τον ίδιο τον βυσματωμένο να εκφράζει την ξενέρα και την αγανάκτησή του, πνέοντας μένεα κατά του βυσματοδότη.

[I]- Τον παλιόπουστα, με βυσμάτωσε να μεταφέρω αυτά τα κωλοβιβλία από το γραφείο του στην αποθήκη, γαμώ το Χριστό του!
- Έμ, κολλητηλίκια με τον καθηγητή μου 'θελες μωρή λουμπίνα...[/I]

Είναι εν προκειμένω ενδιαφέρουσα η αμφισημία του όρου βύσμα. Το να έχεις βύσμα (άκρη, δόντι, γωνία) είναι ευλογία, πολλώ μάλλον στις αντίξοες συνθήκες του Στρατού. Το να σε βυσματώνουν είναι, αντιθέτως, κατάρα. Το ίδιο παρατηρείται και με ορισμένα συνώνυμα, όπως το καβάτζωμα: καβατζωμένος νοείται συνήθως ο βολεμένος, είναι όμως και ο χωμένος, αυτός δλδ του οποίου ο πολύτιμος ελεύθερος χρόνος καβατζώθηκε, σφετερίστηκε από κάποιον άλλο.

Trivia - διαβάζετε με ευθύνη σας. Iστορικά, η αγγαρεία ως εργασία άνευ ανταλλάγματος, είναι μια εκ των υποχρεώσεων των δουλοπαροίκων (serfs), σε φεουδαλικά - δουλοπαροικιακά καθεστώτα. Oι serfs, όντας δεμένοι με τη γη που τους παραχωρήθηκε από τον άρχοντα - χωροδεσπότη, έχουν την επιπρόσθετη υποχρέωση να προσφέρουν άνευ αμοιβής εργασία, στο ιδιόκτητο κτήμα του αφέντη (reserve), για ορισμένες μέρες το χρόνο (συνήθως 21).

  1. - ...το γνωστό «βυσμάτωμα» των γιατρών-επιμελητών των Κ.Υ και Π.Ι., των αγροτικών γιατρών και των ειδικευόμενων. [...] Καλούνται να εφημερεύουν 15-18 ημέρες το μήνα και να εκπαιδεύονται στου «κασίδη το κεφάλι» χωρίς την παρουσία τις περισσότερες φορές των εκπαιδευτών τους - επιμελητών.
    (από εδώ)

  2. Αυτο βεβαια, σημαινει πως πλεον υπαρχουν δυο ειδων praetoriani, με εντελως διαφορετικους ρολους και βυσματωμα. Απο τη μια, ειναι οι αστυνομικοι που φυλανε τους πατρικιους, τους οποιους καποιοι ρατσισται και σεξισται τους ονομαζουν κοροιδευτικα φιλιπινεζες. Απο την αλλη, ειναι οι αστυνομικοι που ξυλοφορτωνουν τους αναιδεις πληβειους, τους οποιους καποια κωλοπαιδα τους ονομαζουν μπατσους-γουρουνια-δολοφονους, παρατσουκλι τελειως αδικο αφου τα γουρουνια ειναι γλυκουλικα ζωακια, και οποιος δεν με πιστευει να δει την ταινια Babe.
    (Από εδώ)

  3. Υγειονομικό, παρουσιάστηκα Μεσολόγγι, Τεχνικός Αποθηκάριος. :o
    Πραγματικές ειδικότητες:
    Ελαιοχρωματιστής πυροσβεστικών φωλεών (τις επισκεύασα - έβαψα όλες, σε δύο στρατόπεδα)
    Τηλεφωνητής (βυσμάτωμα από τους παλιούς επί ένα μήνα) (από εδώ)

wanted: καταζητούμενος ή επιθυμητός; (από BuBis, 28/09/09)μη με βυσματώνεις ρε γαμώτο... (από BuBis, 28/09/09)χωριανοί! αδικήθηκε ο μπλακτζόνης! (από BuBis, 28/09/09)Είναι ατομο ο έλεκτρον; Η μήπως έιναι συγγραφική ομάδα, όπως αναφέρει στο τρίτο του σχόλιο;  (από GATZMAN, 28/09/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λίαν εντυπωσιακός και extreme τύπος κόμμωσης, σύμβολο μιας ολόκληρης γενιάς.

Αμερικανιστί είναι γνωστό ως Mohawk, βρεττανιστί ως Μοhican, αλλά και (σπανιότερα) ως Mowie. To styling απλό: ξυρίζεις τελείως τις δύο πλάγιες όψεις του τριχωτού της κεφαλής, αφήνοντας στην κορυφή, στο μέσον ακριβώς, μια άθικτη λωρίδα μαλλιού να κυματίζει ανέμελη. Το αποτέλεσμα απλά βγάζει μάτια.

Ονομάστηκε έτσι από την ιθαγενή αμερικανική φυλή των Mohawk, για τους οποίους σώζονται μαρτυρίες πως όταν πήγαιναν στον πόλεμο, ξύριζαν το κεφάλι τους κατ’ αυτό τον τρόπο.

Η μοϊκάνα έγινε το απόλυτο σύμβολο της υποκουλτούρας των Punks, στις αρχές της δεκαετίας του '80. Αργότερα υιοθετήθηκε και από άλλα groups και άλλες υποκουλτούρες, όπως π.χ. αυτή του Goth (γκοθάδες), υφιστάμενη κάθε φορά ποικίλες μετατροπές και διαφοροποιήσεις. Η μοϊκάνα δεν θα αργήσει να χρωματιστεί και πολιτικά, με την θερμή υποδοχή που της επιφύλαξαν οι νέας κοπής αναρχικοί/αντιεξουσιαστές (που ασφαλώς ανήκαν στο πολύ ευρύτερο ρεύμα των punk rockers). H σημειολογία της είναι άκρως ενδιαφέρουσα. Διαθέτοντας αρχαίες πολεμικές περγαμηνές, συμβολίζει την προσχώρηση / εμπλοκή του φέροντος αυτήν, στον ακήρυχτο κοινωνικό πόλεμο εναντίον κάθε είδους Αρχής, που συνήθως συγκεκριμενοποιείται (ή μήπως συμβαίνει το αντίθετο;) στο Κράτος, την Κυβέρνηση, το Σύστημα Εξουσίας, τον Καπιταλισμό, τον Ιμπεριαλισμό και (πιο πρόσφατα) την Παγκοσμιοποίηση.

Αυτός ο συσχετισμός με τους Ινδιάνους και την όλη ερυθρόδερμη μυθολογία (αντίσταση κατά του Λευκού, αδούλωτο πνεύμα, νομαδικός τρόπος ζωής, μυστικιστικές συνάφειες με τη Μητέρα Φύση) εξηγεί κατά το μεγαλύτερο μέρος την απίστευτη δημοφιλία της. Όμως κάτι υπολείπεται από την εικόνα για να είναι πλήρης, κι αυτό είναι η Ψυχολογία. Το απομονωμένο περήφανο τσουλούφι στην κορυφή της κεφαλής, δημιουργεί ευθέως φαλλικούς συνειρμούς, είναι φαλλικό σύμβολο. Όπως οι οβελίσκοι, τα μενίρ, τα αγάλματα των νησιών του Πάσχα και τόσα άλλα μνημεία, η αρρενωπή μοϊκάνα διατρανώνει την αδάμαστη ενεργητικότητα του κατόχου της, την ατσάλινη θέλησή του για επικυριαρχία, επιβολή, επικράτηση. Ο φαλλικός συνειρμός καθίσταται ακόμη περισσότερο άμεσος στην περίπτωση που η μοϊκάνα συνδυαστεί με τα καρφιά (spikes), τα οποία μορφοποιούνται με τη βοήθεια ποικίλων κολλωδών ουσιών. Η μοϊκάνα είναι απλά μνημειώδης, τελεία και καύλα.

Διατήρηση. Στην περίπτωση της απλής μοϊκάνας (μακρύ τσουλούφι που πέφτει προς τα πίσω), το μόνο που έχεις για να νοιαστείς είναι το τακτικό ξύρισμα των πλαγίων όψεων, ώστε να οριοθετείται με σαφήνεια το τσουλούφι. Θέλει βέβαια λίγη εξάσκηση για να πετυχαίνεις την τέλεια διαγράμμιση, αλλά σε γενικές γραμμές τα πράματα είναι εύκολα. Σε άλλες παραλλαγές, όπως αυτήν όπου το τσουλούφι διαμορφώνεται σε τεράστια καρφιά, κατακόρυφα διατεταγμένα, ίσως υπάρξουν (στην αρχή τουλάχιστον) κάποια ζόρια, αναλόγως και την επιδιωκόμενη πολυπλοκότητα. Για τη συγκράτηση των καρφιών (που ενίοτε αναφέρονται ως Liberty spikes, εκ της ομοιότητάς τους με τα καρφιά της κόμης του αγάλματος της Ελευθερίας στη Ν.Υ.) επιστρατεύονται κάθε είδους κόλλες, ασπράδια αυγού, ζελατίνη, άμυλο καλαμποκιού, καθώς και ειδικά προϊόντα styling (σπρέι, τζελ, αφρός, κερί κλπ). Περιττό να αναφέρουμε ότι τα τελευταία θεωρούνται φλώρικα και απορρίπτονται μετά βδελυγμίας από τους ορίτζιναλ μοϊκανούς, που προτιμούν να ζέχνουν αυγουλίλα παρά να υποκύψουν στα θέλγητρα του καταναλωτισμού και να θεωρηθούν επαναστάτες γιαλαντζί και υποφρικιά. Αν πάλι γουστάρεις το λουκ περικεφαλαία, με έναν ορθωμένο συνεχή τοίχο μαλλιού να τέμνει δεσποτικά απ' άκρου εις άκρον το κεφάλι σε δύο ημισφαίρια, τότε θα πρέπει μάλλον να γίνεις μάστορας και στο πιστολάκι, προκειμένου η φούντα σου να αποκτήσει την πολυπόθητη ξηρή εμφάνιση.

Πολλές μοϊκάνες βασίζονται και στη χρήση έντονων χρωμάτων (ροζ, κίτρινα, κόκκινα, πορτοκαλιά, μοβ), τα οποία μπορεί και να τίθενται εναλλάξ, σχηματίζοντας ψυχεδελικά ουράνια τόξα. Τα εγχώρια φρικιά ποτέ δεν πολυσυνήθιζαν την εμπριμέ μοϊκάνα. Όντας πολύ πιο μπρουτάλ και θιασώτες της sancta simplicitas (άγια απλότης), δεν ένιωθαν άνετα με τέτοιου είδους βρετανικίλες, που πάντοτε ήταν πιο πολύ μόδα και λιγότερο εξεγερσιακή στράτευση. Τα ίδια πάνω κάτω ισχύουν και για δεκάδες άλλες παραλλαγές του βασικού Mohawk, όπως το bi-hawk (δύο λωρίδες), το tri-hawk (τρεις λωρίδες, αναγκαστικά μικρότερες, όσο αυξάνεται ο αριθμός τους τόσο μειώνεται το πλάτος τους), το duo-hawk (όταν η λωρίδα ξεκινά ενιαία για να χωριστεί κατόπιν σε δύο τμήματα), το dreadhawk (όταν η τούφα πλάθεται σε τζίβα), το Inverted Mohawk ή Reverse Mohawk ή No-hawk ή Anti-hawk (όταν ξυρίζεις μόνο μια λωρίδα στην κορφή, εκεί που θα ήταν κανονικά το Mohawk), το Roman Mohawk ή Sunhawk (όταν η λωρίδα διασχίζει το κεφάλι εγκαρσίως, από το ένα αυτί στο άλλο, και όχι κατά μήκος, από το κούτελο ως το σβέρκο).

Το Halfhawk ή Tophawk συνιστά μια μεσοβέζικη κατάσταση, όπου το τσουλούφι καλύπτει μόνο το επάνω τμήμα του κεφαλιού, και δεν κατεβαίνει προς τα πίσω, στο σβέρκο. Είναι οπωσδήποτε πιο φλώρικο από την αυθεντική μοϊκάνα, πλην όμως έπαιξε αρκετά εδώ στην Ελλάδα, από όσους ήθελαν να είναι μέσα στο πνεύμα της εποχής, απέφευγαν ωστόσο να ταυτιστούν με τα άκρα.

Σε γυναίκες κυρίως απευθυνόταν το λεγόμενο Garbo-hawk: στις πλάγιες πλευρές αντί για ξύρισμα πέφτει απλά ένα πολύ κοντό κούρεμα, ενώ μια μεγάλη φράντζα (το ίδιο το hawk) πέφτει μπροστά και καλύπτει το ήμισυ του προσώπου, όπως περίπου στα γιαπωνέζικα καρτούνια. Κάτι παρόμοιο, σε εντελώς fashion victim πνεύμα, είχε κάνει πριν κάτι χρόνια η Βίσση.

Υπάρχει τέλος και το ντιπ για ντιπ φλώρικο Fauxhawk, όπου απλά έχεις αφήσει ελάχιστα πιο μακριά τα μαλλιά στο κέντρο και τα σηκώνεις με τζελ, χωρίς βέβαια να έχεις ξυρίσει καθόλου τα πλάγια. Είναι ένα από τα πολλά hairstyles των σημερινών ερμαφρόδιτων πιτσιρικάδων, εκφυλισμένη μορφή και μακρινή ανάμνηση της ένδοξης μοϊκάνας των 80's (άντε και λίγο των 90's).

Και αφορμής δοθείσης εκ του Faux, λίγη κοινωνιολογία για το τέλος. Πριν καμιά δεκαπενταριά χρόνια ακόμη, τα μοϊκάνια, τα πανκιά, τα φρικιά, οι ανάρχες, ενέπνεαν το δέος και το σεβασμό. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν θέσει ενσυνείδητα εαυτόν παρά την κοινωνία την οποία μάχονταν. Δεν κρύβονταν πίσω από κουκούλες διότι δεν είχαν τίποτα να κρύψουν. Ήταν αυτό που ήταν. Δεν το 'χαν δίπορτο. Δεν είχαν διπλή ζωή, του στιλ σήμερα τα σπάω στην πορεία με τους μπάχαλους και αύριο πάω με το γκομενάκι μου σε χλιδάτη καφετέρια και πληρώνω 4 ευρώ το νεροζούμι. Ο χώρος του «περιθωρίου» ήταν πολύ περισσότερο περιχαρακωμένος, ήθελε αρχίδια για να περάσεις στην αντίπερα όχθη. Το περιθώριο θέλει ζόρι και κουπί και δεν μπορείς πάντα να κάνεις το παπί, τραγούδαγε ο Μπουλάς στο Ελλάς.

Σήμερα όλα παίζουν, οι κίνδυνοι είναι πολύ περισσότεροι, δεν ξέρεις από πού να φυλάγεσαι. Στη σαλαμοποίηση αυτή κυρίαρχο ρόλο έχουν παίξει τα νέα μέσα επικοινωνίας με την τερατώδη ανάπτυξή τους. Σήμερα όσο εξτρίμ κι αν είσαι, όσο σουρωτήρι κι αν έχεις γίνει απ' το piercing, όσο εφημερίδα κι αν είσαι απ' τα τατού, δύσκολα θα πάρεις μια δεύτερη ματιά στο δρόμο. Όλα πλέον είναι μόνο μόδα, καμιά ουσία δεν υπάρχει (αν ποτέ υπήρξε). Όλα είναι απλά σημεία, όπως έλεγε ο λατρεμένος Jean Baudrillard. Kι αν ακούγομαι κάπως νοσταλγικός, ανασυστήνοντας ένα εξιδανικευμένο πλασματικό παρελθόν, να με συγχωρείτε, διότι το παρόν έχει το χαρακτήρα ενός tribute, ενός φόρου τιμής, μιας εκδήλωσης μνήμης.

Νομίζω πως περιττεύει.

(από BuBis, 21/08/09)

Σύγκρινε με μουλέτι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Θεμελιώδεις όροι του λεξιλογίου των μπιλντεράδων, σφίχτηδων και λοιπών αθληταράδων.

Στεγνός είναι ο γραμμωμένος, ο γραμμένος, ο κομμένος, ο γράμματας, ο κομμάτιας, ο φέτας, ο άγριος, ο χάρτης. Υπερθετικός του στεγνού είναι το ερπετό.

Στέγνωμα είναι η όλη διαδικασία που οδηγεί στην πολυπόθητη γράμμωση.

Κάπως λιγότερο συχνά, απαντούν και τα συνώνυμα άλιπος και εξαθλίωση του λίπους, αντίστοιχα.

Το σωστό στέγνωμα αποτελεί ζόρικη και μανουριάρικη υπόθεση. Δεν είναι για όλους, απαιτεί αρχίδια, ψυχικό και σωματικό σθένος. Συνίσταται στην σταδιακή, ρεγουλαρισμένη απώλεια σωματικού λίπους με παράλληλη σκλήρυνση των μυών και σαφέστερη διαγραφή τους.

Χαρακτηριστικό του μυός είναι η συμπάγεια και η ενότητα, ενώ του λίπους η αμορφία και η ρευστότητα. Η υπεροχή του ξηρού (στεγνού) έναντι του υγρού στοιχείου, αποτελεί κοινό τόπο της δυιστικής φιλοσοφικής σκέψης, αρχής γενομένης με τους Πυθαγορείους και τα περίφημα αντιθετικά ζεύγη τους. Διαμέσου δε της μεσαιωνικής φιλοσοφίας, επιβιώνει στον κοινό νου ως τα σήμερα.

Με καμία Παναγία δεν πρέπει να συγχέουμε το στέγνωμα με το απλό αδυνάτισμα! Το στέγνωμα αποσκοπεί στην ανάδειξη των μυών, όχι στην απλή απώλεια βάρους. Το σώμα, με την αποβολή του περιττού λίπους, αποκτά έτσι βαθιά κοψίματα, τα οποία δια της φωτοσκιάσεως δημιουργούν ένα καλαίσθητο πλαστικό αποτέλεσμα.

Εξ ου και το στέγνωμα λέγεται και κόψιμο, το στεγνώνω λέγεται και κόβω, ο στεγνός είναι και κομμένος.

Με το σωστό στέγνωμα, το δέρμα καταλήγει να γίνει λεπτό και διάφανο σαν τσιγαρόχαρτο. Γι' αυτό και είθισται να λένε στους γραμμωμένους: «πω ρε φίλε, χαρτί έχεις γίνει!». Εν προκειμένω, το «χαρτί» δεν σημαίνει απλά το τζιτζί και το γαμιστερό, αλλά νοείται τρόπον τινά κυριολεκτικά. Επί του χάρτου τούτου αναδεικνύονται, «πετάγονται», τα περίφημα και ψαρωτικά φλεβίδια. Ένας στεγνός είναι κατά κανόνα και λίαν φλεβικός.

Εκτός όμως από κόπο και ιδρώτα, το σωστό στέγνωμα θέλει και τρόπο. Σωστή διατροφή, καλός ύπνος και βέβαια φαρμακευτική υποστήριξη. Μέχρι κι η γιαγιά μου ξέρει πλέον οτι χωρίς φαρμακάκι η γυμναστικούλα είναι από ένα σημείο και μετά ματαιοπονία. Αν σου πάει τρεις και πέντε να μπεις με τη μία στα χοντρά, παίρνε τουλάστιχον συμπληρωματάκια διατροφής (σκόνες). Αν και μ' αυτά ζορίζεσαι, καλύτερα αραίωνε με το άθλημα και ρίχτο στο πλέξιμο, πιο μεγάλη επιτυχία θα έχεις εκεί.

Ειδικά steroids για στέγνωμα θεωρούνται συνήθως το Winstrol και το Αnavar. Όσον αφορά τα μη στεροειδή, προτιμάται η διεγερτική Εφεδρίνη και το βρογχοδιασταλτικό Clenbuterol. Όλα αυτά δρουν κατά του λίπους με διάφορους έμμεσους τρόπους (ενεργοποίηση μεταβολισμού κλπ). Το απόλυτο λιπολυτικό / λιποδιαλυτικό είναι η πανάκριβη αυξητική ορμόνη, που χτυπά στεγνά στο ψαχνό, καταστρέφοντας αυτούσια λιποκύτταρα και όχι μειώνοντας απλά το μέγεθός τους.

  1. - Τι πρόγραμμα έχεις για φέτος;
    - Λέω τον Οχτώβρη να μπω μια δίμηνη θεραπειούλα με Deca και Dianabol για να τσιμπήσω 4-5 κιλάκια και να ογκωθώ λιγάκι. Και μετά τα Χριστούγεννα ξεκινάω φουλ στέγνωμα.

  2. - Τον Αλέκο έχω να τον δω τόσο στεγνό από τότε που κατέβηκε στο Mister Hellas του '99 κι είχε έρθει τρίτος στη μεσαία κατηγορία... - Δεν τα 'μαθες, ξανακατεβαίνει σε αγώνα ο γίγαντας το καλοκαίρι, κι ας έχει πατήσει τα 45. Ψυχάρα σου λέω...

  3. - Μαλάκα έχεις στεγνώσει απίστευτα τώρα τελευταία; Για πες μας τι τρώς να μαθαίνουμε...
    - Τίποτα ρε, λίγο Winstrol σε χάπι, 3-4 τεμάχια τη μέρα, τρίχες σε σχέση μ' άλλους.
    - Έλα ρε συ, μπράβο. Ελπίζω να μη λες αρκούδες βέβαια...

  4. - Ο καινούργιος γυμναστής έχει τα πιο στεγνά τρικέφαλα που έχω δει ποτέ μου! Νομίζεις πως βλέπεις ξουράφια.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η φράση «ο Χ γέρνει» ισούται με «ο Χ είναι ομοφυλόφιλος» ή «ο Χ τον παίρνει».

Επομένως, ο σύνδεσμος και στο γνωστό τον παίρνεις και γέρνεις δεν είναι συμπλεκτικός και δεν συνδέει κατά παράταξη δύο κύριες προτάσεις. Διότι τούτο θα συνιστούσε πλεονασμό, σαν να λέγαμε τον παίρνεις και τον παίρνεις. Η σημασία του και είναι μάλλον συμπερασματική: τον παίρνεις άρα γέρνεις. Η δεύτερη φράση είναι το αποτέλεσμα της πρώτης, δηλ. αν κάποιος αρχίσει να τον παίρνει, στοιχειοθετείται τεκμήριο (μαχητό;) ότι γέρνει, ότι είναι πούσθης.

Κοντινότερο συνώνυμο του γέρνει είναι το κουνιέται.

Το γέρσιμο αναφέρεται φυσικά στο χαρακτηριστικό σπάσιμο της μέσης των λούγκρηδων καθώς αυτοί περιφέρουν το σαρκίο τους δώθε κείθε, με όλη τη χάρη μιας έφηβης νεράιδας όπως θα έλεγε ο vrastaman. H έκφραση είναι κυριολεξία, οι πούστιδι τω όντι γέρνουν. Αντιθέτως οι πιουρ αρσενικοί (οφείλουν να) είναι πάντα στητοί, ευθυτενείς, αλύγιστοι.

  1. (in da gym)
    - Έχεις προσέξει κάτι με το γυαλάκια που 'ρχεται και σου πιάνει την κουβέντα;
    - Όχι, τι;
    - Ότι γέρνει βρε μαλάκα... Όλο το gym το λέει... Πρόσεχε.

  2. - Το Νίκο τον βλέπω να γέρνει επικίνδυνα.
    - Βρε λες;
    - Δεν ξέρω, εσένα πώς σου φαίνεται;

Βλέπε και την τρίζει την όπισθεν και γαμιέμαι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αν σου πουν για κάποιον πως βρισκόταν πάντα στην άκρη της φωτογραφίας, αυτό σημαίνει πως ο τύπος ήταν εξαπανέκαθεν παρακατιανός, κομπάρσος της ζωής, ο τελευταίος των μοϊκανών, η τελευταία τρύπα της φλογέρας, ο πιο αδύναμος κρίκος.

Αναφερόμεθα φυσικά σε ομαδικές φωτογραφίες στα πλαίσια συλλογικοτήτων της παιδικής και νεανικής κυρίως ηλικίας: σχολικές τάξεις κατά την αποφοίτηση, φοιτητές μετά την τελετή ορκωμοσίας, ακόμη και φωτογραφίες από πιο informal καταστάσεις, όπως π.χ. μια σχολική ή φοιτητική εκδρομή.

Η θέση που θα καταλάβει κάποιος σε μια τέτοια φωτογραφία, διόλου τυχαία δεν είναι. Εξαρτάται από την ικανότητα κοινωνικής επιβολής. Αυτό που ο P. Bourdieu ονομάζει κοινωνικό κεφάλαιο, ας πούμε.

Οι γαμιάδες του σχολείου πιάνουν πάντα τις πιο τιμητικές κεντρικές θέσεις, περιτριγυρισμένοι από τα ωραία μουνάκια της τάξης. Στο άλλο άκρο του φάσματος, οι καρπαζοεισπράκτορες, οι τζανετάκοι και τα παιδιά της σφαλιάρας απωθούνται στα άκρα του κάδρου. Καμιά φορά δεν τα καταφέρνουν καν να μπουν στο κάδρο ή «κόβεται» το μισό τους σώμα...

Καμιά φορά βέβαια αυτές οι δυστυχισμένες υπάρξεις που μια ζωή βρίσκονταν στην άκρη της φωτογραφίας, επανεφευρίσκουν τον εαυτό τους στο εικονικό περιβάλλον του ίντερνετ και ζουν μια δεύτερη παιδική ηλικία - ή μάλλον μια πρώτη, καθώς την κανονική πρώτη την έχασαν.

Ασιστ: abas

Τι να μας πεις κι εσύ απ' τη ζωή σου κακομοίρη, μια ζωή στην άκρη της φωτογραφίας ήσουνα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γαζί ή κέντημα ή κεντίδι, είναι τα συνεχόμενα στίγματα στο πετσί των πρεζάκηδων από την μακροχρόνια ενδοφλέβια χρήση πρέζας (σουτάρισμα, βάρεμα, τοξοβολία).

Τα σημάδια απ' τα πρώτα τρυπήματα σιγά σιγά φεύγουν, με τη βοήθεια ίσως και κάποιας ειδικής αλοιφής. Αν όμως κολλήσεις με τη ζουζού (μιλάμε για κόλλημα βελόνας, κυριολεκτικά!) οι βλάβες είναι ανεπανόρθωτες και οι φλέβες δεν επανέρχονται στην πρότερή τους κατάσταση, «χάνονται» και δεν ξαναβγαίνουν ποτέ.

Το γαζί κάνει την εμφάνισή του συνήθως σε χέρια ή πόδια, ακριβώς πάνω από τη φλέβα. Όταν αυτές οι φλέβες καούν, επιστρατεύονται άλλες, όπως π.χ. του λαιμού. Όταν πλέον όλες οι υπόλοιπες φλέβες καταστραφούν και εξαφανιστούν, ύστατο σημείο για βαρέματα απομένει η ελιά, ψηλά κι εσωτερικά των μηρών, δίπλα στην οικογένεια. Από εκεί περνά μια μεγάλη και ανθεκτική κεντρική φλέβα. Συνήθως στην ελιά δημιουργείται και φωλιά, σημείο δλδ όπου, μετά από άπειρες ενέσεις, η σύριγγα βρίσκει στόχο σχεδόν μόνη της, χωρίς πολύ ψάξιμο. Σε εντελώς προχώ καταστάσεις, το πλαστικό σέο προσαρμόζεται στη φωλιά χωρίς καν τη μεσολάβηση βελόνας, και το σταφ χύνεται απευθείας μέσα. Το βάρεμα στην ελιά είναι λίαν επικίνδυνο: παίζει να κουτσαθείς ή να παραλύσεις από καμιά θρομβοφλεβίτιδα. Η ένεση ως γνωστόν δεν είναι παίξε-γέλασε, θέλει χέρια, δεν είναι για ατζαμήδες...

Άμεσες αιτίες του κεντήματος:

  • Πολυχρησιμοποιημένες βελόνες, που έχουν στομώσει και φθαρεί.
  • Η απρόσεκτη, σκιτζίδικη χρήση. Γενικά οι ενεσάκηδες δεν είναι αυτό που λέμε άτομα της υπομονής. Πάντα λαίμαργοι και καυλωμένοι, σκέφτονται μόνο πως να ξεχαρμανιάσουν. Η διαδικασία ανεύρεσης φλέβας είναι όμως μια τελετουργία βασανιστική, μανουριάρικη, που μπορεί να κρατήσει και ώρες. Απαιτεί συνεχείς δοκιμές με αναρροφήσεις (τρυπάς λίγο τη φλέβα για να δεις αν θα εισρεύσει αίμα στη σύριγγα, αν ναι τότε είσαι οκ). Πολλοί δεν την παλεύουν, κλατάρουν και βαράνε στο γάμο του Καραγκιόζη...
  • Το ξινό και άλλα φαρμακευτικά οξέα, που χρησιμοποιούνται για τη διάλυση της ακατέργαστης και νοθευμένης πρέζας. Το ξινό γαμάει και τα δόντια.

Η απλή πράξη του τρυπήματος, είναι από μόνη της μια αρρώστια, ανεξαρτήτως του όποιου ψυχοσωματικού εθισμού προκαλεί η ουσία. Οι τοξικομανείς, αλλά και άλλα άτομα που τοποθετούνται - ή θέλουν να αυτοτοποθετούνται - στο λεγόμενο «περιθώριο» (φυλακισμένοι, πανκιά, παλαιότερα κάποιοι ναυτικοί), τη βρίσκουν γενικά με το να ταλαιπωρούν το σώμα τους. Χτυπάνε τατού, κάνουν piercing, μέχρι και χαρακιάζουν το δέρμα τους με ξυραφάκι, χωρίς καμιά «καλλιτεχνική» πρόθεση (οι γνωστοί τσαμπουκάδες). Με τους τρόπους αυτούς, ξεσπούν στο ίδιο τους το σώμα, την οργή και το μίσος που έχουν σωρεύσει εναντίον της κενωνίας...

Για να καλύψουν τα κεντίδια στο δέρμα τους, οι πρεζάκηδες συνήθως χτυπάνε τατουάζ ακριβώς από πάνω. Τα παλιά τατουάζ, τα λεγόμενα «φυλακόβια», γίνονταν με την πρωτόγονη τεχνική των κόκκων πυριτίου: αποτελούσαν κάρφωμα πρώτης τάξεως οτι κάτι δεν πάει καλά με τον φέροντα. Άλλος τρόπος απόκρυψης των στιγμάτων είναι με τα μακριά μανίκια, που ορισμένοι δεν αποχωρίζονται ούτε το ντάλα καλοκαίρι...

- Πω ρε φίλε, για τσέκαρε μία τον πρεζάκια απέναντι! Τι κεντίδια είν' αυτά, τι ράμματα, γαζιά κανονικά κι ετς...
- Ε, ναι, μοδίστρα με τα όλα της ο τύπος μιλάμε...

σουτάρισμα και γαζόκρυψη (από johnblack, 19/07/09)μοδιστρούλα (από johnblack, 19/07/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λήμμα θεμελιώδες, που όλο το γυροφέρνουμε (δες εδώ, εδώ και εδώ) αλλά δεν έχουμε ακόμη αναμετρηθεί μαζί του στα ίσα. Δεν είναι δα κι εύκολο. Πάμε όμως.

Εν αρχή η ετυμολογία: εκ του αγγλικού freak, με παρετυμολογική επίδραση του ελληνικού φρίκη (πρβλ και χτικιό).

1Α. Κατά Μπαμπίνο, φρικιό είναι «νεαρό άτομο που ντύνεται και συμπεριφέρεται με τρόπο προκλητικά αντίθετο προς τις κοινωνικές συμβάσεις, συνήθως για να εκδηλώσει αμφισβήτηση, διαμαρτυρία κλπ».

1Β. Κατά τον παρεμφερή - αλλά ολίγον πιο αλανιάρικο και πολιτικά χρωματισμένο ορισμό του λεξικού της μικρής Βικούλας, φρικιό είναι:

Άτομο που μη θέλοντας να συμβιβαστεί - από δική του επιλογή και με πλήρη (;) συναίσθηση του περιβάλλοντος χώρου - αποστασιοποιείται και αποφασίζει να ξεχωρίσει από το κοινωνικό πλαίσιο, το οποίο θεωρεί σαν σύνολο άβουλων ατόμων. Ντύνεται «διαφορετικά» και συμπεριφέρεται «διαφορετικά», για λόγους προσωπικής του ικανοποίησης ή για να αναπληρώσει ψυχολογικό κενό. Φυσιολογική κατάσταση που οφείλεται σε αντίδραση κατά του κατεστημένου.

Και στους δύο ανωτέρω ορισμούς, τονίζεται λοιπόν το στοιχείο της προθετικότητας (intentionality). Ο όρος αναφέρεται στις προθέσεις του δημιουργού ενός (βασικά γραπτού) κειμένου, ποιός όμως μπορεί να αμφισβητήσει πως και η φρικοειδής εμφάνιση / συμπεριφορά δεν αποτελεί ένα είδος άγραφου Κειμένου, μέσω του οποίου το φρικο-υποκείμενο επικοινωνεί συγκεκριμένες - πλην νεφελώδεις - αντιλήψεις και κοσμοθεωρήσεις;

  1. Άτομο με πολύ άσχημη εξωτερική εμφάνιση. Περιπτωσιολογία:

α. Σταφιδιασμένα γερόντια με χωρίς καθόλου δόντια, ή μ' εκείνες τις τεράστιες καμπούρες που είναι σαν να κάνει το σώμα ορθή γωνία. β. Σακάτηδες και λοιποί παραμορφωμένοι. Μπορεί να έχουν τρακάρει με τρόλεϊ. Μπορεί τους έχουν κατεβάσει τη μάπα με άκουα φόρτε. Μπορεί να τους μάζεψε τα πόδια κανά τζετ σκι, όπως εκείνου του έρμου του Βασιλάκη Δοσούλα (που τώρα είναι μια χαρά το παλικαράκι). γ. Αυτοί που όταν ο Θεός έβρεχε ομορφιά, απλά κράταγαν ομπρέλα. δ. Χρήση του όρου για την περιγραφή πολύ άσχημης γκόμενας, θεωρείται μάλλον αδόκιμη και καταχρηστική, τη στιγμή που υπάρχουν τόσα και τόσα άλλα συνώνυμα.

  1. Άτομο γενικά κουλό, τόσο με την έννοια του ανίκανου, όσο κυρίως με την έννοια του περίεργου, του αλλόκοτου, του παράξενου, του sui generis, του ιδιότροπου, του υποχόνδριου, του μανιαμούνια, του απίθανου / ανύπαρκτου (με την κακή έννοια).
    Επίσης ο τυχοδιώκτης, ο άσωτος υιός, ο οτινανιστής, ο «όσα πάνε κι όσα έρθουν».

  2. Το μονόπλευρο, μονοδιάστατο άτομο. Άτομο που έχει φάει τρελή κόλλα με μια ορισμένη απασχόληση, η οποία τον έχει απορροφήσει σε βαθμό που να μην προλαβαίνει ούτε να κλάσει. Συνήθως θεωρεί εαυτόν ως αυθεντία επί του θεμάτου, και ουδεμίαν αμφισβήτησιν των σχετικών του γνώσεων ανέχεται. Περιπτωσιολογία:

α. Techno(logy) freak. Πωρωμένος με ηχοσυστήματα, τηλεοράσεις υψηλής ανάλυσης, υπολογιστές. Μιλά συνεχώς για pixel, blue-Ray, χωρητικότητα κλπ. Συνήθως είναι και γκατζετάκιας.
β. Internet freak. Υποκατηγορία του προηγούμενου.
γ. Gym freak. Όχι απαραίτητα μπιλντέρι. Μπορεί να είναι κι απ' αυτές τις κολωνακιώτισσες κυράτσες που ολημερίς τραβιούνται σε solarium, pilates, power yoga, power plate και λοιπές παπαριές. δ. Sea freak. Έχει αγοράσει ένα φουσκωτό της πλάκας και μας τα έχει πρήξει για το πόσο θαλασσόλυκος είναι (βλ. και σκαφάτος).
Και πολλά άλλα.

Σημείωση τέλους: όλες οι παραπάνω κατηγορίες φρικιών, επικοινωνούν πολλαπλώς και ποικιλοτρόπως μεταξύ τους. Πολύ συχνά ένα φρικιό εμπίπτει ταυτόχρονα σε δύο ή περισσότερες από αυτές.

Ασίστ: ΆΛΛΟΣ από Δημόσιο Πρόχειρο.

Δες Μηδικούς Πολέμους.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Προτεινόμενη απόδοση του αγγλικού «six-pack», που αναφέρεται στην εμφάνιση των γραμμωμένων, στεγνών από λίπος κοιλιακών μυών.

Το εξαπάκετον κάνει την εμφάνισή του στον κεντρικό κοιλιακό μυ, τον λεγόμενο ορθό. Όχι στους πλάγιους κοιλιακούς, με τους οποίους, ειρήσθω εν παρόδω, καυλώνουν περισσότερο οι γυναίκες (ή τουλάστιχον έτσι λένε). Για τους πλάγιους, όταν είναι γραμμωμένοι και εύσχημοι, συνηθίζονται εκφράσεις όπως χελώνα και κούρος.

Οι αγγλοσάξονες εμπνεύσθηκαν πιθανότατα τον όρο από τις συσκευασίες των έξι μπουκαλιών (μπίρας, κοακόλας, μεταλλικού νερού κλπ) που κυκλοφορούν στο εμπόριο (δες και μήδι νο 2). Η εξάδα αυτή των φιαλών παραπέμπει στα έξι τετραγωνάκια στα οποία χωρίζεται ο ορθός κοιλιακός μυς: δύο πάνω (σχεδόν πάνω στο διάφραγμα), δύο στη μέση (συνήθως τα ογκωδέστερα) και δύο κάτω. Κάτι σαν άβακας (από τα αγαπημένα διακοσμητικά θέματα της ανεικονικής τέχνης).

Τα κοιλιακά παρομοιάζονται κατεξοχήν με τετραγωνάκια σκακιέρας, εξ ου και αυτό που λένε οι γκόμενες για όσους που έχουν φετιασμένους κοιλιακούς :

- πω ρε συ, τι κοιλιά είν' αυτή;! Παίζεις άνετα σκάκι εκεί πάνω!

Όταν κάποιος είναι τίγκα στη γράμμωση, και συγχρόνως είναι αρκετά ογκωμένος, δεν μιλάμε πια για απλά τετραγωνάκια, αλλά για κυβάκια που προεξέχουν, σάρκινα εξογκώματα που 'χουν ανάμεσά τους χάσματα, ρήγματα, χαράδρες. Περνάμε δηλαδή από το ζωγραφικές αξίες (έμφαση στην επιφάνεια και το σχέδιο) στις πλαστικές αξίες (έμφαση στο ανάγλυφο και τη φωτοσκίαση).

Το εξαπάκετο λέγεται και τρίφτης, εκ της ομοιότητάς του με το γνωστό κουζινικό σκεύος. Άλλες δύο γκομενικές εκφράσεις θαυμασμού προς τον τρίφτη:

- Καλά, μιλάμε στους κοιλιακούς του Αργύρη τρίβεις τυρί!

- Βλέπεις κοιλιακό ο τύπος; Μπορείς να στίψεις το βρακί σου εκεί πάνω!

Εννοείται το εξαπάκετο δεν είναι για όλους. Αν δε διαθέτεις κανά τρελό γονίδιο, πιθανότατα θα χρειαστεί να εντρυφήσεις στα του αναβολισμού, ίσως και να χτυπήσεις καμιά λιποαναρρόφηση. Διότι το να κωλοχτυπιέσαι κάθε μέρα με εξακόσιες χιλιάδες επικύψεις, ροκανίσματα, ψαλιδάκια και άλλες ειδικές ασκήσεις (χωρίς διατροφική υποβοήθηση), δεν είναι μαγκιά. Είναι απλά μαλακία.

  1. Το εντυπωσιακό εξαπάκετο (six-pack) είναι ένα από τα θαύματα του ανθρώπινου σώματος. Οι κοιλιακοί είναι οι μόνοι γραμμωτοί μύες (σε αντίθεση με τους λείους μύες, π.χ. μήτρα, καρδιά) οι οποίοι δεν είναι σκελετικοί, δεν εδράζονται δηλαδή πάνω σε κάποια οστά (όπως π.χ. ο τετρακέφαλος στο μηριαίο οστούν). Αιωρούνται πραγματικά στο κενό.

  2. - Μαλάκα χτες με τράβηξε το μωρό σε ταβέρνα και φάγαμε του σκασμού. Λες να θολώσω;
    - Μιλάς και συ ρε καραγκιόζη με το εξαπάκετο... Τι ανάγκη έχεις αγόρι μου, εμείς με τη μπάκα που 'ναι σαν τραπεζάκι τι να πούμε;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο ορισμός, στα βασικά του στοιχεία, υπάρχει εδώ. Ένα updating ωστόσο δεν θα έβλαπτε, που θα εμπλούτιζε τις περί του θέματος γνώσεις μας και θα το έθετε σε μια ευρύτερη ιστορική προοπτική.

Σιδεράδικο είναι το παλαιού τύπου γυμναστήριο, το λεγόμενο και σφιχτάδικο. Στην κλασική του μορφή, μεσουρανεί κατά την ένδοξη δεκαετία του 1980, η οποία εχει εύστοχα χαρακτηριστεί - πάντα όσον αφορά τη χώρα μας - ως η «μητέρα» μας, η πολιτισμική γενέτειρα της εντελώς σύγχρονής μας εποχής.

Οι πιτσιρικάδες είναι τρελαμένοι με Arnold Schwarzenegger (Κόναν ο Βάρβαρος, Εξολοθρευτής) και Sylvester Stallone (Rocky, Rambo, Cobra). Το ίδιο το bodybuilding τότε ουσιαστικά καταξιώνεται, με το μεγάλο boost να έχει δοθεί από το Pumping Iron, το θρυλικό φιλμ-ντοκιμαντέρ του Άρνολντ, που σκάει στα 1977. Τα γυμναστήρια-σιδεράδικα, η νέα μαζική παράκρουση, ξεφυτρώνουν παντού, στεγαζόμενα κατά κανόνα σε υπόγες, λόγω των πενιχρών οικονομικών μέσων. Θρυλικό είναι π.χ. το σιδεράδικο του Σπύρου Μπουρνάζου, living legend του ελληνικού μπίλντινγκ, που ακόμα και σήμερα λειτουργεί στο ιστορικό υπόγειο, στη συμβολή των οδών Τροίας και Πατησίων στην Κυψέλη.

Τα όργανα γυμναστικής είναι, με τα σημερινά κριτήρια, πρωτόγονα. Απουσιάζουν τα εξειδικευμένα και πανάκριβα φιρμάτα μηχανήματα. Κυλιόμενοι διάδρομοι δεν υπάρχουν, τα στατικά ποδήλατα είναι ελάχιστα και συνήθως χαλασμένα. Κυριαρχούν τα λεγόμενα ελεύθερα βάρη: αλτήρες και μπάρες σε τεράστια μεγέθη. Τα όργανα είναι πολλές φορές hand made, χειροποίητα, π.χ. ο μύθος θέλει τον Μπουρνάζο να κατασκεύασε μονάχος του, με τα χεράκια του, τις τροχαλίες και τα άλλα σιδερικά του γυμναστηρίου του, αυτά τα οποία ο γάλλος φιλόσοφας Pascal Bruckner έχει χαρακτηρίσει ως τα «σύγχρονα όργανα των βασανιστηρίων».

Οι χώροι των σιδεράδικων μοιάζουν να χλευάζουν τον υγειινισμό και τον αποστειρωτισμό της εποχής μας. Ζέχνουν από ιδρωτίλα, βαριές αρσενικές οσμές που επιδεινώνονται από τη χρήση αναβολικών. Οι μουσικές επιλογές, μια φορά κι έναν καιρό, ξεκινούσαν και τέλειωναν στο soundtrack από τις ταινίες του Rocky (Eye of the Tiger, Burning Heart, Gonna Fly Now κλπ).

Ο μποντιμπιλντεράδικος χώρος και ο χώρος της νύχτας υπήρξαν εξ αρχής συγκοινωνούντα δοχεία. Πολλοί σφίχτες δραστηριοποιούνται ακόμη και σήμερα σε τομείς όπως το νταβατζιλίκι, η προστασία, τα ντράγκς, οι λαθραίες μεταφορές με νταλίκες κλπ. Τα σιδεράδικα κατηγορήθηκαν και στιγματίστηκαν ως φυτώρια παραβατικότητας. Πολλά απ' αυτά ανατινάχθηκαν κατά καιρούς, από βόμβες που έβαζαν αντίπαλες «ομάδες», στα πλαίσια του κλασικού «ξεκαθαρίσματος λογαριασμών». Ακριβώς όπως εξακολουθεί συχνά να συμβαίνει με καφετέριες και έτερα νυχτομάγαζα.

Αφού έπαιξαν χωρίς ουσιαστικό αντίπαλο για δυο σχεδόν δεκαετίες, αυτά τα γυμναστήρια-δεινόσαυροι, άρχισαν να εκτοπίζονται, στα τέλη των 90's, από τα νέα φρούτα των fitness clubs. Η μετάβαση σηματοδοτεί και μια ποιοτική μεταβολή στην όλη στάση του κόσμου απέναντι στην άθληση γενικότερα, θέμα πολύπτυχο επί του οποίου δεν θα επεκταθούμε. Το βέβαιο είναι πως τα σιδεράδικα παρήκμασαν κι άρχισαν να βάζουν λουκέτο το ένα μετά το άλλο. Διαμορφώθηκε μια νέα κοινωνική γεωγραφία του χώρου. Τα λίγα και καλά σιδεράδικα που επιβίωσαν, αναζήτησαν το ζωτικό τους χώρο στις λιγότερο ή περισσότερο υποβαθμισμένες περιοχές στα πέριξ του κέντρου της Αθήνας: Κυψέλη, Κολωνός, Πλατεία Βάθης, Άγιος Παύλος. Οι θαμώνες τους είναι στη συντριπτική τους πλειοψηφία αλλοδαποί: ρώσοι, αλβανοί, ρουμάνοι, γεωργιανοί, πακιστανοί, άραβες. Οι όποιοι έλληνες παραμένουν, ανήκουν συνήθως σε χαμηλές εισοδηματικές τάξεις.

Εκτός, βέβαια, κι αν πρόκειται για τους κλασικούς πωρωμένους, hardcore μπιλντεράδες, που θεωρούν τα νέας κοπής πολυτελή γυμναστήρια, φλώρικα και χώρους συνεύρεσης ομοφυλοφίλων (σ' αυτό δεν έχουν και πολύ άδικο). Προτιμούν λοιπόν να συναγελάζονται με τους ομοίους τους, σε περιβάλλοντα όπου ο ανταγωνισμός παραμένει υψηλός και όπου μπορούν να βρουν την κατάλληλη υποστήριξη / καθοδήγηση (προπονητικές συμβουλές, φάρμακα). Πολλοί τέτοιοι κάβουρες είναι διπλογραμμένοι, συχνάζουν δλδ και στο σιδεράδικο, αλλά και στο κυριλέησον fitness club της γειτονιάς τους, όπου πουλάνε μούρη, μοστράρουν το σώμα τους, την πέφτουν σε καμιά γκόμενα κλπ.

Οι τελευταίες εξελίξεις, χοντρικά από το 2004 και μετά, θέλουν και τα καινούργια κυριλογυμναστήρια να μην αντέχουν στον εξοντωτικό μεταξύ τους ανταγωνισμό και να συρρικνώνονται. Η ελληνική αγορά δεν σήκωσε τόση άθληση, μπούχτισε. Η νέα τάση ευνοεί μια ενδιάμεση μορφή γυμναστηρίου, κάτι ανάμεσα στο σιδεράδικο και το χλιδάτο φιτνετζίδικο. Είναι το συνοικιακό γυμναστήριο, που ενίοτε σηκώνει να το πεις και ημι-σιδεράδικο: φτωχομπινεδιάρικο στην ουσία και ψιλοπαρατημένο (άλλωστε λέγεται πως τα περισσότερα gym είναι βιτρίνες και πλυντήρια), τηρεί εντούτοις κάποια standards για τα μάτια του κόσμου.

  1. (από εδώ)
    ....Απο τα λιγοστά σιδεράδικα που έχουν απομείνει πλεόν.....Μουγκρίζουμε ελεύθερα,βρίζουμε ελεύθερα,κάνουμε προπόνηση χωρίς φανέλα ελεύθερα,πετάμε τα κιλά κάτω(το πάτωμα είναι τσιμέντο+μοκέτα...)ΚΑΙ η μουσική πάντα είναι 80s Rock+Disco......Δεν θα μπορούσα να φανταστώ τον εαυτό μου να κανει προπ σε κάποιο σύγχρονο gym,θα ήμουν σαν τη μύγα μεςτο γάλα

  2. (από εδώ)
    Η διαφορά είναι πως στα μεν παλιά καλά σιδεράδικα γυμναζόμασταν σε καθαρά μηχανικά όργανα με τροχαλίες που απέπνεαν μια βαρβατίλα και έδιναν μια ατμόσφαιρα μεταξύ Blade Runner και Mad Max, ενώ στα περισσότερα γυμναστήρια πλέον τα όργανα είναι «υδραυλικά» και φλώρικα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε