Το πλαστικό κουτί, πυργοειδούς σχήματος, που στεγάζει βασικά εξαρτήματα ενός PC: CPU, κάρτα ήχου, κάρτα γραφικών κλπ. Οθόνη, πληκτρολόγιο και ποντίκι βρίσκονται φυσικά εκτός πύργου. Πύργος νοείται μόνο για desktop, στο δε laptop πάνε όλα πακέτο.

Όσο πιο πωρωμένος κομπιουτεράκιας είναι κανείς, τόσο μεγαλύτερο πύργο διαθέτει, τον οποίο και παραγεμίζει με διάφορα χάιτεκ καλούδια, π.χ. πολλαπλά drives, σκληροί, κάρτες κλπ. Αυτοί οι πύργοι είναι συνήθως home made.

Τεράστιους πύργους έχουν κατά κανόνα οι servers.

Ορισμένοι μοντερνουά πύργοι είναι από διαφανές πλαστικό ώστε να είναι τα σωθικά τους σε κοινή θέα. Άλλοι κομπιουτεράκηδες θεωρούν μπανάλ τον πύργο και απλά αραδιάζουν πάνω στο γραφείο τους τα διάφορα ψιψιψόνια, π.χ. CPU, που κανονικά θα κρύβονταν εντός του πύργου.

  1. Oι φανατικοί λαπτοπάκηδες απεχθάνονται τους πύργους γιατί τους πιάνουν πολύτιμο χώρο.

  2. Τι έμαθα, ψάχνεσαι να αγοράσεις υπολογιστή; Μην κάνεις καμιά μαλακία και πας να τον πάρεις έτοιμο και σου πιάσουν τον κώλο. Θα πας να τα αγοράσεις όλα ξεχωριστά και θα με φωνάξεις να σου στήσω τον πύργο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κανονικά είναι όρος της μαγειρικής (όχι αυτής εδώ της μαγειρικής, για όνομα), σλανγκιστί όμως ισοδυναμεί με το κάνω / καπνίζω ένα τσιγάρο.

— Νομίζω ήρθε η ώρα να πά να τσιγαρίσουμε μετά απο τόσο πήξιμο.
— Ε ναι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Από το ιδιόλεκτο των τατουατζήδων (tatto artists).

Είναι -σχεδόν- συνώνυμο με το χτυπάω (ένα τατού). Υπάρχουν όμως μερικές σημαντικές διαφορούλες.

  1. Το χτυπάω ένα τατού δεν χρήζει αυτοτελούς καταχώρισης καθότι περιπτωσιολογικού χαρακτήρα. Το χτυπάω διαθέτει ευρύτατες εφαρμογές (π.χ. χτυπάω ένα σάντουιτς, χτυπάω καινούριο μηχανάκι, χτυπάω γκόμενα, χτυπάω οχταράκι στα Λατινικά, χτυπάω υποτροφία κ.ο.κ) και του αρμόζει ένα κατά το δυνατόν εξαντλητικό λήμμα-ομπρέλα.

  2. Όταν πας να κάνεις ένα καινούριο τατού, λες «πάω να χτυπήσω» ή «πάω να βαρέσω». Όχι «πάω να πατήσω».

  3. Όταν όμως έχεις:

α) ένα παλιό τατού που έχει ξεθωριάσει (πρασινίσει) από τον ήλιο, τη μη χρήση προφυλάξεων ή απλώς τον πανδαμάτορα χρόνο,
β) ένα ημιτελές τατού που χρήζει συμπλήρωσης,
τότε λες «θα πάω να το ξαναπατήσω» ή «θα πάω να το πατήσω».

  1. Πατημένο είναι το μέρος εκείνο που έχεις χτυπήσει τατού.

- Και το μπράτσο πατημένο το 'χει, και τους ώμους και τη πλάτη και την κοιλιά και όλα. Εφημερίδα σκέτη σου λέω ο τύπος. Μόνο τα πόδια έχει αφήσει λέει γιατί και καλά έχουν πολλές νευρικές απολήξεις και πονάει.

  1. Γενικά, το πατάω χρησιμοποιείται όταν αναφερόμαστε σε ένα συγκεκριμένο κομμάτι δέρματος.

- Την πλάτη δε στην πατάω που να χτυπιέσαι... είσαι τίγκα στις κρεατοελιές και μπορεί να γίνει καμιά μαλακία.

  1. Όταν δεν μας ενδιαφέρει να εξειδικεύσουμε το πού γίνεται το τατού, χρησιμοποιούμε πάντα τα βαράω και χτυπάω.

[I]- Που είναι ο μαλάκας ο Αμπού; Τον ζητάει μια γκόμενα στο τηλέφωνο..
- Μέσα είναι και βαράει σ' ένα παλικάρι, πάω να τον φωνάξω[/I].

  1. - Μπόιζ καλησπέρα..
    - Βρε καλώς το παιδί...
    - Έχετε δουλίτσα ή να σας πω μισό λεπτάκι;
    - Πες μου.
    - Είχαμε κάνει εδώ στον ώμο, πρόπερσι, αυτό το τραϊμπαλάκι αλλά έχει πάρει λίγο στις άκρες κι έλεγα να το πατήσουμε απο πάνω λίγο να έρθει...
    - Όταν σου 'λεγα να του βάζεις αντιηλιακό εσύ προφανώς μ' έγραφες στ' αρχίδια σου. Αυτό μόνο;
    - Αυτό και θα χτυπήσουμε κι ένα καινούριο στα πλευρά, έναν κινέζικο δράκο, έχω το σχεδιάκι έτοιμο.
    - Για να δω πότε θα σε βάλω τώρα...

  2. - Ουάου, γαμάτο ρε φίλε το τράϊμπαλ στον ώμο! Σε ποιον το χτύπησες;
    - Είναι ένα φιλαράκι που τα κάνει στο σπίτι του, με τα μισά λεφτά. Και μην το βλέπεις έτσι, το σχέδιο δεν έχει τελειώσει ακόμα, θα το ξαναπατήσω μόλις βρω κάνα φράγκο...

(από alamo, 05/06/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γαμεί και δέρνει, φυσάει, γαμοσπέρνει, και όλα τα σχετικά.

Για τους σχολαστικούς, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως υπερθετικός βαθμός του απλού τα σπάει. Αν υποτεθεί πως υπάρχει υπερθετικός μιας ήδη υπερθετικής έκφρασης.

Για τους ακόμη πιο σχολαστικούς, ιδού και η ανάλυση: όταν κάποιος (ή συνηθέστερα κάποια γκόμενα) τα σπάει, αυτό σημαίνει πως περνά και μας κάνει χοντρή ζημιά στον εγκέφαλο, πως τη βλέπουμε και μένουμε κούκλα, πως φεύγει κι αφήνει πίσω της συντρίμμια-αρρωστημένους-και-αγρίμια, πως περνά και τα κάνει όλα σμπαράλια / σκόνη και θρύψαλα (γεια σου ρε Κορκολή) και μετά μας γράφει στο μουνί της. Η ντίβα.

Όταν όμως μια μεναγκό τα σπάει ΚΑΙ τα ξανακολλάει, αυτό σημαίνει πως έχει την εξωπραγματική, θεϊκή ικανότητα να συλλέξει όλα αυτά τα μικροσκοπικά θράψαλα (sic) που δημιούργησε και να τα επανασυναρμολογήσει στην εντέλεια, αποκαθιστώντας το διαλελυμένο αντικείμενο στην ενική ολότητά του. Τα παραπάνω εννοείται με την απαραίτητη δόση τιραμισουρεαλισμού.

Αυτά. Και μην ακούσω οτι «δεν υπάρχει αυτό το πράγμα». Υπάρχει κανονικότατα κι ας μη δίνει χιτς στο γούγλε. Αν δεν σας αρέσει αυτό είναι άλλο καπέλο.

Αφιερωμένο εξαιρετίκαλλυ στο φίλο μου τον Κηάν, που μου ζήτησε ένα έμπειρο λήμμα.

Μαλέα μου πήρες γραμμή την καινούρια δασκάλα του αερόμπικ; Τα σπάει! Μόνο τα κοιλιακά της δες, τίποτα άλλο.
— Αγόρι μου, αυτή δεν τα σπάει απλά, τα σπάει και τα ξανακολλάει. Να ξέρουμε και τι λέμε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αναφέρεται σε ρούχα υπερβολικά εφαρμοστά/κολλητά στο σώμα. Όπως οι κάλτσες.

Γραμματικοσυντακτικώς, πρόκειται μάλλον για επίρρημα που δηλώνει τον τρόπο.

  • Τα τζιν τα φοράω πάντα κάλτσα για να διαγράφονται τα τετρακέφαλα από μέσα.

    Συνώνυμα:

  1. τσίτα (επίθ. τσιταριστός)
  • Το παντελόνι μου έρχεται τσίτα/μου είναι τσιταριστό.

    1. τέζα
  • Μου έρχεται τέζα το μπλουζάκι, θα το αλλάξω.

    1. βαφτιστικό (μαμαδίστικη σλανγκ)
  • Τι είν' αυτό το μπουφάν που αγόρασες παιδάκι μου; Αυτό είναι βαφτιστικό σου, δεν ντρέπεσαι να κυκλοφορείς έτσι έξω;

    1. σωλήνας (συνήθουσλυ μόνο για παντελόνια).
  1. Γουστάρω αυτά τα ιταλικά πουκαμισάκια, τα μεσάτα.. Και εννοείται πάντα χτυπάω ένα νούμερο μικρότερο, μη σου πω και δύο. Τα θέλω κάλτσα, να διαγράφεται το φλεβίδι στο χέρι.

  2. Μη το πάρεις τελείως κάλτσα, θα 'σαι σα γκαραγκιόζης.

Helllllllo, big boy! (από Vrastaman, 21/05/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Καταπλήσσομαι / εκπλήσσομαι έντονα από κάτι που μόλις είδα ή άκουσα. Τόσο που μένω ακούνητος και άλαλος σαν πλαστική κούκλα βιτρίνας (ναι, αυτές με τα ωραία βυζιά και τη λεπτή μέση που όλοι κάποτε έχουμε κρυφοκοιτάξει και μετά αποστρέψαμε γοργά από ντροπή το βλέμμα). Η έκπληξη, εννοείται, μπορεί να είναι για καλό αλλά μπορεί να είναι και για κακό.

Τα συνώνυμα (λόγια και σλανγκικά) μπόλικα. Ορίστε μερικά με τη σειρά που μου 'ρχονται:

Το θυμήθηκα από ένα παλικάρι που το είπε στο LoveBites του Αντ1 (τίμιο ριάλιτι, και το ξανθό μωράκι αυτής της βδομάδας τα σπάει και τα ξανακολλάει).

Μόλις είδε το γκομενάκι ο φλώρος έμεινε κούκλα.

Μένω Κου Κλουξ Κλαν (από Vrastaman, 21/05/10)Οι ελαφρώς τουκανιστές μπορούν να προσέξουν πώς ο Παυλόπουλος έμεινε Προκόπης κατά την διάρκεια των μπουκετιδίων. (από Khan, 08/06/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο καπάτσος, ο καταφερτζής. Ο διαόλου κάλτσα. Ο σαρβάιβορ.

Και γενικότερα: ο μαγκιόρος, ο έμπειρος, ο καραμπουζουκλής.

Λέγεται για γυναίκες, αλλά και για άντρες. Και στις δύο περιπτώσεις έχει το γούστο του, για διαφορετικούς κάθε φορά λόγους. Όταν το πεις σε γυναίκα, αλλά είσαι λίγο φλωράκος ή φοβάσαι μην παρεξηγηθείς, μπορείς να προσθέσεις το εκτονωτικό με την καλή έννοια. Κάτι σαν το να βάζεις emoticon στον γραπτό ιντερνετικό λόγο. Το καλύτερο είναι βέβαια να τις παινεύεις πουτάνες σκέτο νέτο, χωρίς πισωγύρια και επιφυλάξεις. Όπως μου έλεγε και μια φίλη μου πορνίδιο 22 Μαΐων, «το πουτάνα είναι τίτλος τιμής σήμερα για μια γυναίκα»...

Κάποιος μπορεί να είναι πουτάνα γενικώς στη ζωή του, είτε να είναι πουτάνα σε κάποιον ειδικό τομέα.

Στη δεύτερη περίπτωση είναι συνώνυμο με το μανούλα.

- Ο Khan είναι μεγάλη πουτάνα στη φιλοσοφία.

Λόγω του καταρχήν υβριστικού περιεχομένου της, η λέξη διαθέτει ισχυρές, ισχυρότατες συνδηλώσεις (connotations, που αφορούν κατά τον Μπάμπη ιδίως το συγκινησιακό, βιωματικό επίπεδο). Ακούς λ.χ. να φωνάζουν κάποιον πουτάνα και αμέσως σου 'ρχεται κείνο το μπουρδελάκι στη Θήρας όπου είδες για πρώτη φορά στη ζωή σου πουτάνα live.

Eξ ου τώρα και οι εξίσου ισχυρές υποδηλώσεις της λέξης (implications): αυτό που λανθάνει στη σημασία της λέξης, αυτό που δεν λέγεται ρητά αλλά υπονοείται.

Εν προκειμένω, αυτό που δεν λέγεται ρητά αλλά εννοείται είναι πως ο άνθρωπας πουτάνα-έμπειρος δεν είναι αυτό που λέμε με το σταυρό στο χέρι. Δεν είναι αυτό που λέμε καλό παιδί. Συνήθως (όχι πάντα ωστόσο) είναι χωμένος σε βρομοδουλειές και η ικανότητά του έγκειται στο να επιβιώνει και να βγαίνει κερδισμένος ισορροπώντας σε τεντωμένο σκοινί, στα όρια μτξ του νόμιμου και του παράνομου.

  1. - Ο Μάκαρος είναι μέγιστη πουτάνα και εξίσου μέγιστη μορφή.

  2. - Θα πετάξω λίγο μπούτι λίγο βυζί έξω και να δεις για πότε θα σταματήσει ταξί να με πάρει. Είμαι μεγάλη πουτάνα εγώ, όχι που θα κάτσω να περιμένω...

  3. - Lacan, η μεγάλη πουτάνα της ψυχανάλας στη Γαλλία και όχι μόνο.

- Lacan, η μεγάλη πουτάνα της ψυχανάλας στη Γαλλία και όχι μόνο. (από Khan, 10/05/10)

βλ. και δεν ακούς τη γριά πουτάνα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ιντερνετικό φόρουμ ή άλλο σάιτ, που έχει κατακλυστεί απο τρολς / trolls και ωσεκτουτού πάει απ' το κακό στο χειρότερο. Η πχιότητα τείνει σταδιακά στο μηδέν και οι σοβαροί χρήστες εγκαταλείπουν το σάι όπως τα ποντίκια εγκαταλείπουν το πλοίο που είναι να βουλιάξει. Μόνο οι κατσαρίδες μένουνε γιατί έτσι κι αλλιώς αυτές είναι αθάνατες, επιζούν κι από πυρηνική έκρηξη, λέμε τώρα..

Τα τρολ που έχουν κατακλύσει το σάι μπορεί να αντιστοιχούν σε πολλά πρόσωπα, μπορεί όμως και να πρόκειται για ένα και το αυτό πρόσωπο που μπαίνει και τα κάνει πουτάνα με πολλαπλούς λογαριασμούς.

Συνήθως σε τέτοιες περιφτώσεις, η ηγετική ομάς του σάι, η κλίκα (χωρίς εισαγωγικά, ας μη φοβόμαστε τις λεξούλες, δεν δαγκώνουν) καταλαμβάνεται από αμηχανία, αλλά παρ' όλαφ τα (γεια σου ρε τζίζα) το παίζει κουλ και ψύχραιμη και δεν τρέχει κάστανο. Σου λέει περαστικοί είναι αυτοί οι καραγκιόζοι, εμείς όμως ήμασταν εδώ και θα είμαστε ες τον αιώνα των αιώνων αμήν. Η κλιξ αντιμετωπίζει τα τρολ με συγκατάβαση, σε στιλ «ναι-αγόρι-μου-ο-γιατρός-έχει-πει-να-σου-λέμε-πάντα-ναι», προσπαθώντας έτζι να κρύψει τα διαολόνευρά της που κάποιοι αναιδείς της χαλάν τη σούπα. Η κλιξ εθελοτυφλεί και στρουθοκαμηλίζει, διότι αιστάνεται το σάι σαν παιδί της κι ως γνωστόν η μαμούλα το παιδάκι της πάντα όμορφο κι αψεγάδιαστο το βλέπει, ακόμη και μόγγολο να είναι ή αυτιστικό ή άσχημο σαν να το 'χει χτυπήσει τρόλεϊ (πραγματικό, αυτό με τις κεραίες, γιου νόου). Η μαμούλα-κλιξ βαυκαλίζεται πως όλα τα προβλήματα θα λυθούν από μόνα τους, ως δια μαγείας κι όλα θα επανέλθουν σε μια ειρηνική και παραδείσια εποχή όπου θα ρέει μέλι και γάλα και τα αλληλοσπέκια και τα αλληλοευλογήματα γενιών μεταξύ των μελών της θα δίνουν και θα παίρνουν.

Αυτά. Εννοείται οιαδήποτε ομοιότης με πρόσωπα, πράγματα και καταστάσεις είναι εντελώς μα εντελώς συμπτωματική. Όλα τα παραπάνω αποτελούν προϊόντα ισχυρής μεν, νοσηρής δε, μυθοπλαστικής φαντασίας του υποφαινόμενου.

Ασίστ: abas.

Άστα φίλος, γάμα τα, τρόλεϊ το κάνανε το αγαπημένο μας σάι...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αν σου πουν για κάποιον πως βρισκόταν πάντα στην άκρη της φωτογραφίας, αυτό σημαίνει πως ο τύπος ήταν εξαπανέκαθεν παρακατιανός, κομπάρσος της ζωής, ο τελευταίος των μοϊκανών, η τελευταία τρύπα της φλογέρας, ο πιο αδύναμος κρίκος.

Αναφερόμεθα φυσικά σε ομαδικές φωτογραφίες στα πλαίσια συλλογικοτήτων της παιδικής και νεανικής κυρίως ηλικίας: σχολικές τάξεις κατά την αποφοίτηση, φοιτητές μετά την τελετή ορκωμοσίας, ακόμη και φωτογραφίες από πιο informal καταστάσεις, όπως π.χ. μια σχολική ή φοιτητική εκδρομή.

Η θέση που θα καταλάβει κάποιος σε μια τέτοια φωτογραφία, διόλου τυχαία δεν είναι. Εξαρτάται από την ικανότητα κοινωνικής επιβολής. Αυτό που ο P. Bourdieu ονομάζει κοινωνικό κεφάλαιο, ας πούμε.

Οι γαμιάδες του σχολείου πιάνουν πάντα τις πιο τιμητικές κεντρικές θέσεις, περιτριγυρισμένοι από τα ωραία μουνάκια της τάξης. Στο άλλο άκρο του φάσματος, οι καρπαζοεισπράκτορες, οι τζανετάκοι και τα παιδιά της σφαλιάρας απωθούνται στα άκρα του κάδρου. Καμιά φορά δεν τα καταφέρνουν καν να μπουν στο κάδρο ή «κόβεται» το μισό τους σώμα...

Καμιά φορά βέβαια αυτές οι δυστυχισμένες υπάρξεις που μια ζωή βρίσκονταν στην άκρη της φωτογραφίας, επανεφευρίσκουν τον εαυτό τους στο εικονικό περιβάλλον του ίντερνετ και ζουν μια δεύτερη παιδική ηλικία - ή μάλλον μια πρώτη, καθώς την κανονική πρώτη την έχασαν.

Ασιστ: abas

Τι να μας πεις κι εσύ απ' τη ζωή σου κακομοίρη, μια ζωή στην άκρη της φωτογραφίας ήσουνα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γύψους έλεγαν τη δεκαετία του '80 οι φοιτητές τα πανεπιστημιακά συγγράμματα που τους διανέμονταν.

Το χαρακτηρισμό εμπνεύστηκαν τα τότε φοιτητόνια από την εμφάνιση των βιβλίων: δωρική, λιτή, απέριττη. Δεν υπήρχαν τότε πολύχρωμα φιγουρατζίδικα εξώφυλλα όπως αργότερα. Δεν υπήρχαν φωτογραφίες ούτε για δείγμα. Δεν υπήρχαν σκληρά εξώφυλλα και πλαστικοποιημένο χαρτί. Οι εποχές ήταν πιο ζόρικες. Τα εξώφυλλα ήταν κατά κανόνα άσπρα κάτασπρα, με μόνο κάτι μικρά μαύρα γραμματάκια πάνω (τίτλος, όνομα συγγραφέα κλπ). Μια πληκτική μονότονη ασπρίλα με μικρά μαύρα σκατουλάκια: ακριβώς σαν το γύψο με τις αφιερώσεις φίλων επάνω του αλλά κι εκείνες τις χαρακτηριστικές βρομίτσες που μαζεύει όταν έχει φορεθεί για καιρό... Σε κάποιες περιπτώσεις το χρώμα του εξωφύλλου μπορεί να ήταν και κάτι άλλο πλην του νεκρικού άσπρου, πάντα όμως μονοχρωμία. Και μιλάμε πάντα για χρώματα πολύ ανοιχτά, νερόβραστα και ξεθωριασμένα: κανα σιμπιζάκι, κανα εκρού του νεκρού, κανα σκοτωμένο πρασινάκι, τέτοια. Σαν γύψος βαμμένος με νερομπογιά δηλαδής.

Εννοείται πως αυτή η λιτή «γύψινη» εμφάνιση των βιβλίων δεν αφορά μόνο τη δεκαετία του '80. Από καταβολής Γουτεμβέργιου έτσι ήταν τα βιβλία, εξόν κι αν είχαν τίποτα χαρακτικά και τα ρέστα. Ενδεχομένως η έκφραση να υπήρχε και παλιότερα, π.χ. στα 60'ς ή τα 70'ς. Αυτό δεν το ξέρω σίγουρα. Το βέβαιο είναι πως για να φτάσει κανείς στο σημείο να σκαρφιστεί έναν τέτοια υποτιμητικό χαρακτηρισμό για το βιβλιαράκι του, πρέπει προηγουμένως το βιβλίο as such να έχει ευτελιστεί, να έχει απωλέσει το μύθο που το συνόδευε από καταβολής του. Κι αυτή η υποτίμηση έγινε δυνατή όταν άρχισαν να μοιράζουν τα βιβλία τζαμπέ με το κιλό. Αυτά είναι τα κακά του τζάμπα. Όταν κάτι το παίρνεις τζάμπα δεν το εκτιμάς. Όπως γίνεται και π.χ. και με την ψυχανάλα.

Για άλλες σλανγκικές ονομασίες πανεπιστημιακών και παρα-πανεπιστημιακών συγγραμμάτων, βλ. γκαρούτσος.

Το πατάρι μου έχει φισκάρει με κάτι γύψους απ' τον καιρό που σπούδαζα στη Νομική. Θα τα στείλω για φούντο μου φαίνεται.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία