Γκαρσόνι που σε γκαστρώνει μέχρι να σου φέρει την παραγγελία σου.

Ειδικεύεται στο να σε αγνοεί επιδεικτικά, διαθέτει υφάκι ξινίλας και δεν παραλείπει να σου θυμίζει με το βλέμμα ότι σου κάνει ΠΟΛΥ μεγάλη χάρη που σε σερβίρει (όταν και αν σε σερβίρει).

-Πάμε να φάμε στο Cuisine Paparisienne;
-Με τίποτα, έχει κάτι γκαστρόνια εκεί, ούτε αύριο δεν θα φάμε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ερίζω για γκέι τεκνό.

- Βρε, σταματήστε να γκερίζετε για τον μικρό.
- Αυτός άρχισε, πήγε να μου τον πάρει μέσα απ' τα πόδια!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση που λέγεται για να δηλώσει ότι ο εγκέφαλος έχει κουραστεί, χάνει λάδια, έχει κάψει φλάντζες (οι λόγοι πολλοί: άνοια, γηρατειά, καμένα / τσιγαρισμένα εγκεφαλικά κύτταρα, κλπ.).

Η έκφραση χρησιμοποιείται από τον «πάσχοντα» όταν δεν θυμάται κάτι ή/και όταν απαντήσει λανθασμένα σε ερώτηση, δηλώνοντας ότι μ' ένα μυαλό πορεύεται μια ζωή και άρα είναι λογικό να χάνει από κάπου το όργανο.

  1. «Ένα μυαλό χειμώνα καλοκαίρι και αυτό όχι πρώτης ποιότητας», λέει η μαμά μου!
    (εμπνευσμένο, από νετ)

  2. Άψογος, νέε μου. Το έχω χρησιμοποιήσει σε 5 παραδείγματα και δεν μπορώ να πιστέψω ότι δεν υπήρχε μέχρι τώρα ως λήμμα. Ένα μυαλό χειμώνα καλοκαίρι...
    (από σχόλιο του χρήστη acg στο slang.gr)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Φίλη-φίδι που ειδικεύεται στο να σου κλέβει τους γκόμενους και στο να σε θάβει πίσω από την πλάτη σου. Διαθέτει οσκαρικό ταλέντο υποκρισίας μπροστά στα θύματά της.

Σύνθετη λέξη από το καριόλα & φίλη.

Να την προσέχεις τη Χριστίνα, είναι καριοφίλη.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η απόκτηση μεγάλου χρηματικού ποσού, συνήθως σε μικρό χρονικό διάστημα και με δόλιες ενέργειες. Από το ρήμα οικονομώ > κονομάω (λαϊκ.)

Στην Ελλάδα, οι μεγάλες κονόμες γίνονται κυρίως από πολιτικούς και παρατρεχάμενους αυτών (βλ. Μίζενς, Bushchild=Βατοπαίδι, και λοιπά κονομιστά σκάνδαλα).

-Είδες ο Postman's Son τρελή κονόμα που έκανε με το Bushchild; Έχτισε τρία σπίτια και 2 εξοχικά!
-Έτσι είναι αυτά. Στην Ελλάδα, αν θες να προκόψεις και να τα κονομάς, πρέπει να γίνεις πολιτικός.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ψευδογαλλιστί, τον πούλο. Ακούγεται όπως το le poulet, που σημαίνει κοτόπουλο.

Ερευνάται η ετυμολογική σχέση μεταξύ κοτόπουλου και πούλου...

  1. Ο Τζόρτζεβιτς τα έχει φτύσει και θα πρέπει να ξεκουράζεται, αλλιώς θα κλατάρει σύντομα. Και χωρίς αυτόν λε πουλέ. (παράδειγμα από ποστ γαύρου στο νετ)

  2. Αν έχεις κανένα στοιχείο, πέτα το μπροστά μου, αλλιώς λε πουλέ και βούλο. (παράδειγμα από ποστ θυμωμένου στο νετ)

  3. Ρε βλακάκο βάζελε, πήγαινε φάε το καρότο σου κι άσε μας στην ησυχία μας! Άντε, ήρθατε να κάνετε την κωλοπροπαγάνδα σας ακόμη και στα φόρουμ μας! Λε πουλέ!!! (παράδειγμα από ποστ θυμωμένου γαύρου στο νετ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κυριολεκτικά, ικανοποιώ την επιθυμία μου για τσιγάρο (ή και άλλες ουσίες), μετά από στέρηση. Από την τούρκικη λέξη χαρμάνι (harman), που σημαίνει «μίγμα από διάφορες ποικιλίες καπνού».

Η αίσθηση ικανοποίησης και χαλάρωσης του στερημένου χαρμανιασμένου έπειτα από ένα τσιγάρο οδήγησε στη μεταφορική χρήση του ρήματος, το οποίο χρησιμοποιείται για να δηλώσει το ξέσπασμα και την ανακούφιση κάποιου έπειτα από μακροχρόνια στέρηση ενός οποιουδήποτε πράγματος.

Μεταφορικά, είναι συνώνυμο των: έρχομαι στα ίσα μου, ξεθυμαίνω, ηρεμώ, ξεσπάω.

  1. Είχα την ανάγκη να ξεχαρμανιάζω και να γράφω την αποψή μου, μιας και κανείς εκδότης-καναλάρχης-νταβατζής των ΜΜΕ, δεν μπορεί ν' αντέξει την ελευθερία της άποψης. (από νετ)

  2. Άσε, είχα τρεις μήνες να πηδήξω. Ευτυχώς που ήρθε το Μαράκι και ξεχαρμάνιασα λιγάκι.

  3. Τρελό πήξιμο στη δουλειά. Ευτυχώς που θα φύγω ένα τριήμερο να ξεχαρμανιάσω λιγάκι.

Αντώνυμο: Τώρα κλαίνε όλα τα αλάνια, που θα μείνουνε χαρμάνια! (από Hank, 12/06/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μνημειώδης προεκλογική προτροπή του Γιωργάκη, σε ανεπαναληπτίκ σαρδάμ, που τείνει από τώρα να γίνει κλάσικ.

Φημολογείται ότι, λόγω της απήχησης της συγκεκριμένης φράσης, ενδέχεται στις επόμενες εκλογές να μετονομαστούν οι κάλπες σε κάλτσες.

Την Κυριακή, ούτε μία ψήφος χαμένη. Δίνουμε όλοι το παρών στις ΚΑΛΤΣΕΣ!
(copyright Γιωργάκης Παπανδρέου)

(από babycat, 10/06/09)(από Hank, 13/06/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γκόμενα-μπρελόκ, στις διαστάσεις του συμπαθούς Πόκεμον Πίκατσου, η οποία ειδικεύεται στις πίπες (κυρίως επειδή οι άρρενες τη θέλουν μόνο γι' αυτό).

Συνώνυμα: πιπόβια, πιπατζού, πιπού

Χρησιμοποιείται καταχρηστικά και για χαρακτηρισμό αντρών.

  1. - Είδες την καινούργια γκόμενα του Μάρκου;
    - Ναι, πολύ μπάζο. Αλλά είναι πίπατσου, γι' αυτό τα φτιάξανε.

  2. - Αν η Μόνικα (Λουίνσκι, αυτή με τον Μπιλ και το φόρεμα) ήταν Πόκεμον, πώς θα την έλεγαν;
    - Πίπατσου.
    (από «ανέκδοτο» που είχε πέραση τότε με το σκάνδαλο του Μπιλ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τύπος γκόμενου/γκόμενας που πρήζει το νέο του/της αμόρε με ερωτήσεις για τους/τις πρώην. Σε περιόδους έξαρσης, το άτομο αυτό ψαχουλεύει για να βρει στοιχεία όταν νιώθει ότι οι απαντήσεις που του δόθηκαν δεν είναι επαρκείς.

- Πώς πάει με το Μαράκι;
- Άσ' τα, φίλε, είναι μεγάλη πρωηνατζού. Μ' έχει πρήξει μ' ερωτήσεις για τις πρώην μου. Τι ζώδιο ήταν, αν ήταν πιο όμορφες, καλύτερες στο κρεβάτι, ξέρεις.
- Αν ξέρω... Όλες έτσι είναι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία