Ρητορικό το ερώτημα.

Ο ερωτών όταν βρίσκεται σε δημόσιο χώρο και έχει έτοιμη κάποια μεγαλοπρεπή κλανιά, αντί να σφίγγεται και να ζορίζεται για να την κρατήσει μη τυχόν και φάει κράξιμο, ρωτάει τους παρευρισκόμενους: να κλάσω ή να φωνάξω; Σπανίως μένει αναπάντητη η ερώτηση, και ακόμη σπανιότερα απαντάει κάποιος, «κλάσε».

1) αν η απάντηση είναι «κλάσε», την αμολάει και np (no problem)
2) αν η απάντηση είναι «φώναξε», τότε πριν την κλανιά φωνάζει: κλάνωωωωωω, και κατόπιν ρίχνει την κανονιά.

Έτσι αντί για κράξιμο, βγαίνει και από πάνω αφού έγινε το θέλημα του άλλου.

Δεν χρειάζεται παράδειγμα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ευκολόπιστος, αφελής και λοιπές διαβαθμίσεις του χαζού, βλάκα κλπ.

Ρε τον μπουνταλά, πάλι του τη φέρανε.

(από Khan, 30/08/13)

Βλ. και τουντς

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ανέκαθεν, από πολύ παλιά.

Αυτή η κατάσταση έτσι τραβάει, αναντάν μπαμπαντάν.

Δες και αναντάμ παπαντάμ

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συνώνυμο του σερσερής, σερσέμης.

Μα τι αβανάκης που είσαι!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Οδήγηση αυτοκινήτου που στις στροφές το αυτοκίνητο πάει με τις μπάντες, δηλαδή με πλαγιολίσθηση.

Προϋποθέτει μεγάλη εμπειρία και ικανότητα γιατί ο έλεγχος του οχήματος επιτυγχάνεται με κατάλληλο χειρισμό γκαζιού, φρένων και ανάποδου τιμονιού. Είναι ο τρόπος που οδηγούν όλοι οι επαγγελματίες ραλλίστες, αλλά και μοτοσυκλετιστές, στο WRC για αυτοκίνητα και στο μότο κρος για μοτοσυκλέτες.

Μπαντιλίκια κάνουν όμως και πολλοί επιδειξίες οδηγοί, είτε για επίδειξη είτε για κόντρα με κάποιον άλλο οδηγό, μερικές φορές με ολέθρια αποτελέσματα.

Τις προάλλες που έστρωσε για καλά το χιόνι, βγήκα τσάρκα με τη μπέμπα και ξεσκίστηκα στα μπαντιλίκια.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Άχρηστο προϊόν, σκάρτο.

Χρησιμοποιείται και για χαρακτηρισμό προσώπων που δεν είναι αποδοτικοί σε ότι τους αναθέτουν, απεναντίας προκαλούν και επιπλέον προβλήματα στο περιβάλλον τους.

Παλιά οι καπνοπαραγωγοί μετά την αποξήρανση των καπνόφυλλων προχωρούσαν στη διαλογή τους ανάλογα με το μέγεθος και την ποιότητα των καπνόφυλλων, το λεγόμενο παστάλιασμα. Όσα φύλλα ήταν κακής ή απαράδεκτης ποιότητας, δηλαδή μη εμπορεύσιμα, τα άφηναν στην άκρη για πέταμα. Ήταν τα λεγόμενα ροφούζια. Αν ο καπνέμπορος εντόπιζε σε δειγματοληπτικό έλεγχο πολλά ροφούζια στα καπνοδέματα, η τιμή του καπνού έπεφτε δραματικά, με αποτέλεσμα το ροφούζι να προκαλεί ακόμη μεγαλύτερη ζημιά στον παραγωγό.

Πρόκειται μάλλον για τουρκική λέξη, αφού οι καπνοπαραγωγοί χρησιμοποιούσαν και άλλες τούρκικες λέξεις.

Προϊστάμενος υπηρεσίας διακαιολογείται στον διευθυντή του για την κακή εξέλιξη στις εκκρεμότητες της δουλειάς:
- Τι να κάνω κύριε διευθυντά; Ζήτησα ενίσχυση σε προσωπικό και μου στείλατε 2 άτομα, σκέτα ροφούζια.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λόγω του συναχιού η μύτη είναι βουλωμένη, οπότε ο συναχωμένος δεν έχει οσμή, έτσι είναι αυτός που δεν αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει γύρω του, είναι στην κοσμάρα του, πετάει χαρταετό. Αποτέλεσμα είναι να χάνει τις ευκαιρίες που του παρουσιάζονται.

- Ρε Γιάννη, ο δικός σου θα φάει καλά σήμερα, κοίτα πέσιμο που του κάνει το πιπίνι.
- Σιγά μη φάει, δεν τον βλέπεις που είναι συναχωμένος πάλι;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Tο κουράδι, το σκατό στις τουαλέτες των στρατοπέδων.

(Ο λοχίας σε νεοσύλλεκτο φαντάρο)
- Νέος, σήμερα σειρά σου στην Καλλιόπη.

(Μετά το πέρας της αγγαρείας)
- Νέος, εντάξει το πάλεψες το θηρίο;

Βλ. και σχετικά λήμματα κουράδα, κουράδα σε θέση offside, μουγκρί, το

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο ατάλαντος και άτεχνος παίκτης ποδοσφαίρου. Ο τσαπάς

Ρε, τι αγγούρι είναι αυτός. Μας χτίκιασε ώσπου να βάλει ένα γκολ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πακέτο - στοίβα χαρτονομισμάτων οποιασδήποτε αξίας και με οποιαδήποτε σειρά, τα οποία για να χωρέσουν στην τσέπη του παντελονιού διπλώνονται στα δύο. Και γίνεται φανερή η παρουσία τους στην τσέπη γιατί καταλαμβάνουν αρκετό χώρο.

Σίγουρα δεν χωρούν στο πορτοφόλι, το οποίο συνήθως δεν κουβαλάει μαζί του όποιος έχει παστάλι ή παστάλια. Ο τρόπος που τα βγάζει κανείς από την τσέπη είναι και ένα είδος επίδειξης. Αν τα χαρτονομίσματα είναι είναι λιγότερα σε ποσότητα και τα διπλώνει κάποιος όλα μαζί, έτσι ώστε να παίρνουν κυλινδρικό σχήμα, τότε λέμε πως τα έκανε μασούρι.

Παστάλι είναι μια στίβα από αποξηραμένα καπνόφυλλα περίπου ίδιου μεγέθους την οποία φτιάχνουν οι καπνοπαραγωγοί κατά τη διαλογή των καπνόφυλλων, ώστε όταν συγκεντρωθούν πολλά παστάλια να τοποτεθητούν όλα μαζί σε καπνοδέματα για να τα παραλάβει αργότερα ο καπνέμπορας.

Δεδομένου ότι κανένα φύλλο καπνού δεν έχει ολόιδιο σχήμα και μέγεθος με τα υπόλοιπα, ένα παστάλι καπνόφυλλων έφτασε να χαρακτηρίζει και τα χρήματα που στοιβάζονται με τον ίδιο τρόπο.

Κατά πάσα πιθανότητα πρόκειται για τούρκικη λέξη.

- Τι έγινε μεγάλε χθες το βράδυ, έβγαλες τίποτε γούστα;
- Με τι λεφτά ρε παιδιά; Τραβάω ζόρια τώρα τελευταία...
- Πλάκα μας κάνεις ρε κόπανε, αφού οι τσέπες σου είναι γεμάτες παστάλια.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία