Κάνω κάποιον άλογο σημαίνει τον κάνω να τρέχει σαν να ήταν άλογο. Να τρέχει και να μη φτάνει κιόλας.

Αυτό μπορεί να συμβαίνει γιατί τον ταράζω στη δουλειά. Στην περίπτωση αυτή το «κάνω άλογο» σημαίνει κάνω καψόνι και τον εξαντλώ. Ή μπορεί να συμβαίνει γιατί τον εκνευρίζω και δεν μπορεί να σταθεί σε ένα μέρος. Σε αυτή την περίπτωση το «κάνω άλογο» σημαίνει τρελαίνω, του σπάω τα νεύρα.

  1. Ο καινούργιος ο διευθυντής μας έχει κάνει άλογα. Τρίτο σάββατο στη σειρά μας κουβαλάει στο γραφείο.

  2. Καλά, η Ρίτσα κουρντίζεται πάρα πολύ εύκολα. Της έλεγε ο Βασίλης για τον Καρατζαφέρη και τι καλός που είναι και την έκανε άλογο. Σχεδόν χλιμίντριζε από τα νεύρα της.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έφαγα σφόλι είναι συνώνυμο με το έφαγα ήττα, έφαγα πακέτο, έφαγα πίκρα.

-Όλη η Ελλάδα έχει φάει χοντρό σφόλι στο χρηματιστήριο.
-Έ, όχι και όλη.

Βλ. και ψωλιά (τρώω), τρώω φόλα, τρώω πούτσα. Σχετικά: μένω καρότο, μένω πίπα, μένω μαλάκας, καγκελώνω, μένω κάγκελο

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μιλώντας κυριολεκτικά, μια βάρκα μπορεί να μπάζει νερά αν έχει τρύπα. Ένα σπίτι μπορεί επίσης να μπάζει νερά από την οροφή ή να μπάζει αέρα από τις χαραμάδες.

Όταν μιλάμε μεταφορικά, πολλές φορές η λέξη νερά ή η λέξη αέρα παραλείπονται και λέμε απλώς μπάζει. Εννοούμε ότι κάτι - ένα επιχείρημα π.χ. - έχει πρόβλημα και είναι ύποπτο. Όταν είναι διάτρητο και πολύ προβληματικό μπορούμε να πούμε ότι μπάζει απ' όλες τις μπάντες.

Όταν λέμε ότι κάποιος μπάζει είναι συνώνυμο με το χάνει το άτομο.

  1. Δεν μου αρέσει καθόλου αυτή η ιστορία, μπάζει από παντού. Ένας από τους δυο τους λέει ψέματα. Ή μπορεί και οι δυο.

  2. - Δεν πάει καλά ο δικός σου, μπάζει. Προχτές προσπαθούσε να με πείσει ότι οι Ελοχίμ μας έχουν εγκαταλείψει.
    - Και εσύ τι του είπες; - Του είπα να δει το τελευταίο βίντεο της Mataare.
    - Έ, εντάξει.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Βγάζω τις ψείρες. Το κάνουν πολύ οι πίθηκοι.

  2. Δίνω υπερβολική σημασία στις λεπτομέρειες, ψιλολογώ. Το κουράζω το πράγμα. Λέγεται και ψειρίζω τη μαϊμού. Είναι συνώνυμο με το ξεψειρίζω.

  3. Κλέβω. Παίρνω κάτι χωρίς να με πάρουνε καθόλου χαμπάρι, πολύ μουλωχτά. Δεν είναι το κλέβω με την έννοια της ένοπλης ληστείας, δεν μπορείς, δηλαδή να ψειρίσεις μια τράπεζα. Ούτε είναι το κλέβω με την έννοια της διάρρηξης, δεν μπορείς π.χ. να ψειρίσεις ένα χρηματοκιβώτιο. Ψειρίζει όμως ο πορτοφολάς και γενικά κάθε ελαφροχέρης.

  1. Δουλειά που θα ήθελες να κάνεις: Μα δεν είπαμε; Να ψειρίζω τίγρεις. Τώρα θα μου πείτε άλλο χόμπι, άλλο δουλειά. Όπως λέμε άλλο εξάσκηση και άλλο άσκηση επαγγέλματος. Ναι αλλά για σκεφτείτε να στηθώ στη πλατεία συντάγματος και ψειρίζω τίγρεις, τι λεφτά θα μαζέψω μόλις βγάλω ντενεκεδάκι! Λινκ

  2. Τις ψειρίζει πολύ τις εργασίες και πάντοτε φοβάμαι ότι θα αργήσει να τις παραδώσει.

  3. -Θυμάσαι μια φήμη που είχε βγει πριν μερικά χρόνια όταν είχε πάει ο Μπους στην Αλβανία ότι εκεί που έκανε χειραψίες μέσα στο πλήθος κάποιος του ψείρισε το ρολόι;
    -Σιγά να μην του το ψείρισαν, θα κόπηκε το λουράκι και θα του έπεσε κάτω

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ερώτηση στην οποία δεν υπάρχει απάντηση, τουλάχιστον όχι κυριολεκτική απάντηση γιατί οι μαλάκες προφανώς δεν διακρίνονται ανάλογα με το χρώμα τους. Γι' αυτό, όμως, και η ερώτηση έχει νόημα. Δείχνει ότι ο συγκεκριμένος μαλάκας στον οποίο απευθύνεται η ερώτηση είναι τόσο μεγάλος μαλάκας που όχι μόνο έχει ξεφύγει από την κλίμακα που μετράει τη μαλακία αλλά δεν χωράει πια και στην κατηγορία γενικότερα.

– Καλά ρε, τι χρώμα μαλάκας εισ' εσύ; Πήγες και είπες στη μάνα της ότι η Δήμητρα πάει μετά τη δουλειά και κάνει βάρδιες σε φραπενεία;
– Ε, τι να κάνω ρε... Η μάνα της την είδε ξαφνικά με λεφτά και νόμιζε ότι έκλεβε από το γραφείο.

Δες ακόμη τι μάρκα μαλάκας είσαι; και είσαι μαλάκας ή γιωτάς;.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέγεται με απειλητικό τόνο και σημαίνει «πλήρωσε», και πιο συγκεκριμένα «πλήρωσε αυτά που χρωστάς». Η ολοκληρωμένη έκφραση είναι «κατέβαινε τα λεφτά» - «κατέβαινε τα φράγκα» παλιά, «κατέβαινε τα γιούρια» τώρα. Η έκφραση με την έννοια αυτή λειτουργεί μόνο στην προστακτική - δεν υπάρχει, δηλαδή, «τα κατέβηκα τα λεφτά» ή «θα τα κατεβούμε».

Κατέβαινε τα λεφτά, ρε ... Άμα δεν είχες, να μην έπαιζες ...

κρυάδα (από xalikoutis, 02/06/09)

Η προστακτική στην αργκό: , -έκα, , έμπαινε, έφυγες, κατέβαινε, μπέκα, πάνε, πιάκε, τσάκω· ακόμη: προστακτική αντί για απαρέμφατο, συνεχής προστακτική ως στιγμιαία.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το ρήμα ρίχνω έχει πάρα πολλές σημασίες. Κυριολεκτικές (π.χ. ρίχνω από το παράθυρο, ρίχνω πέτρες, έριξαν το αεροπλάνο) και μεταφορικές (π.χ. ρίχνω μια ιδέα, έριξε την κυβέρνηση). Χρησιμοποιείται πολύ και στη σλανγκ, επίσης με πολλές σημασίες (πχ ρίχνω γκόμενα, ρίχνω έναν κρύο)

Στη σλανγκ το ρίχνω έχει και τη σημασία του αδικώ. Πιο ειδικά, αδικώ σε μοιρασιά. Μπορεί να εννοεί ότι κάποιον τον κορόιδεψα, τον εξαπάτησα και έτσι τον έριξα. 'Η μπορεί να εννοεί ότι επέβαλα μια αδικία με το έτσι θέλω. Όποιος βγαίνει χαμένος από τέτοια αδική μοιρασιά νιώθει ριγμένος.

Η αδικία μπορεί να φτάσει και μέχρι τον πλήρη αποκλεισμό. Αν δεν θέλουμε κάποιον (πχ σε μια παρέα) τον αποκλείουμε, τον αφήνουμε απέξω, τον ρίχνουμε.

  1. Ο πατέρας τους δεν άφησε διαθήκη όταν πέθανε. Όταν μοιράσανε τα χωράφια τον μεγάλο αδελφό που έλειπε στην Αυστραλία τον ρίξανε άσχημα. Του δώσανε ένα χωράφι, μεγάλο μεν αλλά γεμάτο κατσάβραχα και χωρίς νερό.

  2. Έγινε κακή συννενόηση και τελικά ήμασταν έξι και ειχαμε μόνο ένα αυτοκίνητο. Τι να κάνουμε, κάποιον έπρεπε να ρίξουμε..

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Βασικά, είναι συνώνυμο με το ό,τι, με το ό,τι νά 'ναι και με το γεια σου. Δηλαδή, χαρακτηρίζει άτομα που είναι άλλ' αντ' άλλων.

Μπορεί όμως και να σημαίνει και ότι κάποιος/α το παίζει χοντρά και είναι απλησίαστος/η.

  1. Έλα, μην τον παρεξηγείς... το ατομάκι είναι όπου, τελείως ό,τι νάναι, αφού στο είχα πει.

  2. – Λοιπόν φίλος, ψήνεται χοντρή κατάσταση με Παυλίνα...
    – Ναι, μη φας... δεν έχεις καμία τύχη. Η γκόμενα είναι όπου... αν δεν είσαι γκαφράς, πολύ απλά δεν παίζεις.

βλ. και τα ό,τι / όπου / όποτε

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σημαίνει και συνωστισμός, μεγάλο πλήθος. Το λέμε όταν ένα μέρος είναι πήχτρα τίγκα σε κάτι, ειδικά αν υπάρχει και σαματάς. Παρομοιάζουμε το πλήθος με τις άπειρες μπουρμπουλήθρες που βγαίνουν όταν βράζει νερό.

Μπορεί να εννοούμε και την αναστάτωση, αυτό που λέμε «βρασμός ψυχής».

Μπορεί να το πούμε και ειρωνικά, όταν δεν υπάρχει ίχνος από αυτό που ψάχνουμε σε ακτίνα πολλών χιλιομέτρων ή όταν τα πράγματα είναι πάρα πολύ ήσυχα, όταν δηλαδή υπάρχει νέκρα.

1
Είναι αδύνατον να κάτσεις στην παραλία βράδυ. Είναι ανυπόφορα, βράζει ο τόπος στα κουνούπια.

  1. Δεν μπορούσε να πλησιάσει η αστυνομία. Ήταν πολλές εκατοντάδες κόσμος και έβραζε ο τόπος από την αγανάκτηση.

  2. Βέβαια, κάθε βράδυ και σε άλλο μπαράκι θα πηγαίνουμε, μ' αυτό το πλευρό να κοιμάσαι. Βράζει ο τόπος στα μπαράκια. Μα καλά, πρώτη φορά ακούς για Ίφκινθος;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η έμμονη ιδέα. Η φανατική προσήλωση σε κάτι, ιδιαίτερα όταν αυτή οδηγεί σε εκκεντρική συμπεριφορά. Αν κάποιος φάει μια πέτρα στο κεφάλι θα ζαλιστεί ή και θα χάσει τις αισθήσεις του και όταν συνέλθει θα συμπεριφέρεται αλλοπρόσαλλα - από εκεί μάλλον βγαίνει.

Συνώνυμα είναι η λόξα, η τρέλα με κάτι.

  1. Έχει μεγάλη πετριά με το ψάρεμα. Κάθε μέρα τέσσερις το πρωί ξυπνάει. Και δεν μπορείς να φανταστείς τι λεφτά ξοδεύει - καλάμια, δολώματα και ξέρω 'γω τι άλλο.

  2. Καλό κορίτσι η Παναγιώτα, δε λέω, αλλά από τότε που πήγε εκείνο το ταξίδι στην Ινδία άρπαξε χοντρή πετριά με τις θρησκείες. Όλη μέρα καίει λιβάνια και λέει Ομμμμ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία