Λέμε ότι σε κάποιον είναι σαν να έβαλαν νέφτι στον κώλο άμα δεν μπορεί να σταθεί σ' ένα μέρος και γυρνάει σαν τη σβούρα. Το λέμε και άμα κάποιος τρέχει πολύ γρήγορα. Η έκφραση βγήκε γιατί το νέφτι τσούζει πολύ.

- Μόλις άκουσε ότι έρχεται ο Βρασίδας με δυο φουσκωτούς για να πάρει τα λεφτά, την έκανε με χίλια. Λες και του είχανε βάλει νέφτι στον κώλο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Λέγεται για κάποιον που βασικά είναι του σκοινιού και του παλουκιού (κλέφτης, απατεώνας, νταβατζής), αλλά ορισμένοι έχουν την εντύπωση ότι είναι καθώς πρέπει και γλυκό αγόρι.

Λέγεται επίσης και «παιδί μπουμπούκι» και «παιδί για υιοθεσία».

- Άσε ρε, παιδί κουφέτο κι αυτός, τι να σου πω... μην τον βλέπεις έτσι που το παίζει κυριλέ κι επιχειρηματίας. Άκου με και μένα, χρωστάει σ' όποιον μιλάει Ελληνικά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αναγκάζομαι να υπομείνω μια δυσάρεστη κατάσταση ή έναν ενοχλητικό άνθρωπο. Αυτό συμβαίνει είτε γιατί κάτι μου το επιβάλανε, είτε γιατί δεν το περίμενα και δεν μπόρεσα να το αποφύγω εγκαίρως. Είναι σαν να έχω φάει ένα χαστούκι στο πρόσωπο, δηλαδή στη μάπα.

  1. Δεν είναι πια να πηγαίνεις πουθενά. Τρως στη μάπα όλη την κίνηση, τα φορτηγά, τις ουρές στα διόδια και θέλεις τέσσερις ώρες να κάνεις εκατό χιλιόμετρα. Και γιατί; Για να φας στη μάπα μετά όλο το συνωστισμό στην παραλία.

  2. Άμα θα είναι κι αυτός, εγώ δεν έρχομαι. Τον έφαγα στη μάπα ολόκληρο το περασμένο Σαββατοκύριακο που τον κουβάλησε η Ράνια και δε χρωστάω τίποτα να ακούω πάλι τις βλακείες του.

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το ίδιο είναι. Το λέμε όταν συγκρίνουμε δυο πράγματα και δεν υπάρχει διαφορά - τότε λέμε «έρχεται μία η άλλη» ή «είναι μία η άλλη». Άγνωστο γιατί αλλά πάντοτε το λέμε «μία η άλλη», ποτέ «ένας ο άλλος» ή «ένα το άλλο».

- Αύριο που θα πάω τη Σούλα στο αεροδρόμιο, μήπως να πάω από Βάρη για πιο γρήγορα;
- Δεν έχει σημασία. Είναι πιο κοντά αλλά θα έχει περισσότερη κίνηση. Μία η άλλη έρχεται.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πες ότι τρακάρεις και το δεξί μπροστινό φτερό γίνεται φυσαρμόνικα. Το πας στο φαναρτζή και σου λέει «Μην ανησυχείς, με χίλια πεντακόσια ευρώ θα στο κάνω καινούργιο». Εννοεί ότι δεν θα φαίνεται ούτε γρατζουνιά και θα είναι σαν καινούργιο.

Ειρωνικά, όμως, όταν πούμε ότι κάποιος έκανε κάτι καινούργιο εννοούμε ότι το χάλασε, το διέλυσε. Έτσι με ειρωνεία λέμε «μπράβο, το έκανες καινούργιο», ιδιαίτερα αν είχε γίνει μια ζημιά και, ένας και καλά μάστορας ανάλαβε να τη διορθώσει και το ρήμαξε τελείως.

Είχε ένα προβληματάκι το αυτοκινητάκι του παιδιού, δεν έκαναν καλή επαφή οι μπαταρίες, το πήρε να το δει ο προκομμένος ο Μίλτος και το έκανε καινούργιο. Βίασε το πορτάκι εκεί που μπαίνουν οι μπαταρίες, οι μπαταρίες τώρα δεν μπορούν να σταθούν, το αυτοκινητάκι δεν παίζει και το μωρό ακόμα κλαίει...

Έχω αλοιφή να σου δώσω, θα γίνει καινούριο.  (από Galadriel, 06/05/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η έμμονη ιδέα. Η φανατική προσήλωση σε κάτι, ιδιαίτερα όταν αυτή οδηγεί σε εκκεντρική συμπεριφορά. Αν κάποιος φάει μια πέτρα στο κεφάλι θα ζαλιστεί ή και θα χάσει τις αισθήσεις του και όταν συνέλθει θα συμπεριφέρεται αλλοπρόσαλλα - από εκεί μάλλον βγαίνει.

Συνώνυμα είναι η λόξα, η τρέλα με κάτι.

  1. Έχει μεγάλη πετριά με το ψάρεμα. Κάθε μέρα τέσσερις το πρωί ξυπνάει. Και δεν μπορείς να φανταστείς τι λεφτά ξοδεύει - καλάμια, δολώματα και ξέρω 'γω τι άλλο.

  2. Καλό κορίτσι η Παναγιώτα, δε λέω, αλλά από τότε που πήγε εκείνο το ταξίδι στην Ινδία άρπαξε χοντρή πετριά με τις θρησκείες. Όλη μέρα καίει λιβάνια και λέει Ομμμμ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σημαίνει και συνωστισμός, μεγάλο πλήθος. Το λέμε όταν ένα μέρος είναι πήχτρα τίγκα σε κάτι, ειδικά αν υπάρχει και σαματάς. Παρομοιάζουμε το πλήθος με τις άπειρες μπουρμπουλήθρες που βγαίνουν όταν βράζει νερό.

Μπορεί να εννοούμε και την αναστάτωση, αυτό που λέμε «βρασμός ψυχής».

Μπορεί να το πούμε και ειρωνικά, όταν δεν υπάρχει ίχνος από αυτό που ψάχνουμε σε ακτίνα πολλών χιλιομέτρων ή όταν τα πράγματα είναι πάρα πολύ ήσυχα, όταν δηλαδή υπάρχει νέκρα.

1
Είναι αδύνατον να κάτσεις στην παραλία βράδυ. Είναι ανυπόφορα, βράζει ο τόπος στα κουνούπια.

  1. Δεν μπορούσε να πλησιάσει η αστυνομία. Ήταν πολλές εκατοντάδες κόσμος και έβραζε ο τόπος από την αγανάκτηση.

  2. Βέβαια, κάθε βράδυ και σε άλλο μπαράκι θα πηγαίνουμε, μ' αυτό το πλευρό να κοιμάσαι. Βράζει ο τόπος στα μπαράκια. Μα καλά, πρώτη φορά ακούς για Ίφκινθος;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Βασικά, είναι συνώνυμο με το ό,τι, με το ό,τι νά 'ναι και με το γεια σου. Δηλαδή, χαρακτηρίζει άτομα που είναι άλλ' αντ' άλλων.

Μπορεί όμως και να σημαίνει και ότι κάποιος/α το παίζει χοντρά και είναι απλησίαστος/η.

  1. Έλα, μην τον παρεξηγείς... το ατομάκι είναι όπου, τελείως ό,τι νάναι, αφού στο είχα πει.

  2. – Λοιπόν φίλος, ψήνεται χοντρή κατάσταση με Παυλίνα...
    – Ναι, μη φας... δεν έχεις καμία τύχη. Η γκόμενα είναι όπου... αν δεν είσαι γκαφράς, πολύ απλά δεν παίζεις.

βλ. και τα ό,τι / όπου / όποτε

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το ρήμα ρίχνω έχει πάρα πολλές σημασίες. Κυριολεκτικές (π.χ. ρίχνω από το παράθυρο, ρίχνω πέτρες, έριξαν το αεροπλάνο) και μεταφορικές (π.χ. ρίχνω μια ιδέα, έριξε την κυβέρνηση). Χρησιμοποιείται πολύ και στη σλανγκ, επίσης με πολλές σημασίες (πχ ρίχνω γκόμενα, ρίχνω έναν κρύο)

Στη σλανγκ το ρίχνω έχει και τη σημασία του αδικώ. Πιο ειδικά, αδικώ σε μοιρασιά. Μπορεί να εννοεί ότι κάποιον τον κορόιδεψα, τον εξαπάτησα και έτσι τον έριξα. 'Η μπορεί να εννοεί ότι επέβαλα μια αδικία με το έτσι θέλω. Όποιος βγαίνει χαμένος από τέτοια αδική μοιρασιά νιώθει ριγμένος.

Η αδικία μπορεί να φτάσει και μέχρι τον πλήρη αποκλεισμό. Αν δεν θέλουμε κάποιον (πχ σε μια παρέα) τον αποκλείουμε, τον αφήνουμε απέξω, τον ρίχνουμε.

  1. Ο πατέρας τους δεν άφησε διαθήκη όταν πέθανε. Όταν μοιράσανε τα χωράφια τον μεγάλο αδελφό που έλειπε στην Αυστραλία τον ρίξανε άσχημα. Του δώσανε ένα χωράφι, μεγάλο μεν αλλά γεμάτο κατσάβραχα και χωρίς νερό.

  2. Έγινε κακή συννενόηση και τελικά ήμασταν έξι και ειχαμε μόνο ένα αυτοκίνητο. Τι να κάνουμε, κάποιον έπρεπε να ρίξουμε..

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέγεται με απειλητικό τόνο και σημαίνει «πλήρωσε», και πιο συγκεκριμένα «πλήρωσε αυτά που χρωστάς». Η ολοκληρωμένη έκφραση είναι «κατέβαινε τα λεφτά» - «κατέβαινε τα φράγκα» παλιά, «κατέβαινε τα γιούρια» τώρα. Η έκφραση με την έννοια αυτή λειτουργεί μόνο στην προστακτική - δεν υπάρχει, δηλαδή, «τα κατέβηκα τα λεφτά» ή «θα τα κατεβούμε».

Κατέβαινε τα λεφτά, ρε ... Άμα δεν είχες, να μην έπαιζες ...

κρυάδα (από xalikoutis, 02/06/09)

Η προστακτική στην αργκό: , -έκα, , έμπαινε, έφυγες, κατέβαινε, μπέκα, πάνε, πιάκε, τσάκω· ακόμη: προστακτική αντί για απαρέμφατο, συνεχής προστακτική ως στιγμιαία.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία