Χτυπάω την μπάλα κάτω και αυτή αναπηδάει. Τριπλάρω. Συναντάται κυρίως στην Κρήτη όπου οι μπασκετμπολίστες «μπιστάνε» τη μπάλα. Επίσης πριν από κάθε φιλικό αγώνα ποδοσφαίρου ακούγεται η φράση: «μπιστάει τρεις!», φράση που σημαίνει ότι η μπάλα θα αναπηδήσει 3 φορές χωρίς κανείς να την ακουμπήσει μέχρι την τρίτη αναπήδησή της.

Άλλος ορισμός είναι ότι θα σε πετάξω κάτω. Θα σε δείρω. Συνοδεύεται κυρίως από το πρόθεμα κωλό-, που κάνει την έκφραση ακόμα πιο σκληρή.

  1. - Ρε τον είδες τον ψηλάγκουρα; Πρώτα έκανε βήμα και μετά μπίστηξε τη μπάλα. Βήηηηματα ρεεε!

  2. - Λοιπόν παίδες έτοιμοι; Άντε δεν μπορούμε να περιμένουμε άλλο. Λοιπόν ξεκινάμε! Μπιστάει τρείς..

  3. - Μαλάκα κάτσε ήρεμα γιατί θα σε μπιστήξω κάτω.
    - Θα μου κλάσεις..
    - Θα σε κωλομπιστήξω λέμε....

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τα κόκκαλα του ψαριού. Η φράση συναντάται κυρίως στην Κρήτη.

  1. Έλα να φας μπαρμπουνάκι που σ' το έχω καθαρίσει και δεν έχει ούτε μία τσιτούλα...

  2. Πω το κωλόψαρο, μας γάμησε στις τσίτες!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η φιτιλιά. Συναντάται επίσης στην Κρήτη. Συνοδεύεται κυρίως στην έκφραση «βάζω τσίτες», δηλαδή «βάζω φιτιλιές» σε κάποιον.

  1. Μου 'πε ότι είδε τη γκόμενά μου με τον πρώην και μου 'βαλε τσίτες μαλάκα. Κάτσε να έρθει και θα γίνει χαμός.

  2. Δεν σου βάζω τσίτες, αλλά νομίζω ότι ο Κώστας δεν σε πολυγουστάρει.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  • Η μπιστολιά.
  • Το τουφέκι.
  • Το να κρεμάς κάποιον.
  • Να του παίζεις πουστιά.
  • Το να φεύγεις από ένα μαγαζί χωρίς να πληρώσεις.
  1. Του δάνεισα 50 ευρώ για να πληρώσει το νοίκι του, λέει, και αυτός μου 'κατσε την τάπα και εξαφανίστηκε.

  2. - Μαλάκα πήγαμε σε ένα ταβερνάκι προψές, φάγαμε του πούστη και στο τέλος τους κάτσαμε και τάπα.
    - Μια χαρά...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση που υποδηλώνει μεγάλη περηφάνια και καμάρι. Συνήθως λέγεται ύστερα από κάποιο μεγάλο προσωπικό επίτευγμα.

Μαλάκες μου έκατσε χτες μια μουνάρα... Ένα νέτο... Δεν φαντάζεστε... Αφού μετά γύρισα στο σπίτι, έκατσα μπροστά στον καθρέφτη, κοιτιόμουν και τον έπαιζα.

Θέμης Ανδρεάδης - Είμαι πολύ ωραίος (από allivegp, 20/07/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Kαθιστώ κάποιον μισερό από το ξύλο. Δέρνω άσχημα. Συνώνυμο του «μισερεύω».

- Ψάχνω το Γιωργάκη, άμα το επετύχω πουθενά θα το μισερώσω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Tο ξύλο, ο τσακωμός. Χρησιμοποιείται επίσης και στον πληθυντικό ως «ραβδές». Συνοδεύεται από το ρήμα «παίζω», καθώς συναντάται στην Κρήτη.

  1. Το Σαββάτο φέρε το παρεάκι σου στην πλατεία να παίξουμε ραβδές.

  2. Ο Μπαγιάκος έπαιξε ραβδί με τον ξάδερφό του.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το ξεφούσκωμα λάστιχου ποδηλάτου ή αυτοκινήτου. Η λέξη προέρχεται από τον ήχο που κάνει το λάστιχο όταν τρυπάει και χάνει αέρα. Χρησιμοποιείται κυρίως στη Β. Ελλάδα.

- Ρε συ! Κανε λίγο στην άκρη. Κοίτα την πίσω ρόδα.
- Τι ρε μαν;
- Μαλάκα έπαθες φούιτ!
- Πωωωω...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η κοινή Φέτα, την οποία όλοι γνωρίζουμε με αυτό το όνομα, στην Β. Ελλάδα αποκαλείται αποκλειστικώς τυρί.

- Τι να έχει το τόστ;
- Εεεε... τυρί, γαλοπούλα... εεε... όχι φέτα... τυρί είπα!
- Ε τυρί έβαλα ρε φίλε!
- Φέτα είναι αυτό.
- Αυτό είναι τυρί. Το άλλο το κίτρινο είναι κασέρι. Λέγε τι θες;
- Να πάω στη μαμά μου που με καταλαβαίνει...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το μυρμήγκι. Στην Κρήτη.

- ...ήταν μια φορά κι έναν καιρό, ένας τζίτζικας και ένα μελιγκούνι...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία