Κλασσική έκφραση, που υποδηλώνει άρνηση αποδοχής προσφοράς τινός.

Δηλαδή, γίνεται μια πρόταση προς κάποιον, η οποία όμως είναι ουσιαστικά δυσμενής γι’ αυτόν, γεγονός το οποίον είτε δεν γνωρίζει ο προτείνας (καλόπιστος), είτε το γνωρίζει (κουφάλα).

Έτσι, αναλόγως της έντασης του άχθους που συνεπάγεται η πρόταση για τον αποδέκτη, η σημασία της έκφρασης κυμαίνεται μεταξύ των «άσε καλύτερα» και «δε σφάξανε».

Προέρχεται από στερεότυπη ματαίωση παραγγελίας στα παλιά καφενεία:

Π.χ. ο πελάτης είχε παραγγείλει έναν βαρύγλυκο (ή τσοκ-σεκερλή), του έτυχε μια δουλειά και πρέπει να φύγει βιαστικά, ή άργησε το γκαρσόνι να τον φέρει. ή ήρθε ένας φίλος και είπε να το γυρίσει σε ούζο λόγω προκεχωρημένης ώρας κλπ-κλπ, οπότε φώναζε στο γκαρσόνι «να μένει ο βαρύγλυκος!» ή «ρέστος ο βαρύγλυκος!», το οποίο με την σειρά του το φώναζε σχεδόν ταυτόχρονα στον ταμπή, προκειμένου να προλάβει να διακόψει την προετοιμασία του καφέ.

Το ίδιο γίνονταν και με τα γλυκά του κουταλιού που σερβίριζαν στα καφενεία (νερατζάκι, κυδώνι, τριαντάφυλλο κλπ), εξ ού και η πασίγνωστη ατάκα του εκλιπόντος ιστορικού αρχηγού της Αριστεράς «να μένει το βύσσινο»...

  1. (Ο καλόπιστος):

- Να πω τη Μαρία να φέρει την Εύη το βράδυ, να γίνει καμιά κατάσταση;
- Να μένει!
- Γιατί ρε, τί έχει το κορίτσι;
- Τα’ χε τρια χρόνια μ’ έναν φίλο μου και του’ πρηξε τα ούμπαλα, αυτό έχει...

  1. (Ο πονηράκιας):

- Έρχεσαι ρε να σε πάρω γραμματέα στις εκλογές;
- Πόσα θα πάρω;
- Εκατό φράγκα!
- Και πού θα πάμε;
- Προσοτσάνη Δράμας...
- Και με τί θα πάμε;
- Με το ΚΤΕΛ, εκδρομούλα...
- Να μένει φίλος! - Γιατί ρε, λίγα σου πέφτουνε; Κι ύστερα σου λέει κρίση...
- Να μου φύγει εμένανε το σοβατεπί Κυριακάτικα στο γράψε-σβήσε και να τραβηχτώ στου διαόλου το ξεσταύρι 3 μέρες για 100 ευρά; Πιο πολλά θα βάλω απ’ την τσέπη μου. Να πας εσύ που θα τα κονομήσεις στα γεμάτα. Εμένα άσε με να κόψω τούφες σπίτι μου...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Βασικά καλοκαιρινή έκφραση.

Προέλευση: εκ του γνωστού πατσά / της γνωστής πατσάς = σούπα από (αρνίσιο συνήθως) στομάχι, χοντρή κοιλιά κλπ, βλ. και πατσοκοιλαράς (<τουρκ. paça = ποδαράκι, ενώ iskembe = κοιλιά).

Χρήση: επιρρηματικό κατηγορούμενο του τρόπου.

Απαξιωτική παιδική έκφραση, που σημαίνει ότι κάποιος πέφτει βουτιά με την κοιλιά («πέφτει πατσά» όπως λέγεται) και όχι με το κεφάλι (ή «κεφαλιά»), δεδομένου ότι το τελευταίο όσο να’ ναι θέλει τεχνική, είναι πιο στυλάτο και πιο τολμηρό (π.χ. αν δεν έχεις επαρκή χώρο για φόρα, αν πέσεις στραβά ή από πολύ ψηλά, αν έχει βράχια, στα αβαθή, αν έχει άμπωτη κλπ μπορεί να μείνεις σέκος ή φυτό βλ. ταινία Mar Adentro), χώρια που απαιτεί εκμάθηση σε κολυμβητήριο ή σε εξέδρες / βάρκες / αραγμένα πλοία, κατά τους θερινούς μήνες.

Ιδιαίτερα εντυπωσιακή (αλλά κι επικίνδυνη!) είναι η «ανάποδη κεφαλιά», δηλ. όταν ο βουτηχτής γυρίζει την πλάτη του στο νερό, υπολογίζει την απόσταση, ανοίγει τα χέρια σαν τον Χριστό στο σταυρό, δίνει ένα άλμα και πέφτει ανάποδα με άψογα ευθυγραμμισμένο το κορμί και τα χέρια σε έκταση, κάθετα στο νερό και ιδίως αν σηκώσει ελάχιστο νερό, δηλ. όσο μια αναποφάσιστη κουράδα μετά από ταλάντωση, σε βινιέτα του Εντίκα: Κλόφτ!
(Πάντως, όποιος κολυμβηταράς την κάνει, συνήθως χτυπάει τις πιο πολλές γκόμενες)...

Συναφείς, είναι και η βουτιά μπόμπα (οκλαδόν) από μεγαλύτερο ύψος, που σηκώνει πολύ νερό και η βουτιά καικαλά «Ο.Υ.Κ.-άδικη», δηλ. όρθιος και εντελώς κάθετη πτώση με το ένα χέρι γροθιά ψηλά και το άλλο να πιάνεις τ’ αμελέτητα, η οποία αν δεν είναι εφετζήδικη είναι απαραίτητη αν πέσεις από τρελό ύψος για να μην τσακιστείς (π.χ. από το δεύτερο ή τρίτο κατάστρωμα πλοίου), όπου πέφτοντας το μαλακιστήρι ακούει τα γαμώσταυρα από τους ναυτικούς, που το κυνηγούν μη σπάσει κανα παΐδι και βρουν το μπελά τους...

Πολλές φορές, η πατσά αποτελεί μιαν αποτυχημένη κεφαλιά και συνοδεύεται από χάχανα και γιούχα των παρισταμένων τσογλάνων, η χρονική διάρκεια και η ένταση των οποίων είναι ευθέως ανάλογες της πόζας που πήρε ο κολυμβητής, πριν πέσει.

Όμως και η πατσά δεν στερείται επικινδυνότητας ή επίδειξης ρίσκου. Πρώτα απ’ όλα πονάει ή τσούζει πολύ κι έτσι βλέπεις τον πατσατζή να βγαίνει απ’ το νερό κατακόκκινος (κυρίως στο στήθος και στην κοιλιά), άσε που μπορεί και να στραπατσάρεις κανα μύδι απ’ την πτώση.

Ούτω πως, μεταξύ αρρένων (αλλ’ εισέτι ανιούλων) συγκολυμβητών λέγονταν συχνά η προτροπή γενναιότητος «όποιος δεν πέσει πατσά της μάνας του ή «κωλώνεις να πέσεις πατσά στα ρηχά!», οπότε έσπευδαν οι καλούμενοι να επιδείξουν ανδρεία και να πέσουν όπως-όπως στο νερό και μάλιστα σούμπιτο, γιατί γίνονταν παγίως δεκτό από τη νομολογία των εκτάκτων Βουτοδικείων Ανηλίκων (θερινά τμήματα διακοπών) ότι «ο τελευταίος, της μάνας του»...

Εκτός βέβαια, από διάφορες κασκαρίκες που σκαρφίζονταν οι κωλοπαιδίσκοι εις βάρος του πιο μπουλούκου, π.χ. έλεγαν συνεννοημένοι «πέφτουμε όλοι πατσά ένα-δυο-τρία» και την τελευταία στιγμή συγκρατούνταν, οπότε έπεφτε μόνον o μαλάκας της παρέας.

Φυσικά, σε όλες τις ανωτέρω κλαπαρχιδιές, καίτοι η επίκληση του ονόματος της μητέρας ήταν πλέον προσφιλής, η ίδια συνήθως δεν παρακολουθούσε τα τεκταινόμενα (δεν παρίστατο ή χαζολογούσε αλλαχού), διαφορετικά το ισχαιμικό επεισόδιο θα ήταν αναπόφευκτο (όπως κι οι βατραχοπεδιλιές ύστερα).

Σήμερα, στα περισσότερα ξενοδοχεία της Δύσεως απαγορεύονται οι βουτιές στις πισίνες (για να μην μουσκεύονται οι λοιποί λουόμενοι, μη χτυπήσει κανας χριστιανός κλπ) και στα πολύ σπέσιαλ για την χρήση της υπογράφεις μέχρι και disclaimer (!), ενώ στο Ελλάντα δεν παίζει με την καμία να μαντρώσεις τα αχαλίνωτα νεοελληνάκια (χεχε)!

Τα κοριτσάκια, συνήθως, δεν αρέσκονταν σε τέτοιες δραστηριότητες – επιδείξεις (αφού τις γυναίκες δεν τις απασχολούν κάτι τέτοια θέματα) και προτιμούσαν είτε να χαριεντίζονται ασταμάτητα καθισμένες στην πετσέτα τους σε στάση παραλίας, είτε να πλατσουρίζουν στα ρηχά σαν φώκιες σε κύκλο ή δίπλα στη μαμά τους με την περικεφαλαία.

Η Βουγιούκλω, η Καρέζη κ.α. «ingenues» του νεοελληνικού σινεμά, νόμιζαν ότι έπεφταν με χάρη σε πισίνες και τα τοιαύτα, όταν τραβούσαν κάτι ξεγυρισμένους καραπατσάδες (με λυγισμένα γόνατα, ανοιχτές τις αγριομπουτάρες τους, με τον κώλο έξω, τα χέρια όπου να’ ναι κλπ), που σήκωναν τόσο νερό που θα ξεδιψούσε όλη η Μπιάφρα.

Ας είναι. Η θεματολογία των ταινιών που έπαιζαν, γαλούχησε ουκ ολίγες γενιές πεινασμένων νεοελλήνων...

(Τελετουργική λήψις στάσεως καταδύσεως):

- Πέσε ρε μαλάκα, μια ώρα!
- Κοίτα τον, το φιγουρατζή!
- Άντε ντε! Κρυώσαμε!
- Πλάαααααααααααφφφφφφφφφφφφφφφ!!!
- Ωωωωχαααα!
- Ουουουουου!
- Σιγά ρε μαλάκα, μας γιόμισες! Τί πατσά ήταν αυτή!
- Ποιος είσαι ρε, ο Λουγκάνης;
- Αφού με σπρώξατε ρε κωλόπαιδα!

(από allivegp, 14/10/10)(από Khan, 21/10/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Με ή χωρίς το οριστικό άρθρο στην κλασσική αργκό, σήμαινε συνήθως τον / την γιαβουκλού τινός.

Πολλές φορές όμως (χωρίς το οριστικό άρθρο), προσέδιδε μιαν αχλύ κύρους στην προσωπικότητα ενός επισκέπτη (δηλ. το πρόσωπο ήταν σ ο β α ρ ό, π.χ. δικηγόρος, εφοριακός, τραπεζίτης, πολιτικός κλπ βλ. και «δημόσια πρόσωπα»), οπότε η χροιά της έκφρασης ενείχε είτε κομπασμό για τους αρεσκόμενους στο hobnobbing στην γκλίτσα του τσομπάνη (π.χ. «σχετίζομαι με σημαντικά προσώπατα»), είτε ανησυχία για τους πιο προσγειωμένους που γνωρίζουν ότι τα πολλά νταραβέρια με τα κοστούμια και τις μεγάλες πόρτες στο τέλος βλάπτουν (π.χ. τί να θέλει τώρα τούτος – για καλό μια φορά δεν θα’ ναι).

Σήμερα λέγεται με ματαιόδοξη ή χιουμοριστική διάθεση.

Αυτά τα ολίγα.

  1. - Τί κάνεις το Σου-Κού;
    - Θα κλείσω τηλέφωνα και θα πάρω το πρόσωπο, να πάμε για γαρίδες κάτω στη Μαργαρώ...

  2. - Κουφαλίτσα, χτες βράδυ εθεάθης λέει με πρόσωπο αλαμπρατσέτα, πόθεν έσχες;
    - Χεχε...
    - Δέστονα ρε, έχει πέσει μέσα στο κιούπι με το πετιμέζι και δεν μιλάει σε κανένανε! Σιγά τα σορόπια ρε, θα γλιστρήσεις...

  3. - Λοιπόν, τί θα γίνει μ’ αυτό που λέγαμε;
    - Ακούμπα πάνω μου, απόψε θα πάω έξω να φάμε με κάτι πρόσωπα και θα τους το φέρω απ’ έξω–απ’ έξω, να σ’ έχουν υπ’ όψη τους...
    - Όχι απ’ έξω–απ’ έξω να χαρείς, βουρ στο ψητό γιατί καίγομαι!
    - Μην ανησυχείς, ε-τελείωσε σου λέω...

  4. - Πού’ σαι Μήτσε, είν’ έξω ένα πρόσωπο και σε ζητάει!
    - Πρόσωπο, τί πρόσωπο;
    - Ξέρω και γώ; Κάτι φακέλους κουβαλάει, άπω κάποια δημόσια υπηρεσία λέει είναι, εγώ πάντως δεν τον έχω ξαναδεί... Μήτσο! Ρε Μήτσο! Στάσου ρε! Απο’ κεί είν’ ο φωταγωγόοοοοοοοοοος...

Εμανυέλ Μουνιέ : Ο πρωτεργάτης της φιλοσοφίας του προσώπου. (από Khan, 02/10/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συνήθως χρησιμοποιείται ως πάρε + ουσιαστικό, αλλά στην ανάγκη και σκέτο λόγω βιασύνης (π.χ. «πάρε-πάρε»! δηλ. κοίτα γρήγορα, που ακολουθείται απο σκούντημα ή νεύμα).

Σημαίνει: Τσέκαρε, κόψε, μπάνισε (ή μπάνα), κοίτα, κόζαρε (ή κόνιαρε), φάε (ιδίως στη φράση «φάε ένα μαλάκα»).

Η έκφραση προέρχεται νοηματικά απο τον πληρέστερο ιδιωματισμό παίρνω μάτι, δηλ. είτε παρατηρώ ως οφθαλμοπόρνος παρακαταθέτοντας το οπτικό αντικείμενο στον σκληρό δίσκο για μελλοντική ανάκτηση-χρήση (future reference – βλ. και το πρωθύστερο παίρνω μαλακία την τάδε, παίρνω θέμα ή υλικό ή δουλειά για το σπίτι κλπ) είτε εξετάζω εξονυχιστικά κάτι, είτε σκανάρω τον χώρο ταχύτατα ως αητός, προκειμένου να μην μου ξεφύγει κάποια λεπτομέρεια.

Συνήθως η έκφραση λέγεται απο αργόσχολους τύπους ή σχολιαρόπαιδα σε δρόμους πόλεων ή παραλίες, που τσεκάρουν τους περαστικούς κάνοντας κι απο ένα σχόλιο σχετικό με την εμφάνισή τους (past remarkable) και ιδίως για γυναίκες (σφυρίγματα, ατάκες κλπ).

Να μην συγχέεται με το παιδικό παιχνίδι «πάρ’ τον παπά», κατά το οποίο ο ένας πιάνει ή χτυπά με την εξωτερική πλευρά των δαχτύλων τ’ αρχίδια του διπλανού του, λέγοντας την φράση αυτή και μετά πάει γαϊτανάκι στον επόμενο κι ο τελευταίος χάνει (έτσι και σε πάρει πρέφα όμως ο ιερωμένος συνήθως τσαντίζεται πολύ για κάποιον ανεξήγητο λόγο)...

  1. -Μαααααααλάκα! Πάρε ένα μουνί τρικάπακο!
    -Πώωωωωωω! Πού είμαστε εμείς ρε;

  2. -Πάρε-πάρε!
    -Πού ρε;
    -Εκεί απέναντι τον τύπο με το κασκόλ και την καπελαδούρα καλοκαιριάτικα! -Τί σούργελο αδερφάκι μου!

  3. -Παίδες, σόρρυ που άργησα, ήταν άρρωστη η γιαγιά μου και...
    -Πάρε έναν τρόμπα! Ρε σε περιμένουμε δυο ώρες κι έρχεσαι να μας πείς αυτή τη μαλακία;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η αφόδευση σε δημόσιες τουαλέτες, κατά την οποίαν αποφεύγεται η επαφή με την λεκάνη (δηλ. στον αέρα), προκειμένου να μην κολλήσει μικρόβια (όπως νομίζει), ο χέστης.

Το σχήμα είναι απλό: ο σκληρά δοκιμαζόμενος από τις συσπάσεις του εντέρου του επισκέπτης, κατεβάζει προσεκτικά το πανταλόνι (ή ανασηκώνει την φούστα κατά περίπτωση), ανοίγει καλά-καλά τα ποδαράκια του, τουρλώνει την κωλάρα του, στοχεύει με το μάτι σκύβοντας ανάμεσα στην οπή της λεκάνης και στα μπούτια του (στο περίπου) και στην συνέχεια αμολάει καδένα τα κουράδια του, όπως στον χαλέ.

Βέβαια, έτσι και κυκλοφορούν μικρόβια στην τουαλέτα, ελάχιστα προφυλάσσουν τέτοιες πρακτικές (άσε που όλο και καμιά ζώνη ή κανα μπατζάκι, τσάντα, στρίφωμα παλτού κλπ θ’ ακουμπήσει τη λεκάνη ή το πάτωμα), από την άλλη η λήψη τέτοιας στάσης, πέραν του ότι απαιτεί γερούς τετρακέφαλους και ευλυγισία (δηλ. δεν συμφέρει να κρατά κανείς τον χαρακτήρα τον αλύγιστο), μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τον ψεκασμό της επιφάνειας της λεκάνης (και των πλακακίων) με σκατονίδια, σε περίπτωση κατάληψης του χρήστη από ευκοιλιότητα τύπου σερπαντίνας (κι άμε να βάζεις μετά σε τάξη τ’ ασυμμάζευτα)...

Για το λόγο αυτό, ο γάντζος στην πόρτα της τουαλέτας για το κρέμασμα των προσωπικών ειδών του χρήστη, αποτελεί κεφαλαιώδους σημασίας εφεύρεση για την ανθρωπότητα, μαζί με το μηχάνημα που βγάζει αριθμημένα χαρτάκια για τις ουρές, το copy-paste, το undo, το κουμπάκι που βουλώνει τον ήχο της τηλεόρασης κι αυτό που εναλλάσσει κυκλικά δυο κανάλια μεταξύ τους.

Αλλά, περισσότερα για τα must των αποχωρητηρίων, βλ. ορισμό εδώ και σχόλια εδώ.

- Αμάν! - Τί σ’ έπιασε ρε;
- Μου’ ρθε ένα όσκαρ!
- Δεν περιμένεις κανα μισάωρο να πιούμε το ποτό μας να πάμε σπίτι, ν'αποφύγεις και το αεροχέσιμο σ’ αυτό το μπουρδέλλο;
- Ποιο μισάωρο; Έχει ξεμυτίσει το μολυβάκι σου λέω! - Ε τότε εντάξει, τουαλέτα έχει πίσω απ’ το μπαρ όπως κατεβαίνεις τα σκαλιά, άντε με την ευχή μου και μ’ έναν πόνο να βγει!

Σ.Σ. Στο γλωσσάρι των σηματωρών του ναυτικού Oscar (O) είναι ο κωδικός για το κατεπείγον σήμα, ενώ Romeo (R) = σήμα ρουτίνας και Papa (P) = στα παπάρια σου, όπως λένε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ή «ούτε για συνδετήρες».

Απαξιωτική έκφραση για οποιοδήποτε παλιό ή / και άχρηστο μεταλλικό αντικείμενο, αλλά χρησιμοποιείται ιδίως για πλοίο ή αυτοκίνητο, με την σημασία ότι είναι τόσο ακατάλληλο λόγω φθοράς, ώστε δεν αξίζει ούτε να πουληθεί για παλιοσίδερα, να λιώσει και να ξαναχυθεί για να κατασκευαστούν έστω και τα πιο ευτελή μεταλλικά εξαρτήματα.

Τα πολεμικά πλοία καταλήγουν στα ο.π.π., τα εμπορικά σαπίζουν στο ντόκο μαζί μ’ ένα βατσιμάνη (μην κλαπεί κανένα όργανο ή καμιά μπαρούμα = τα μόνα που αξίζουν κάτι) και τα αυτοκίνητα μετά από ένα γερό τράκο, αφού καμία ασφαλιστική δεν πληρώνει την επισκευή, αλλά την εκτιμώμενη αξία (λόγω ολοκληρωτικής καταστροφής), στη συνέχεια παραδίδονται με πρωτόκολλο σε μάντρες για σκραπ.

Σχετικά: Σακαράκα, κάρο, καρούλι, ψαροκασέλα, παντόφολα, μπακατέλα, καφεκούτι, για τα μπάζα, σαράβαλο, σαπάκι, ρημάδι, προπολεμικό, κωλοκοτρωνέικο (π.χ. σουγιάς), βίδες, σμπαράλια (Μικρασιατικά) κ.α.

- Πού θα πας διακοπές;
- Κρήτη, έχω κλείσει και εισιτήριο!
- Με ποιο φεύγεις;
- Με το «Κάντια»...
- Να σου πω, μπάνιο ξέρεις;
- Γιατί;
- Ρε άκου που σου λέω, το καράβι δεν είναι ούτε για καρφίτσες! Πώς νομίζεις ότι έμαθε σέρφινγκ ο Κακλαμανάκης;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στην ιδιόλεκτο των εν Ελλάδι πορνών (ημεδαπών & αλλοδαπών) σημαίνει γαμήσι ή νουμεράκι (τραβάω ή πάω ένα νουμεράκι, βλ. και έκφραση «τους πήρε όλους νουμεράδα»), δηλαδή η τάνα ξεπετάει τον «χύστη» (πελάτη) στο ντέλο. Ίσως να έχει σχέση με το πρωθύστερο τζάω, -ώ ή τζάζω (=διώχνω μάνι-μάνι τον ανεπιθύμητο εραστή).

Οι τιμές της συνουσίας (καθ’ οιονδήποτε τρόπο) ποικίλουν αναλόγως της κατηγορίας της πόρνης ή του αιτουμένου βίτσιου. Π.χ. άλλο χρεώνει η Ελληνίδα τηλεγαμήτρια, άλλο το call girl, άλλο η Ελληνίδα (αποκλειστικά πρεζού) της περιπατητικής σχολής οδού Βουκουρεστίου και πέριξ, άλλο η εκ περιστάσεως παρταόλα, άλλο το βέλι, άλλο η αλλοδαπή των πρεσβειών (μπουρδέλων – Σ.Σ. «πρεσβεία» σημαίνει και το κελί όπου διαβιούν οι πιο σκληροί κρατουμένοι) της οδού Φυλής, άλλο οι δηλωμένες –άλλο οι αδήλωτες κι άλλο η τελευταία υποστάθμη, δηλ. οι μη έχουσες στον ήλιο μοίρα καλντεριμιτζούδες αλλοδαπές (και δη νέγρες), που υφίστανται τα πάνδεινα (και απ’ τους νταβάδες και απ’ τους πελάτες) κ.ο.κ.

Οι αλλοδαπές καλντεριμιτζούδες, αναλόγως στην περίπτωση π.χ. εθνικότητας ή αν συνεργάζονται με μπουρδελοξενοδοχείο ή αν έχουνε νιονιό, στην καλύτερη τσιμπάνε ένα μικρό ποσοστό (να φάνε ένα σαντουί) από τη βάρδια τους και στην χειρότερη κατατρομοκρατούνται από τους νταβάδες μένοντας τελείως άφραγκες και δαρμένες. Μάλιστα, ιδιαίτερα τις αραπίνες, οι πάτρονές τους τις εκμεταλλεύονται όχι μόνο με συμβατικές απειλές (κατά των ιδίων ή των οικογενειών που έχουν αφήσει πίσω), αλλά χειριζόμενοι την αμάθεια και την δεισιδαιμονία τους (π.χ. «θα σου κάνω μάγια» και τέτοια)! Μιλάω πολύ-πολύ σοβαρά...

Στα τρισάθλια «χοτέλ» κατηγορίας μετά το λεξάριθμο σαμπί, ιδίως στην περιοχή του Μεταξουργείου των Αθηνών, το τζαζ τιμάται σήμερα περίπου 15,00 ΕΥΡΩ, όπου αισίως έχει κατέλθει μετά την ανεξέλεγκτη έλευση και δραστηριότητα αλλοδαπών πορνών. Αφού ξαναγυρίσαμε που ξαναγυρίσαμε στην εποχή του Μεσοπολέμου (οικονομικώς, εργασιακώς και ιδεολογικώς), ας μην λείψει και η σύφιλη από την σύγχρονη στιχουργική.

Εκ των 15,00 αυτών ευρώπουλων, συνήθως τα πρώτα πέντε τζαζ πάνε στο σπίτι και στην συνέχεια παίρνει 10 η πόρνη, 3 το σπίτι και 2 οι φύλακες ή οδηγοί, για κάθε γαμήσι (κάτι ανάλογο συμβαίνει και στη βίζιτα, αλλά με διαφορετικά ποσά φυσικά). Μέσος όρος περίπου 30-50 επισκέψεις ανά βάρδια (αλλά υπάρχουν κι οι υπερωρίες)...

Η Ιστορία κάνει διάφορους κύκλους, άλλους με μεγαλύτερη ακτίνα (δηλ. παρέλευση μεγαλύτερου χρονικού διαστήματος ως την επανάληψη ή αντιστροφή των όρων του φαινομένου) κι άλλους με μικρότερη (λένε ότι ήδη άρχισαν να φεύγουν Ελληνίδες πουτάνες για Βουλγαρία). «Προσεχώς Ελληνίδες», λοιπόν!

Ο κοσμάκης, διατηρεί διάφορες αντιλήψεις στη γκλάβα του περί πορνών: Π.χ. «τις κακομοίρες ζουν καθεστώς σκλαβιάς», «ά’ να χαθούνε οι ξεκωλιάρες, κονομάνε σε μια μέρα όσα βγάζω το μήνα κι αφορολόγητα», «καλύτερο γαμήσι από Ρωσάκι δεν έχει», «χτύπησα μια καταπιόλα 20 ευρά έξτρα ακάποτο», «στα ρδελαμπού δε δίνουνε κώλο» κλπ-κλπ. Τίποτα απ’ αυτά δεν ισχύει απόλυτα. Οι γενικοί κανόνες ορίζονται από την αγορά και οι ειδικοί από τη μαντάμα, αλλά οι αλλοδαπές κι αδήλωτες καλντεριμιτζούδες αντιμετωπίζονται σαν κρέας.

Εκείνο που παρατηρείται όμως συχνά, είναι η (διαγεγραμμένη σε όλη την κινησιολογία τους) απροθυμία των γυναικών αυτών να επιδείξουν έστω και επίφαση συμμετοχής στην πράξη, που συχνά μαρτυρεί περισσότερα κακοπαθήματα από φιληδονία. Φυσικά, οι περισσότεροι γαμιάδες δεν ορρωδούν προ ουδενός (αλλά αλίμονο στο νιόβγαλτο παιδαρέλι)...

Άλλωστε, ένα γκραφίττο στα Εξάρχεια έλεγε: «Όποιος στα μπουρδέλα ψάχνει οργασμό, δέκα ευρώ πληρώνει τον κάθε βιασμό»...

- Πόσο πάει κορίτσια;
- Ντεκιπένντε γιούρο το τζαζ ια σένα σωλαρά μου!

(από HODJAS, 27/06/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κανονικά, η χαμοκελάηδα ή χαμοκελάδα είναι ένα πουλάκι (τσίου-τσίου και τέτοια). Επιστημονιζέ λέγεται Anthus campestris και αγγλιστί tawny pipit.

Στην αργκό όμως έχει ιδιαίτερη σημασία:

Α) Της αμφιβόλου υπολήψεως (γιατί παρακαλώ;) γυναίκας που σκύβει πάνω απ' τα προβλήματα του κ. Jim Bookie (δηλ. «κελαηδήστε ωραία μου πουλάκια»),

Β) Του υποκριτή, ύπουλου και εν τέλει χαφιέ που κελαηδάει, δηλ. ξερνάει«λέει το ποίμα» (βλ. «Ένα Γελαστό Απόγευμα», 1979, σενάριο Φρέντυ Γερμανός, όπου ο Γ. Μιχαλακόπουλος υπενθυμίζει στο Ν. Κούρκουλο το παρελθόν του πατέρα του επί Κατοχής, λέγοντας «μερικά πουλάκια κελαηδάνε από πολύ μικρά», βλ. και αξιοσημείωτα ανατρεπτική ιστορία του μικρού Λιά στο ανθολόγιο του 1978, που «έψαχνε να βρει το πουλάκι που τα λέει όλα στη μαμά», να του στρίψει το λαιμό!) και

Γ) Γενικόλογο απαξιωτικό χαρακτηρισμό ή χιουμοριστική ψευτο-αδερφίστικη προσφώνηση (κυρίως μεταξύ ανδρών), όπως π.χ. χαμούρα, κουφάλα, ξελότσα, φραγκολουμπίνα, σκλεπού, Λάουρα, πρέσβειρα καλής θελήσεως, μουχρίτσα, κορδελλιάστρα κτλ-κτλ (π.χ. «άντε μωρή κουφάλα, τα κονόμησες πάλι»!)


Δεν είναι η μοναδική περίπτωση που έχουμε το φαινόμενο της προσωποποίησης ζώων για κάποιο ανθρώπινο χαρακτηριστικό (η μυθολογία, η δημοτική ποίηση κλπ έχουν χιλιάδες τέτοια).

Εδώ όμως, στο συμπαθές πετούμενο δεν αποδίδεται -σ’ αυτό καθ’ αυτό- κάποιο γνώρισμα ανθρώπινο ώστε να γίνει η αντιπαραβολή, αλλά είναι λόγω του αστείου ονόματός του, που γίνεται το λογοπαίγνιο (κελαηδάω + χάμω).

Π.χ. Κελαηδάω στην αργκό, σημαίνει «λέω το ποίημα» (ο ρουφιάνος λέγεται και «ποιητής»!), τραγουδώ, παραληρώ (συνήθως υπό επήρεια ουσιών) ή αναπαράγω οποιονδήποτε παράξενο ήχο.

Άλλωστε, ο λαιμός στην κλασσική αργκό λέγονταν τραγουδιστής (το στομάχι ψωμοσάκκουλο ή κουραδομηχανή, τα μάτια γκαβά κλπ) ενώ το αηδόνι ήταν εργαλείο διαρρήξεως όπως σκύλλα, καρακούτσος κλπ που εκτίθενται σε εγκληματολογικά μουσεία.

Το «χάμω» παραπέμπει σε χθαμαλές ή ύποπτες δραστηριότητες (π.χ. χαμοτρώω, χαμηλοβλεπούσα, χαμηλοπέφτης, χαμουτζής) κ.α.

Ούτω πως, στη νεοελληνική έχουμε τις εξής (ενδεικτικά) προσωποποιήσεις ζώων ή φυτών:

  • Μεγαλοκαρχαρίας = μεγαλουσιάνος, ταλαριούχος κλπ (σημειωτέον στην αγγλική loan shark λέγεται ο τοκοσλούρπ),
  • Κοκοβιός = μικρο-μαλάκας
  • Γαλιάντρα = τσαούσα μπαγιάτικη σύζυγος
  • Αλεπού = πονηράκιας (άκου και Μπουγά, που τα εξηγεί ωραία)
  • Νυφίτσα = ύπουλο ζιζάνιο, που χώνει τη μύτη του και σπέρνει διχόνοιες
  • Φάλαινα ή φώκια = υπέρβαρη κι ανοικονόμητη σύζυγος (ή πεθερά)
  • Βουβάλι = θηριώδους διαπλάσεως αλλά συνήθως μικρόνους τύπος
  • Σουσουράδα = σεμνότυφη που τον κρυφοπαίρνει
  • Μοσχάρι = αναίσθητος, αδιάφορος ή βλαξ
  • Κατσίκα ή γίδα ή γκιόσσα = η γλωσσού ή θρασεία γυναίκα
  • Τσαπερδόνα (αρβανίτικο τζαπερντόνε = σαύρα) = πεταχτούλα γκομενίτσα
  • Φυτό = σπασίκλας ή κατάκοιτος σε κώμα (νομίζω το τελευταίο είναι γαλλισμός)
  • Τσουκνίδα = κωλόγρια
  • Χαμομήλι = κοντοπίθαρος
  • Μούσμουλο = χρήμα, ηλίθιος ή σφαίρα (βλ. και ταυτόσημο «δαμάσκηνο» και άκου ρεμπέτικο «από πίσω απ’ τη στρατώνα» 1930 Κ. Καρίπης – Κ. Μπέζος)
  • Τζάνερο = χαζός (Ρουμελιώτικα το κορόμηλο ή ρίκι)

    κ.α. ων ουκ έστιν αρθιμός (sic) χώρια τα σύνθετα (π.χ. γατομούστακος = ο πάσχων από αλωπεκίαση του προσώπου όπως και σπανομαρίας, ποντικομαμή = το μουλωχτήρι κλπ), ενώ τρυγόνα, περιστέρα, παγώνα, ζαργάνα, κουκουνάρα κλπ, αποτελούσαν πάλαι ποτέ ερωτικές προσφωνήσεις της ελληνικής υπαίθρου.

Τέλος, σημειωτέον ότι στην ονοματοπλασία των λαών δεν έφταναν τα υπάρχοντα είδη της χλωρίδας και της πανίδας, αλλά επινοούσαν και φανταστικά όντα, όπως:

  • Πιθηκολιόνταρο
  • Δικέφαλος μαλακοχτυπητής
  • Νοξιανό ζαφούρι (κάτι που δεν ξέρουμε τί ακριβώς είναι)
  • Ζουλάπι
  • Αλεποδράκουλο
  • Αλ(ε)ποκούναβο
  • Αλποτσάκαλο
  • Ο Τίμιος Δικηγόρος (οι Εγγλέζοι που ξέρουν από χιούμορ έχουν στήσει παμπ στην Chancery Lane του Λονδίνου, όπου βρίσκονται τα δικαστήρια με τ’ όνομα «The Honest Lawyer»)
  • Ο Συνεπής Υδραυλικός
  • Ο Μάστορας που δεν κάνει ατσαλιές
  • Ο Πονετικός Γιατρός
  • Ο Δουλευταράς Δημοσιοϋπάλληλος
  • Ο Καλλιγράφος Φαρμακοποιός
  • Ο Μέσος Κοινωνικός Άνθρωπος
  • Ο Καραγκιόζης Φούρναρης
  • Η Γοργόνα με το Μεγαλέξαντρο
  • Ο Σούπερμαν (κατά κόσμον Κλαρκ Κεντ, σύγχρονο παλικάρι του παραμυθιού στο οποίο εναποθέτουν την σωτηρία τους οι μικροαστοί)
  • Ο Καγκασέιρο (Μπραζιλένιος υπερήρωας)
  • Ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς (βαλκανικές ιστορίες με βακαλάους-τηγάνια και κόκκινες μηλιές)
  • Ο Μουτρωμένος Αυτοκράτορας (απω-ανατολικές ιστορίες με σούσι-γουώκ και πράσινες κερασιές) κ.α.

    Χωρίς βέβαια να ξεχνάμε την καταγραφή του Χοσέ Λουίς Μπόρχες «Το Βιβλίο των Φανταστικών Όντων» (Μπουένος Άιρες 1967), όπου παρελαύνουν μεταξύ άλλων:

  • Οι Άγγελοι του Σβέτενμποργκ

  • Η Αλυσοδεμένη Γουρούνα της Αργεντινής
  • Ο Α Μπάο-Α Κού
  • Οι Αμπτού και Άνετ
  • Η Αμφίσβαινα
  • Οι Αντιλόπες με τα έξι πόδια
  • Οι Άρπυιες
  • Ο Βασιλίσκος
  • Οι Βαλκυρίες (στον κόσμο είναι λιγοστές, όπως μας πληροφορεί λαϊκός αοιδός)
  • Η Γάτα του Τσέσαϊρ και του Κιλκέννυ
  • Οι Γνώμοι
  • Ο Γρύπας
  • Ο Ελέφαντας που πρόβλεψε τη γέννηση του Βούδα
  • Τα Έλφα
  • Το Ζαρατάν
  • Τα Θερμικά Όντα
  • Ο Ισοπεδωτής
  • Ο Ιχθυοκένταυρος
  • Το Κάμι
  • Τα Καλικατζαράκια
  • Το Καρβουνάκι (Carbuncle)
  • Ο Κατώβλεπας
  • Ο Κένταυρος
  • Ο Κέρβερος
  • Η Κινέζικη αλεπού
  • Ο Κινέζικος δράκοντας
  • Ο Κουτζάτα
  • Οι Κουτσοί Βούφνικς
  • Το Κράκεν
  • Ο Λαγός της Σελήνης
  • Οι Λάμιες
  • Οι Λέμουροι
  • Η Λερναία Ύδρα (και οι πολυμαθείς Σπέτσες)
  • Το Μαλλιαρό Τέρας της Φερτέ-Μπερνάρ
  • Ο Μανδραγόρας
  • Το Μαντιχώρα
  • Ο Μινώταυρος
  • Ο Μπάλνταντερς
  • Η Μπάνσχη (κέλτικα Banshee < ban = γυναίκα)
  • Το Μπάρομετζ
  • Το Μπάχαμουτ
  • Ο Μπούρακ
  • Ο Μυρμηγκολέων
  • Τα Νάγκα (και θεοί πείθονται)
  • Ο Νεκροφάγος
  • Ο Νέσνα
  • Οι Νόρνες
  • Οι Νύμφες (και τα νυμφίδια Θερμαϊκού και λοιπών κόλπων και κολπίσκων)
  • Το Οντραντέκ
  • Ο Ουροβόρος
  • Ο Όφις με τις Οκτώ Διχάλες (και ο Εργοτέλις με τις Εννιά)
  • Η Πανίδα των Καθρεπτών
  • Ο Πέριτον
  • Το Πουλί της Βροχής
  • Το Ρεμόρα
  • Το Ρούκχ
  • Η Σαλαμάνδρα
  • Οι Σάτυροι (γαλλιστί comme fromage)
  • Οι Σειρήνες (ίου-ίου)
  • Το Σιμούργκ
  • Το Σκουώνκ (lacrimacorpus dissolvens)
  • Η Σκύλλα
  • Οι Συλφίδες
  • Η Σφίγγα
  • Ο Τάλως
  • Ο Τ’ αο Τ’ ιέχ
  • Ο Αχέροντας (ό,τι θυμάται)
  • Τα Τζιν
  • Οι Τρόλς (γνωστοί και μη εξαιρετέοι)
  • Το Φαστιτόκαλον
  • Ο Φοίνικας (πας με το 3 Λεωφορείο από Β. Όλγας)
  • Οι Χάνιελ, Κάφζιελ, Άζριελ και Άνιελ
  • Ο Χαοκάχ ο θεός της βροντής
  • Η Χίμαιρα (άχιε με να χιαγαπάω χίμαιρα κλπ)
  • Ο Χοτσιγκάν
  • Ο Χουμπαμπά,

    καθώς και αμέτρητα άλλα που συνάντησαν στις περιπλανήσεις τους οι πιωμένοι ναυτικοί των 16ου – 19ου αιώνα, οι σαλταρισμένοι χίπηδες των 60’ς και ο Λιακόπουλος...

  1. - Πού’ σαι μωρή χαμοκελάηδα;
    - Που’ σαι ρε πεθαμένε;
    (φίλοι)

  2. - Τελικά τί θα γίνει, θα βγούμε το βράδυ με τη Μαίρη;
    - Τσου.
    - Γιατί ρε συ; Αφού σε γουστάρει το εργαλείο...
    - Βρε άσε με, με τη χαμοκελάηδα! Έχει πάρει το μισό Παγκράτι, θες ν’ αρπάξω κανα σκουλαμέντο, για τέτοια είμαστε;

  3. - Καλός άνθρωπος ο κυρ-Γιώργης...
    - Ποιος, ο ψιλικατζής; Κούνια που σε κούναγε κακομοίρη μου! Ξέρεις τί χαμοκελάηδα είν’ αυτός; Αναστέναξε η γειτονιά επί Χούντας με το μπούστη...

η χαμοκελάηδα (από tryager, 18/06/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ουσιαστικό με έννοια επιρρήματος. Στην αργκό μεταφορικώς σημαίνει το minimum τίμημα μιας υπηρεσίας ή δοσοληψίας εν γένει, δηλ. όπως λέμε «ακατέβατα», το οποίο ορίζεται είτε μονοπωλιακά ή συντεχνιακά, είτε αριστίνδην, είτε καταχρηστικά, ως ελάχιστο αναμενόμενο μπουγιουρντί.

Προέρχεται από την ελάχιστη τιμή της «κούρσας» ή «σημαίας» (πλέον κομίστρων) των ταξιτζήδων, που καθορίζεται με υπουργική απόφαση.

Στην Ελλάδα μέχρι πολύ πρόσφατα, οι ελάχιστες τιμές πολλών αγαθών ήταν υπερτιμημένες (μεταξύ άλλων) λόγω ευδαιμονίστικης (κνίτικη αναβίβαση τόνου) επίδειξης των καταναλωτών, αλλά και λόγω έλλειψης συλλογικότητας στην αντιμετώπισή τους, αλλά πάνε πια αυτά (βλ. σχόλια εδώ)...

  1. — Για πού το 'βαλες με τη σακούλα;
    — Πάω κατά Μοναστηράκι να σκοτώσω έναν καινούριο επενδύτη που βούταρε ένας φίλος απ' τον ιματισμό του Παλάσκα. Πόσα λες να πιάσει;
    — Ξέρω γω; Κάνα εικοσάρικο...
    — Εικοσάρικο καινούριος ολόμαλλος επενδύτης; Αφού τους πουλάνε 150-200 το κομμάτι! — Γιατί, μαζί το 'χετε το μαγαζί; Να βγάλω και κάτι σου λέει ο άλλος...
    — Είπα γω όχι; Αλλά όχι ρε φίλε και να με γδάρουνε έτσι! Αμ δε σφάξανε, θα πάω αλλού.
    — Όπου και να πας, ταρίφα είναι. Αφού είναι συνεννοημένοι και κρατάνε τιμές, χώρια που ξέρουν πού το βρήκες...

  2. Είσαι για πίστες απόψε;
    — Έχεις να δώσεις εκατό φράγκα ν' ακούσεις τα σκυλιά; — Έλα ρε, θα πάρουμε και τα κορίτσια μαζί, που γουστάρουνε, πόσο θα μας έρθει;
    — Ένα εκατομπενηντάρι το τραπέζι ταρίφα, δυο μπουκάλια τουλάχιστον –χώρια κάτι σου 'πα κάτι μου 'πες, κατοστάρικο το κεφάλι θα πάει (κι αυτό αν δεν έχουν και την απαίτηση να τις κεράσουμε)...
    — Σαν πολλά...
    — Εμ, δε σου λέω εγώ; Άσε, πάμε 'δώ σ' ένα συνοικιακό που παίζει ντάμπα-ντούμπα και μετά τις κερνάμε πατσά, να μας δει κι ο Θεός...

  3. — Ψάχνω να νοικιάσω κανα δυαράκι προς Εξάρχεια μεριά, έχεις τίποτα υπ' όψη σου;
    — Δεν ξέρω τίποτα συγκεκριμένο, αλλά είναι γεμάτος ο τόπος από ενοικιαστήρια, κάτι θα βρεις.
    — Πόσο περίπου λες να πάει το μαλλί, θα με φτάσουν 300-350 ευρά;
    — Μπααα, ούτε γι' αστείο! Για 450-500 στο νερό σε κόβω να δίνεις, το 'χουν ταρίφα οι πούστηδες. Εκτός κι αν μείνεις σε κάνα γκρεμίδι...

  4. — Πώς να το παίξω, Πανσερραϊκός-ΠΑΟΚ;
    — Ξερό διπλό! Αφού τους έχουνε δέκα χρόνια τώρα, δυο μπαλάκια ταρίφα...

Radio Tarifa (από HODJAS, 09/06/10)Tarifas (από perkins, 10/06/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

παπαροτούλι)

Η εσωτερική επένδυση του ανδρικού μαγιού (που μίσεψε) ή αθλητικού σορτσακίου, συνήθως καμωμένη από κάποιο συνθετικό πολυμερές και διάτρητο υλικό, προκειμένου να μην αιωρούνται ή να μην τσουγκρίζουν μεταξύ τους τα καμπανέλια, που όμως αποτελεί τον κύριο λόγο δημιουργίας τοπικών εκζεμάτων (μαζί με την απλυσσά)…

Αν το υλικό είναι καλύτερης ποιότητας (δηλ. στη σπάνια περίπτωση που δεν εισάγεται από κάποια μακρινή Λαϊκή Δημοκρατία), υποτίθεται ότι διευκολύνει την ομαλή εφίδρωση, ώστε να μην ζέχνουν τραγίλα τα αχνίζοντα γκογκόβια, π.χ. ιδίως μετά από ένα κοπιώδες μάτς ποδοσφαίρου το θέρος (εμένα μου λές;)

Εκ του ισπανικού ταυτοσήμου: Huevera (<huevo = αβγό, τομπολίνι).

Ρε συ τι περπατάς έτσι σαν καουμπόης; — Ναι ρε καλά σου λέει, τώρα ξεπέζεψες απ’ τη Ντόλη;
— Τους έφαγες όλους τους Ινδιάνους ρε;
Άει γαμηθείτε μαλάκες, όρεξη έχετε! Μ’ έκοψε το ρημάδι το λάστιχο της αρχιδιέρας…

Σκληρή αρχιδιέρα για μποξέρ (από Αλάριχος Τεκέλογλου, 29/05/10)Κλαπαρχιδιέρα (από Stravon, 08/06/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία