Ο άνθρωπος που ερωτοτροπεί σαχλά, δηλαδή, πολύ απλά, αυτός που σαλιαρίζει ή κατά μια άλλη έννοια ο απένταρος, ο διακονιάρης, ο οποίος ονειρεύεται να κάνει μεγάλη ζωή (και του τρέχουν τα σάλια).

  1. -Ρε σαλιάρη, σε έχει πάρει χαμπάρι η γκόμενα και γελάει με τη πάρτη σου...

  2. - Ρε σαλιάρη; Στο Armani πήγες να ψωνίσεις κουστούμι; Εσένα βρωμάνε τα χνώτα σου απ'τη πείνα...
    - Όχι ρε μαλάκα, από τα Glou το πήρα, αν έμπαινα στου Armani, θα σφουγγαρίζανε τρείς μέρες...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο διακονιάρης είναι κατά μια έννοια ο υπηρέτης αλλά και ο ζητιάνος. Διακονεύω = ζητιανεύω, κυρίως στην επτανησιακή διάλεκτο.

– Τί ήθελε πάλι αυτός ρε; Δανεικά;
– Άσε με ρε Κώστα, μου σκότισε τ' αρχίδια, ο διακονιάρης.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Απλή, εύστροφη, γρήγορη και καθοριστική απάντηση στην κοινότυπη ερώτηση «τι κάνεις»;

– Έλα ρε... Τι κάνεις;
– Τον βγάζω και τον πιάνεις...
– ...

Δες ακόμη: σ' την πετάω και την πιάνεις

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία