Ο εκτρέφων περιστέρια για διασκέδαση, πέταγμα, ψήλωμα κτλ. Το περιστέρι, πουλί της Αφροδίτης, Πιράχ-Ιστάρ (Τσιφόρος), από πολύ παλιά έγινε οικόσιτο. Χάρη στον καλό προσανατολισμό του, έγινε αγγελιοφόρος (ταχυδρομικό περιστέρι), ενώ περισσότερο εκτρεφότανε για τροφή. Γνωστή και η πιατέλα «ασπίδα της Αθηνάς», όπου μεταξύ άλλων το πιάτο που απολάμβανε ο Λούκουλλος και η παρέα του περιελάμβανε και γλώσσες περιστεριών. Ίσως και ο Λεονάρντο να μελετούσε το πέταγμά τους κτλ κτλ.

Όλα αυτά μέχρι να εμφανιστούν οι περιστεράδες, οι οποίοι από προσωπική και μόνο γκάβλα, διατηρούν αυτοσχέδια κουμάσια, για να ψηλώνουν τις ηλιόλουστες μέρες τα πουλιά τους. Μετά τον χειμώνα ακολουθεί μια περίοδος εκγύμνασης γιατί τα πουλιά είναι βαριά από το κατσιό και τη μάσα. Υπάρχουν διαφορετικά είδη, μερικά από τα οποία αναλύονται παρακάτω:

  • Παγγούρι: μόνο για να κλωσάει. Δεν διαθέτει κάτι το ιδιαίτερο.
  • Βούτα: ανεβαίνει με μεγάλους κύκλους και βουτάει κατακόρυφα με χαρακτηριστικό ήχο. Καλό είναι να μην υπάρχουν σύρματα απλώματος στην ταράτσα.
  • Εξελιγμένη βούτα: το ίδιο, μόνο που ανεβαίνει με μικρούς κύκλους και πιο γρήγορα.
  • Ντουνέκι: διακρίνεται για τα ακροβατικά του τσαλίμια στον αέρα.
  • Μετεωρολόγος: όλα τα είδη που, προσβεβλημένα από μια ασθένεια, στρέφουν το κεφάλι και κοιτάζουν τον ουρανό.

Γενικά η φάρα των περιστεράδων, έχει το στίγμα της αλητείας. Η διακίνηση παράνομων ουσιών με ταχυδρομικά περιστέρια είναι σύνηθης κι εξάλλου τα κουμάσια πάντα είναι καλές κρυψώνες (λόγω μυρωδιάς). Γνωστή και η περίπτωση μεταφορέα ο οποίος είχε σκαρφιστεί το εξής: στο πορτ-μπαγκάζ μετέφερε περιστέρια με μικροποσότητες κοκαΐνης, δεμένες στα πόδια των πτηνών. Σε περίπτωση ελέγχου τα περιστέρια διέφευγαν κι άντε βρες αποδεικτικά μετά. Οι δε κλοπές και τα πιασίματα αλλοκούμασων περιστεριών δίνει και παίρνει. Ειδικά αν το περιστέρι είναι ράτσας. Υπάρχουν όμως και νοικοκυραίοι περιστεράδες για να λέμε και του στραβού το δίκιο.

- Για πού ρε Στελλάκη;
- Πάω στον Τέο να ψηλώσουμε τα περιστέρια, καμιά φράπα κι έτσι.
- Πού ρε, σ΄αυτόν τον χασικλή; Καλό κουμάσι είσαι και του λόγου σου, με τους περιστεράδες φτιάνς παρέα.
- Κι εγώ σ΄αγαπάω, αμίγκο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Από πολύ παλιά η ανάγκη του ανθρώπου για καταμέτρηση των διαφόρων αγαθών τον οδήγησε στα μαθηματικά (βλ. Σουμέριους, Αιγύπτιους κτλ).

Για την ευκολία του, να μην χάνει τον λογαριασμό δλδ, συστηματοποίησε την καταμέτρηση σε σύνολα (πχ δεκάδες για τα δεμάτια σταριού, ή εφτάδες για τις διμοιρίες στον στρατό κ.α, τα οποία δεν θα απασχολήσουν τον παρόντα ορισμό ενυφέρδερ).

Όταν λοιπόν μας πάνε άσχημα τα πράγματα και τρώμε τον ένα πίσω από τον άλλο, για να μη χάσουμε το μέτρημα ή/και για να προλάβουμε, δεματοποιούμε τα τσιβιά σε δεκάδες. Σαν τους φυλακισμένους ένα πράμα που τραβάνε μια λοξή κιμωλία για να κλείσει η δεκάδα, μετά τις εννιά κάθετες.

  1. Στον καφέ.
    - Πως τα πας ρε συ Εφραίμ;
    - Άσε έφαγα χοντρή ψωλιά. Με κυνηγάει η εφορία και τρέχω για διακανονισμό, το ΤΕΒΕ τα ίδια, τα πάγια κάθε μήνα σταθερά. Άσε σου λέω, δέκα τρώω, έναν μετράω.

(το Εφραίμ επειδή τον τέντωσαν την νεφραμιά)

  1. Ο στίχος στο τραγούδι Ασκιανός του Ν.Γωνιανάκη.

Χίλια μετράνε στο χωριό κι εγώ στο σπίτι ένα (εδώ εννοούνται βάσανα).Έπαιξε πάλι πένθιμα μες το χωριό η καμπάνα, όχι για ξένο άνθρωπο για τη δική μου μάνα.

(από Fotis Nitsiopoulos, 12/06/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο έχων τους κοιλιακούς του καραγραμμωμένους, τόσο που θυμίζουν πλήκτρα πιάνου.

Μιλάμε θα μάσει πολύ ξύλο ο δικός σου. Άμα τον δεις τον άλλο, έβγαλε το μπλουζάκι και τρομάξαμε με τους κοιλιακούς του. Πιάνο, λέμε.
(κουβέντα πριν από αγώνα μποξ)

Ινσέψιο. (από Khan, 13/03/15)

βλ. και εξαπάκετο

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κατά τη διαδικασία του γδαρσίματος ενός ζώου, χρησιμοποιείται από τον γδάρτη ένα καλάμι (μασούρι), το οποίο περνά στο πίσω πόδι του σφάγιου για να το φουσκώσει, διαχωρίζοντας το δέρμα από το κρέας. Μετά είναι πιο εύκολο να αφαιρέσει την προβιά.

Είναι μία διαδικασία γδαρσίματος κατά την οποία το σφάγιο σχεδόν διπλασιάζεται σε όγκο, οπότε μεταφορικά όταν κάποιος παχύνει απότομα ακούει την εν λόγω φράση.

Συνέχεια της στιχομυθίας του Λιλιάμτη με το συμμαθητή του από το χτενίζω τις κωλότριχες:
- Καλά ρε φιλαράκι πως φούσκωσες έτσι;
- Ε, να τρώμε λιγάκι παραπάνω (λες και τρώνε 2 μαζί)...
- Τι λιγάκι που είσαι σα να σε φούσκωσαν με το μασούρι!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Δηλαδή, αυτό που σου λέω είναι πολύ σημαντικό, είναι μια αλήθεια ζωής (πικρή βέβαια) που θα σε συνοδεύει για πάντα κι άμα την ακολουθήσεις θα σου χρησιμεύσει, θα σε ατσαλώσει. Εξ ου και σκουλαρίκι, που είναι μέταλλο, ανθεκτικό και μόνιμο. Αλλιώς θα λέγαμε βάλε «μάρτη». Γι' αυτό το να το έχεις όπως το σκουλαρίκι, σημαίνει να το έχεις ''δεμένο'' πάνω σου, χαλκά που λέμε, βιδωμένο μες το μυαλό σου.

- Δεν περίμενα τέτοια ξήγα από τον και καλά φίλο, ειδικά στη φάση που περνάω.
- Αμίγκο, όταν ανεβαίνεις έχεις πολλούς παραστάτες, άμα αρχίσει ο κατήφορος είσαι μόνος. Αυτό που σου λέω κάν' το σκουλαρίκι.

(Και το έκανε)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

H έκφραση δηλώνει την παντελή αδιαφορία τινός σε καταστάσεις οι οποίες απαιτούν υπευθυνότητα, άμεση ανταπόκριση, ή τεσπά μια ενεργητική αντιμετώπιση. Είναι συνώνυμη των ξύνω, ματώνω, εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί χτενίζεται, λαμβάνει όμως πιο απαξιωτική χροιά για τον δέκτη, η οποία εξαρτάται κυρίως από το υφάκι του πομπού.

Όπως και να το κάνουμε το να ξύνεις τ' αρχίδια σου σε μια προτροπή είναι πιο αντρουά από το να ασχολείσαι με τον καλλωπισμό της τριχοφυΐας των οπισθίων σου. Συνεπώς ο εκστομίζων τη προκείμενη, στοχεύει εκτός από τον εγωισμό σου, το φιλοτιμό σου κ.τ.λ., εις το να πλήξει τον ανδρισμό σου. Διότι στον καλλωπίζωντα τις κωλότριχες, κουμπώνει (μεταφορικά και κυριολεκτικά ) το κάνε χωρίστρα κι έρχομαι.

Υπάρχει και η περίπτωση να χρησιμοποιείται σκοπίμως, από μερίδα ανδρών:

  • είτε γιατί το ξύσ' τ' αρχίδια σου δεν συνάδει με τον σεξουαλικό τους προσανατολισμό και προτιμούν τις γκεϊλιτεχνικές εκφράσεις,
  • είτε γιατί θέλουν να αντιστρέψουν - διασκεδάσουν το κλίμα που προσπαθεί να δημιουργήσει ο εκάστοτε σπασαρχίδης. Και, παρ' όλο που την καπότα δεν τη βγάζουν κλάνοντας, δηλώνουν στον συνομιλητή τους ότι, όχι μόνο δεν τους ακούμπησε η ατάκα, αλλά έχουν γραμμένη και την οποιαδήποτε άποψη, αυτός θα σχηματίσει, με τα λεγόμενά τους.

    Η περίπτωση να χρησιμοποιείται απο το γυναικείο φύλο αποκλείεται, ή δεν έχει, τουλάστιχον εις κατάστιχον, επισήμως καταγραφεί.

Με διαφορετική προσέγγιση, η έκφραση χτενίζω κωλότριχες είναι συνώνυμη των παρκάρω πούτσες, βαράω μαλακία στους κουλούς, ξυρίζω αρχίδια και τέλος, γυρνάω μεριά τις ψωλές σε πλάζ γυμνιστών, να μην αρπάξουν. Η τελευταία εργασία (ένσημα βαρέα ανθυγιεινά) με γαντάκι και καλάμι, απαραίτητα αξεσουάρ.

  1. (Μεταξύ φίλων: )
    - Δεν είπαμε να έρθεις στις 03.00 για να προλάβουμε;
    - Δε προλαβαίνουμε;
    - Εμ δεν προλαβαίνουμε. Άμα χτενίζεις τις κωλότριχές σου δυο ώρες, τι να προλάβουμε;

  2. (Στο εργοτάξιο: )
    - Ωχ, έσκασε μύτη ο σπασοκλαμπάνιας
    - Ρε σεις οι δυο εκεί κάτω! Πάλι τις κωλότριχές σας χτενίζετε; Έχουμε δουλειά!

  3. (Στο γκέημπαρ: )
    - Δε μου λες χρυσή μου, έκανες τίποτα το πουτσουκου;
    - Μπα, χτένιζα τις κωλότριχές μου.

  4. (Στο καψιμί: )
    - Ρε στραβάδι πάλι τα ξύνεις; Για έλα εδώ παιδάκι κι ότι έψαχνα αγγαρειομάχο
    - Δε παίζει αμίγκο, μετά το ξύσιμο έχω να χτενίσω τις κωλότριχές μου.
    - Εκδηλώθηκες, μωρή κρυφή!
    - ...

  5. (Στο νοσοκομείο: )
    Ο νοσοκόμος Λιλιάμτης, προετοιμάζει γερόντιο για αφαίρεση αιμορροΐδων κι έχει ξεχάσει την πόρτα του θαλάμου ανοικτή. Διερχόμενος γνωστός του από το στρατό (έχουνε χρόνια να ιδωθούνε), τον ρωτάει:
    - Ε, Λιλιάμτη! Που είσαι αρά χαμένους; Τι φκιάνς;
    - Αρ, δε γλιέπς; Κωλότριχες χτενίζου.

(από BuBis, 08/09/09)άλλος; (από BuBis, 08/09/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κάνω μακάζι. Έκφραση που χρησιμοποιούν οι περιστεράδες όταν ψαλιδίζουν τα φτερά από τα περιστέρια για να μην μπορούν να πετάξουν. Στην περίπτωση που ένα περιστέρι από ένα κουμάσι μπερδευτεί με τα περιστέρια άλλου κουμασιού (πιαστεί στον αέρα), το σωστό είναι να ελευθερωθεί, κι αυτό θα επιστρέψει στη βάση του. Στην περίπτωση όμως που έχουμε διαφορές με τον εκάστοτε συνάδερφο, τότε το πιασμένο περιστέρι πρέπει να μείνει στο κουμάσι μας μέχρι να το θεωρήσει σπίτι του. Απαλλοτριώνουμε το πτηνό εν ολίγοις.

Η φράση δεν πρέπει να συγχέεται με το «φωλιάζω» ένα περιστέρι, διότι σε αυτή τη περίπτωση το περιστέρι δεν πετάει από ένστικτο και δεν είναι απαραίτητο το μακάζι.

Μεταφορικά η έκφραση αποδίδει πιο εύγλωττα τον ευνουχισμό. Ο άνδρας δηλ. που έχει υποστεί μακάζι, δεν ξεμυτάει από το σπίτι, είναι κλεισμένος στο κουμάσι του και βγαίνει μόνο με τη συνοδεία της κυράς του.

  1. - Τι έγινε ρε μεγάλε; Τι φάτσα είν΄αυτή;
    - Άσε με ρε με τον π&**#, τον @^!κ$
    - Γιατί τι παίχτηκε;
    - Τον ρώτησα για το ζευγάρι, τις βούτες ρε συ που τις ψάχνω δυο μέρες τώρα, κι έκανε την παλαβή.
    - Και;
    - Πήγα σπίτι του και τις είχε κάνει μακάζι. Στο κουμάσι τις είχε ο πούστης.

  2. - Πού είσαι ρε συ Τέο; Έτσι είπαμε; Παντρεύτηκες και χάθηκες ρε μάγκα
    - Ε, να τώρα με τη Χρύσα, γιου νόου κτλ
    - Χειρότερος κι απ΄τον Ρούλη έγινες ρε μάγκα. Μακάζι σ΄έκανε η δικιά σου με φαίνεται...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

H βούλα, το σημάδι.

Ορίζει κυρίως τα εκ γενετής σημάδια του κορμιού, όπως ελιές, κρεατοελιές, λεύκη κ.α αλλά και γενικώς τους λεκέδες στα γύφτικα.

-Ποιός πέρασε;

-Ο Μούλης (υποκοριστικό του Θωμάς εις την ευγενέστατη και συμπαθητική φυλή των Γύφτων) με τη ντάμκα και το σαξ το εβδομηνταπεντάρι το φτιαχτό.

σ.s.: ο εν λόγω Μούλης έχει μια ελιά στο πρόσωπο σε μέγεθος ρεσώ (κεριού).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

(Mακεδονία) ρήμα: κάνω σκιά // τρομάζω, ξαφνιάζω κάποιον.

1. Tον έβαξα την κροτίδα και σκιάχτηκε.
2. Ήταν κρυμμένος ο καργιόλης και με το που πετάχτηκε μπροστά μου μεσ'τα σκοτάδια μ' έσκιαξε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Φανταρίστικες εκφράσεις κατά τις οποίες στην ονομαστική εορτή του πρώτου (γιορτάζει πολλές ή λίγες φορές το χρόνο, αναλόγως το σώμα) είμαι στην τσίτα, ενώ στην εορτή της δεύτερης είμαι χύμα, πολύ ή λίγο και πάλι ανάλογα με το σώμα που υπηρετώ.

βλ. επίσης: χυμαδιό , ρέκλα, χυμείο.

- Σηκωθείτε ρε στραβάδια, ήρθε του Aγίου Εγέρθητου!

- Πλάκα κάνεις ρε μεγάλε; Είμαστε με το παλιό και σήμερα είναι της Αγίας Τανάκας.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία