Ερώτηση που χρησιμοποιείται σαν απάντηση (κι όμως) / δήλωση / κριτική σε συγκεκριμένη κατάσταση, κατά την οποία ο ερωτών επιθυμεί να αφυπνίσει, διεγείρει, συνεφέρει, ή, κατ’ άλλη εκδοχή, να γελοιοποιήσει, ξεφτιλίσει, ξεπουπουλιάσει, ξεμπροστιάσει, το υποκείμενο.

Διότι έρχεται μια στιγμή στη ζωή καθενός, που οι απλές χαρές της καθημερινότητας του φαίνονται αναποτελεσματικές, ανούσιες, ρηχές και ο ίδιος νοιώθει «Άχθος Αρούρης». Μια ανύποπτη στιγμή που η Πύλη μισανοίγει και κάτι δυσδιάκριτο, φασματικό, σχηματοποιείται. Τότε σαστίζει, κάθεται παράμερα και σιωπά. Η ψυχή του, επιλήσμων, πλημμυρίζει από τις απαντήσεις στα ερωτήματα που καιρό πριν εγείρονταν επιτακτικά και από αμηχανία έναντι της ανυπακοής, της απειθαρχίας, της ανομοιομορφίας, του ανένταχτου, του περιθωριακού, του οκταώρου, της τεκνοποιίας, των μπατζανάκηδων, των λογαριασμών κινητής τηλεφωνίας, κάλυψε, με φροντίδες ευτελείς, όσο και θορυβώδεις, ικανές να μεταμορφώσουν το ουσιώδες σε ιταμό, ανύπαρκτο, ικανές να το εξατμίσουν.

Όταν λοιπόν βιώνει τη συναισθηματική κατανόηση της κατάστασης αυτής, νοιώθει ανόητος. Γνωρίζει ότι είναι ανέγγυος ωστόσο εκρήγνυται, δεν επιλέγει, ακολουθεί το πεπρωμένο του.

Αν ο ερωτών είναι τσμπιστοσύνης, η συζήτα λαμβάνει τέλος με τους δύο ήρωες να στρέφουν το βλέμμα προς το εσώτερο εγώ ατενίζοντας σκεφτικοί, ο καθείς με τις Ερινύες του τα απομακρυσμένα φώτα των προαστίων...

Αν ο ερωτών είναι εκδοχή δύο και το υποκείμενο μουρόχαυλο, τότε μένει άφωνο (σαν να μένει Παλαιών Πατρών και Γερμανού γωνία).

Αν είναι γατόνι, τότε ανταπαντά πάραυτα:
- Γιατί δεν σ' έχει γαμήσει ποτέ χοντρός;, ψηλός , λεπτός, κοκκινοτρίχης, βρωμοποδαράς, κτλκτλ.

- Τι μου συμβαίνει, ρε Παυλάρα; Ζω με ορούς. Έχω χάσει δέκα κιλά σ’ ένα μήνα. Κοιμάμαι μία ώρα την ημέρα. Προς τι τόση όχληση και φασαρία; Τι κάνω τόσο καιρό; Τι έχω καταφέρει; Νοιώθω ότι απομακρύνομαι από τον εαυτό μου. Ότι σε λίγο θα εξαφανιστώ. Τι σκοπούς έχω; Τι ήρθα να κάνω σ’ αυτόν τον κόσμο; Το έκανα; Το ήθελα; Σα να υπάρχω από σύμπτωση. Γιατί νοιώθω τόσο νέος ενώ βλέπω την ημερομηνία λήξης να πλησιάζει όλο και πιο κοντά; Γιατί δεν μπορώ να βάλω τάξη; Το χάος είναι εγγενές κομμάτι του εαυτού μου; Κι αν είναι γιατί το βλέπω και ζαλίζομαι; Γιατί μου λείπει η αίσθηση ταυτότητας; Μήπως να πέσω στο χάος μου σαν σταγόνα στο ποτάμι; Τι κρύβεται μέσα στο χάος, ξέρεις;
- Ρε συ, Ιππόλυτε, γαμείς καθόλου;

(από Khan, 07/11/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

1) “Richeiner e bitte” είναι η σωστότερη γραπτή απόδοση της προφορικής εκφοράς της συγκεκριμένης φράσης, καθότι οι ομιλούντες την γλώσσα, ενίοτε, κατά την απαγγελία του e, χρησιμοποιούν το κατώτερο τμήμα του λάρυγγα, με αποτέλεσμα να ακούγεται κάτι σαν ae, ήχος ο οποίος εις την Σλανγκικήν διάλεκτο παραπέμπει στην αντίδραση μετά από εφαρμογή ψυχολογικής πίεσης, ή (διαζευκτικό) στην έκφραση άμετρου αηδίας.

Η φράση πράγματι αποτελεί κλασικό faux-ξενισμό και πρωτακούστηκε κατά την εποχή του Χαλκού, ήτοι όταν κατήλθαν τα πρώτα κελτικά φύλα στις παραλιακές περιοχές της χώρας. Υπάρχουν δύο εκδοχές για την προέλευσή της, η πρώτη κοινή για όλες τις ανάλογες εκφράσεις, όπως θα δούμε παρακάτω, η δεύτερη φορτισμένη με άλλοτε άλλο συναισθηματικό περιεχόμενο.

[Α] Aντίδραση του ιθαγενούς στην έντονη επιθυμία του αφενός να κατανοήσει τους ακατάληπτους ήχους της ομιλίας των αλλοεθνών περιηγητών, αφεδύο να εξορκίσει την σύγχυση που του προκαλούσε η ταυτόχρονη συνύπαρξή του με άτομα τόσο διαφορετικής απόχρωσης, ανατομίας, και νοοτροπίας. Ήταν η εποχή που τα φροντιστήρια «Στρατηγάκη» μόλις άνοιγαν .

[Β] Κατά τον ρουν των γεγονότων , οι πολιτιστικές εμπειρίες των κατοίκων εμπλουτίζονται και το αμιγώς Αριστοφανικό χιούμορ του λαού αφομοιώνοντας την αρχική αμηχανία μπροστά στο Νέο, Άγνωστο, Ψηλό, Ξανθό, Ηλιοκαμένο, Ημίγυμνο περιβάλλον, μετέτρεψε την έκφραση σε προτροπή καθησυχαστικού χαρακτήρα μεταξύ ατόμων ομιλούντων την ίδια μητρική γλώσσα. Η εποχή του «μι γκρίκ κις κουίκ» έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Τώρα πια η δήλωση αυτή εκφράζεται πιο περιφραστικά.

2) Αγγλισμός: Tallum to you. Καταδεικνύει αποτρεπτικό χαρακτήρα. Εκφέρεται για να δείξει στον συνομιλητή ότι είναι εκτός θέματος, εκτός χρόνου, ότι τεσπά δεν ενδιαφέρει την ομήγυρη το θέμα, καλά θα κάνει ν αλλάξει σταθμό.

3) Γαλλισμός: Qu'est-ce que c'est que ce bol. Έκφραση συγκατάβασης δεικνύουσα διάθεση εξομαλυντική, απαλοιφής των διαφορών, κατάργησης των κοινωνικών αδικιών, άμεσης κατάσβεσης των εστιών, αναστολής εχθροπραξιών. Liberté Egalité Fraternité!

4) Ιταλισμός: Addiamo tsimento che la mia volo olo me caro. Αποχαιρετιστήρια έκφραση προερχόμενη από μετάφραση της πρώτης λέξης που ενώ σημαίνει «πάμε» συνεκδοχικά έλκει και τη λέξη «γεια». Ο αποδέκτης της εν λόγω φράσης συνειρμικά την αντιλαμβάνεται σαν «άντε γεια».

1)
Ο Σήφης έχει καλέσει τη Μερούλα στο δωμάτιό του να δούνε σι-ντι. Μόλις ανοίγει την πόρτα μπόχα από κάλτσες, βρακιά και σκόρδο αναδύεται έντονη. Το τοπίο, πλίνθοι τε κέραμοι ατάκτως ειρημένοι. Φυσικά η Μερούλα κοντοστέκεται...
Σ: Ρηχά είναι μπείτε… παρακαλώ… (Μεταφορικά κ πολύ-πολύ ευγενικά.).

2)
- Γιωργάρα, θα μου δώσεις, ρε, το Χοντάκι να ρίξω κάνα γκαζάκι στο βουνό, άντε ρε, θα πάω και για τσιγάρα...
- Το Χοντάκι είναι τ΄ άλλου μ του γιού. - Ποιανού;
- Τ΄ άλλου μ’ του γιου. Που σπουδάζει στο Λονδίνο.
(Μεταφορικά και κυριολεκτικά συγχρόνως).

3)
α) Ο Θύμιος έρχεται από τη στάνη το βράδυ στο σπίτι. Η Παγώνα ετοιμάζει φαί.
Π: Πού να στα βάλω τα κορ-φλέξ μανάρ μ;
Θ: Κι σι κισέ κι σι μπολ κοκκώνα μ’. Όπου κι να τα βαλς θα σι φάου… (Πλησιάζει. Κυριολεκτικά).

β) Ο Πέρυ στρίμωξε το Λίλιαν στην κουζίνα.
Π: Κοίτα να δεις Λίλιαν . Πως θες νά ‘σαι με μένα η το Βαγγέλα; Σκέψου! Λ: Qu'est-ce que c'est que ce bol, cherie! (Μεταφορικά).

4)
Μερούλα: Και μετά ρε Λίλιαν, τι έγινε μετά;
Λίλιαν: Μετά φιλενάς, ακολούθησαν κάνα-δυο επιμορφωτικά σεμινάρια.
Μερούλα: Και μετά;
Λίλιαν: Μετά το Πέρυ και ο Βάγγελας έβγαλαν εισιτήρια με το φέρυ για Τήλο. Νάτοι, εκεί πάνω είναι. Χαιρέτα τους (τη σκουντάει).

Υ.Γ. Το 4) το λένε οι Πέρυ και Βάγγελας, αλλά καθώς το φέρυ απομακρύνεται τις φωνές τους σκεπάζει το βουητό της θάλασσας.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Επιτιμητικός χαρακτηρισμός ατόμου, συνήθως άρρενος, ηλικίας πενήντα φεύγα και άνω.

Απαραίτητη προϋπόθεση, κιλά και μπόι ύπερθεν του κανονικού. Χρώμα δέρματος προς το χωματί, ένεκα καταχρήσεων ουσιώνε, κυρίως αλκοόλ (το φτηνότερο και το καλύτερο) και τσιγάρου, εξ ου δείκτης παράμεσος ενός χεριού επιχρωματισμένοι προς τσιρλί και μύτη μελιτζάνα. Μάτια θολά με το ασπράδι κιτρινίζον. Από τη μύτη ρέει υγρό υψηλού ιξώδους, υποπράσινο, σε κατάσταση αμφιταλάντευσης (να πέσω να μην πέσω). Χείλη οιδηματώδη, μπλαβιά στις γωνίες τους, παρατηρούνται κομματάκια άσπρα (σάλιο πηγμένο) στο κέντρο, βλέννα διάφανη (σάλιο άπηχτο). Βρίσκεται σε μόνιμη κατάσταση ημιμέθης.

Ενδυμασία: σακκάκι παλιοκαιρισμένο, μανίκια με «αγκώνες» και γυαλάδα, έχει σχήμα κρεμάστρας καφενείου. Πουκάμισο κάποτε άσπρο, το μισό απέξω (βγήκε μετά το τελευταίο κάτουρο, δεν το πήρε χαμπάρι). Ζώνη, απαραίτητο αξέσορυ του adra, σχόλιο ουδέν. Παντελόνι «μελεκέ», αναλόγως των πολιτικών πεποιθήσεων ο λεκές δεξιά ή αριστερά, γιατί η διαρκής μπυρο-κρασο-ουζο τσιπουροκατάνυξη ανοίγει τα νεφρά και γιατί όσο και να την τινάζεις η τελευταία σταγόνα μένει στο σώβρακο. Παπούτσια χιλιοπατήμενα και σαβουριασμένα, τόσο που διαγράφεται το σχήμα του έσωθεν ποδαριού καταλεπτώς.

Οσμή: έντονη αποφορά νηστείας και υπογλυκαιμίας, ανάκατη με ξινίλα. Κάτι σαν σκατίλα απ' το στόμα ένα πράμα. Αυτό και η κοιλιά σωσίβιο, μου βγάζει το εσάνς του λήμματος.

- Κοίτα ρε, ποιος κάθεται στη γωνία...
- Ωμπωωωω, ο Χεσταίας ... η σκατοσακούλα... παναφύ...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η έκφραση αυτή χρησιμοποιείται όταν επιθυμούμε να τονίσουμε το ανέφικτο, απράγματο, άτρεπτο μιας κατάστασης. Όταν θέλουμε να επισημάνουμε τη διαφορά μεταξύ Επιθυμίας και Εκπλήρωσης, Φαντασιακού και Πραγματικού, Θέσης και Αντίθεσης, Διαλεκτικής και Δογματικής, Λογικής και Τυχαιότητος, Πόθου και Ίμερου.

Διότι για να συγκεκριμενοποιηθεί το μυθικό περιεχόμενο της σκηνής αυτής στη σφαίρα της Ύπαρξης, πρέπει πρώτα να διακτινιστεί ακέραιο στη χοάνη της Παρεκτροπής.

α) κι οι δυο από πάνω μ' έναν / μια άλλο /-η από κάτω;
β) κι οι δυο από πάνω κι όλοι οι άλλοι από κάτω;
γ) κι οι δυο από πάνω κι ό,τι άλλο από κάτω;
δ) η περίπτωση το Πέρι να την έχει τόσο μακριά που να τη φοράει στο Λίλιαν από το χωλ.

- Ρε συ Μήτσο, ο Μπάμπης πέρασε όλα τα μαθήματα πρώτη περίοδο!
- Σσσώπα ρε, κι οι δυο από πάνω, ας το δω κι ας πεθάνω!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία