Φοριέται πάρα πολύ φέτος (2013) στα κοινωνικά μήντια Φέισμπουκ και Τουίτερ η ειρωνική τροπή της ξύλινης φράσης «καταδικάζω την βία από όπου κι αν προέρχεται».

Από πολλούς θεωρείται ότι η εν λόγω ξύλινη ατάκα ισοπεδώνει τις διαφορές ανάμεσα αφενός σε μια πραγματική ή υποτιθέμενη αριστερή βία και αφεδύο στην (ακρο)δεξιά φασιστοειδή βία, οπότε συντελεί εντέλει σε μια απολιτικοποίηση ή και έμμεση ανοχή του δεύτερου είδους βίας, ή σε μια λογική συμψηφισμού που παριστάνει την Αριστερά ως βασικά υπεύθυνη και για την φασιστοειδή βία στο πλαίσιο challenge & response (που λένε και στο χωριό μου). Αλλά ακόμη κι αν δεν συμμερίζεται κανείς όλη την κριτική στην φράση «καταδικάζω την βία από όπου κι αν προέρχεται» παραμένει το γεγονός ότι χρησιμοποιήθηκε υπερβολικά από ένα κυρίαρχο ντίσκουρς των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας, οπότε ο σχετικός κορεσμός οδήγησε σε αντίστοιχο πληθωρισμό των ειρωνικών τροπών της. Οι τροπές αυτές γίνονται συχνά από αριστερούς, αλλά δυνητικά και από άλλους αστειάτορες από όπου κι αν προέρχονται.

Αυτοί που επιδίδονται σε τροποποιήσεις της φράσεις συνήθως επιδιώκουν ένα ή περισσότερα από τα παρακάτω: α) Σατιρίζουν την απολιτική κοινοτοπία της φράσης με το να κάνουν μια ακόμη πιο κοινότοπη καταδίκη με ακραία γελοιότητα, λ.χ. «καταδικάζω τα σκατά από όπου κι αν προέρχονται» ή το κάπως πιο πολιτικοποιημένο «καταδικάζω την φτώχεια από όπου κι αν προέρχεται». β) Ενίοτε αναφέρονται σε πράγματα που είναι καθ' εαυτά άδηλο από πού προέρχονται, λ.χ. «καταδικάζω την κακοκαιρία από όπου κι αν προέρχεται». γ) Ενίοτε η καταδίκη είναι πάρα πολύ συγκεκριμένη, οπότε το «από όπου κι αν προέρχεται» καθίσταται αντιφατικό, λ.χ. «καταδικάζω τους Κνίτες από όπου κι αν προέρχονται». Έτσι καταδεικνύεται ότι η αρχική φράση δεν είναι καθόλου ουδέτερη. δ) Ορισμένες φορές σατιρίζεται γενικά το είδος του καταγγελτικού λόγου που θάλλει στο Φέισμπουκ και το Τουίτερ, που ενθαρρύνουν τα σύντομα ποστς με βιωματική εμπλοκή του χρήστη, οπότε εμμέσως ενθαρρύνουν τον καταγγελτικό λόγο. Οπότε οι ειρωνικές τροπές όντας άτοπες ασκούν κριτική στην ίδια την ευκολία των διαδικτυακών καταγγελιών που εξαπολύει ο καθείς. Λ.χ. «καταδικάζω το ντάκφεϊς από όπου κι αν προέρχεται».

Παραδείγματα από Φέισμπουκ:

  1. Καταδικάζω τους ψεκασμούς από όπου κι αν προέρχονται.

  2. Καταδικάζω το φώτοσοπ από όπου κι αν προέρχεται. (Σ.σ.: Σχόλιο για το εξώφυλλο με τον Αντώνη Σαμαρά στο Unfollow)

  3. Καταδικάζω την Αριστερά από όπου κι αν προέρχεται. (Σ.σ.: Το θεωρούμενο ως μότο του Πάσχου Μανδραβέλη)

  4. Καταδικάζω την Χρυσή Αυγή από όπου κι αν προέρχεται.

  5. Καταδικάζω την κακή ποίηση από όπου κι αν προέρχεται (Σ.σ.: Σχόλιο για την ποίηση του Μπογδάνου και την σχέση της με την δημόσια περσόνα του)

  6. Καταδικάζω τα χαμηλά λιπαρά από όπου κι αν προέρχονται.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Εκ των τζάζω, τζασλός και τεκνό, είναι στα καλιαρντά το τρελόπαιδο.

Φτώχια, τρέλα και πουστιά. Τα τρία κακά της μαύρης μοίρας μου της θεόκουλης. Πώς έμπλεξα εγώ, παιδάκι από σπίτι νοικοκυρεμένο μ’ αυτούς τους άχαλους; Ένα αγοράκι με καλούς τρόπους ήμουνα, πρώτος μαθητής στο σχολείο μου και λατσό μπισκετάκι. Δεν ήμουνα τζασλότεκνο. (Αποκατέ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Ο αγγλικός όρος butch χρησιμοποιείται και από Έλληνες στο πλαίσιο του ιδιώματος της γκέι και λεσβιακής κοινότητας ή των αναφερόμενων σε γκέι και λεσβιακά θέματα. Στον γραπτό διαδικτυακό λόγο γράφεται συχνά και με ελληνικούς χαρακτήρες (μπουτς).

Μπουτς είναι όχι μόνο η λεσβία- αντρούτσος, αλλά γενικότερα όποια λεσβία, ομοφυλόφιλος, αμφιφυλόφιλος, τραβεστί ή τρανσέξουαλ αναλάβει τα στερεοτυπικά ανδρικά χαρακτηριστικά σύμφωνα με την παραδοσιακή πατριαρχική αντίληψη. Ενώ αντίστοιχα φαμ (femme) είναι όποιος/α αναλάβει τα γυναικεία χαρακτηριστικά.

Από εδώ αρχίζουν και τα προβλήματα και οι διερωτήσεις. Θεωρείται ενίοτε ότι το να προσπαθούμε να περιγράψουμε σχέσεις γκέι και λεσβιακές με όρους πατριαρχικού/ ετεροσεξουαλικού φις - πρίζα αποτελεί συντηρητικό και καταστροφικό αναγωγισμό που δεν αποδίδει δικαιοσύνη στην ιδιαιτερότητα αυτών των σχέσεων. Οπότε είναι προβληματικό να περιγράφεται ως μπουτς ένας πάγιος ρόλος που ένας γκέι ή λεσβία έχει δομικώς στην σχέση. Ωστόσο, μάλλον δεν υπάρχει πρόβλημα να χαρακτηριστεί ως μπουτς ένας περιστατικός ρόλος που αναλαμβάνει ένας γκέι ή λεσβία στο πλαίσιο παιγνίου ρόλων, και ο οποίος μπορεί να αλλάξει/ μετατοπιστεί/ αντιστραφεί ανά πάσα στιγμή.

Εξ ου και η αγγλική έκφραση «butch in the streets, femme in the sheets», (θα μπορούσε να υπάρξει και το αντίστροφο), που περιγράφει τις ανατροπές μεταξύ εξωτερικής συμπεριφοράς και κρεβατιού (θυμίζει αλλά και διαφέρει από τα φαλλογοκεντρικά «μικρός στο μάτι μεγάλος στο κρεββάτι», «κυρία στο σαλόνι, πουτάνα στο κρεβάτι» κ.τ.ό.). Βλέπε και τις διερωτήσεις στα παραδείγματα: Άλλοτε θίγεται ότι ένας στρέιτ περιμένει όλες οι λεσβιακές (ή και γκέι) σχέσεις να είναι μπουτς- φαμ, με αποτέλεσμα να βρίσκεται προ εκπλήξεως, όταν αυτό δεν συμβαίνει. Μπορεί, μάλιστα, και να ασκηθεί αυτοκριτική από μια λεσβία λ.χ. γιατί της αρέσουν οι μπουτς τύποι και δεν μπορεί να ξεκολλήσει (μήπως πρόκειται για συντηρητική καύλα με την εξουσία, όπως συμβαίνει με στρέιτ γυναίκες και φροντίζουν να αναπαράγουν στρέιτ άνδρες- γουρούνια;). Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, οι μπουτς και οι φαμ (είτε ως ρόλοι, είτε ακόμη και ως πάγιες ταυτότητες) θεωρούνται ότι ανήκουν ισότιμα στην γκέι και λεσβιακή κοινότητα, και δίνουν από κοινού τις μάχες τους για έναν πιο προχώ κόσμο, χωρίς να τους αποπαίρνει ή κατηγορεί κανείς.

Υπάρχει βέβαια και μια άλλη διερώτηση, στην οποία αναφέρεται η Βικούλα εδώ ότι μπορεί να υπάρξουν και γκέι και λεσβιακά ζευγάρια, όπου να είναι και οι δύο του ζευγαριού μπουτς, ή και οι δυο φαμ, ή να εναλλάσσονται, ή να είναι εν γένει αχαρτογράφητοι. Τα ζευγάρια αυτά σε ένα ενδιάμεσο στάδιο συντηρητισμού κατά τις προηγούμενες δεκαετίες δέχονταν μεγαλύτερες διακρίσεις από ό,τι τα μπουτς- φαμ ζευγάρια, καθώς ενέπιπταν λιγότερο στις νόρμες. Μια τέτοια νοοτροπία μπορεί να υπάρχει και σήμερα, όπου κάποιοι θα ήταν πρόθυμοι να αποδεχτούν γκέι και λεσβιακά ζευγάρια, αρκεί να είναι ευκόλως χαρτογραφήσιμα ως μπουτς- φαμ, οπότε οι μη μπουτς- φαμ ενδέχεται να στιγματίζονται περισσότερο. Το οποίο, βεβαίως, δεν αναιρεί την εσωτερική αλληλεγγύη μεταξύ μπουτς-φαμ και μη μπουτς-φαμ.

  1. Για όποιους λόγους κι αν βρέθηκε ο Μητσάρας ο άντρακλας εκείνη τη νύχτα στο Γκαγκάριν, έπαθε σίγουρα την πλακίτσα του αφού:
    - για πρώτη φορά στη ζωή του «οι γκόμενες που έπαιζαν μεταξύ τους» δεν το έκαναν για 1-2 λεπτά μέχρι να έρθει ο… από μηχανής αρσενικός και να αρχίσει «το πραγματικό σεξ». Μητσάρα σόρρυ, αλλά δεν είσαι απαραίτητος. [...]
    - για πρώτη φορά επίσης ο φιλαράκος μας είδε πως η κορυφαία στιγμή στο κρεβάτι δεν είναι «όταν ο περήφανος ανδρισμός του εκτοξεύει το υγρόν του πυρ» (μη γελάτε, σε ανδρικό περιοδικό το έχω διαβάσει αυτό).
    - και, τέλος, για πρώτη φορά ο Μητσάρας αναγκάστηκε να δει πως οι λεσβίες γυναίκες δεν είναι μόνο μπουτς, μόνο φαμ, μόνο όμορφες, μόνο άσχημες. Όπως δηλαδή όλες οι γυναίκες… (Εδώ).

  2. Και το μυαλο μου πηγαινει στις μπουτς και τις φαμ και αναρωτιεμαι μηπως η αρρενοπωτητα, ακομα και αποδεσμευμενη απο τα σωματα στα οποια εχουν συνηθισει οι περισσοτεροι γυρω μας να την συναντουν, συνεχιζει να ειναι ενας κεντρικος τροπος ασκησης εξουσιας και προκλησης φαντασιωσεων. Αναρωτιεμαι, δεν λεω οτι συμβαινει απαραιτητα. Για να αναρωτιεμαι ομως ολο και καποιο λογο θα εχω. Και ισως μιλαω για αυτο διστακτικα γιατι φοβαμαι ακομα και να ξεστομισω πως σε χωρους που θελουν να λεγονται queer η πρωτοκαθεδρια της αρρενωποτητας βρισκεται βαθια ριζωμενη στα μυαλα και στις πραξεις μας...Και αυτα τα λεω εγω, κατεξοχην butch lover. (Αυτοκριτικές διερωτήσεις εδώ).

  3. Βασίζονται σ' ένα νέο, εκτεταμένο πεδίο έρευνας, που δείχνει ότι οι περισσότεροι από μας, είτε ενεργητικοί είτε παθητικοί, είτε ανδροπρεπείς είτε θηλυπρεπείς, είτε μπουτς είτε φαμ, είτε κάπου ανάμεσα, μοιραζόμαστε κάποιες σωματικές διαφορές που μας καθιστούν ειδική υποκατηγορία του κοινωνικού φύλου. Όποιες κι αν είναι αυτές οι διαφορές, φαίνεται πως πηγάζουν από κάπου βαθιά μέσα μας και δεν κρύβονται όσο κι αν προσπαθήσουμε. Τελικά το γκέινταρ, το ραντάρ που έχουμε για να αντιλαμβανόμαστε τον σεξουαλικό προσανατολισμό ενός ανθρώπου, δεν έχει τόσο σχέση με τις ικανότητες αντίληψης του θεατή όσο με τα αποκαλυπτικά σημάδια που οι περισσότεροι γκέι άνθρωποι προβάλλουν, ένα σύνολο χαρακτηριστικών που μας κάνουν να φαινόμαστε ότι ανήκουμε σε αυτή την ομάδα. (Υπάρχει γκέινταρ;)

  4. Αναδυόμαστε, λοιπόν, όλες εμείς οι όμορφες λεσβίες γυναίκες, μπουτς, φαμ, αμφιφυλόφιλες... (Η νταλίκα).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέγεται εναντίον οπαδών της ΑΕΚ, δηλονότι εκ του φλώρος και του ορίτζιναλ που χαρακτηρίζει την ΑΕΚ.

Ασίστ: John Black.

  1. Από το φατσοβιβλίο εδώ:

ΔΙΚΕΦΑΛΕ ΣΕ ΕΚΑΝΑ ΛΑΓΟ ΦΛΟΡΙΤΖΙΝΑΛ ΠΑΝΤΟΥ ΣΕ ΚΥΝΗΓΩ ΣΟΥ ΕΧΩ ΚΑΨΕΙ ΚΑΙ ΤΟ ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΚΑΙ ΕΧΩ ΜΠΕΙ ΣΕ ΚΑΘΕ ΣΥΝΔΕΣΜΟ ΕΙΧΑΤΕ ΡΟΥΦΙΑΝΟ ΠΡΟΕΔΡΟ ΚΑΙ ΕΧΕΤΕ ΣΤΟ ΠΑΓΚΟ ΒΑΤΡΑΧΟ...

  1. Από βλόγιον:

ΤΙ ΕΙΜΑΣΤΕ ΒΑΖΕΛΟΧΑΝΟΥΜΑ,ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΙ ΕΞΑΡΤΗΜΕΝΟΙ(ΛΑΓΟΙ-ΚΟΥΝΕΛΙΑ) Η ΦΛΟΡΙΤΖΙΝΑΛ ΚΑΙ ΠΕΙΡΑΤΕΣ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ;;;;ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΧΟΥΜΕ ΟΛΟΙ ΕΝΑ ΣΤΟΧΟ ΔΥΝΑΤΕΣ ΦΩΝΕΣ.

αντωνάαααααακι! που μας με τις γόβες στις λάσπεεεες! (από BuBis, 11/11/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αγγλιά, που αποτελεί τεχνικό όρο για τα κάτωθι:

  1. α. Σεξουαλική πρακτική στο πλαίσιο τριολέ ή πάρτυ με ούζα, κατά την οποία ο πεοθηλαστής-στρια, κρατάει στο στόμα του το σπέρμα του εραστή του/της, και στην συνέχεια το φτύνει στο στόμα άλλης-ου ερωμένης-ου, που έρχεται σαν τραίιλερ για να μην χάσει. Με λίγα λόγια το λεγόμενο cum swapping. Περιττό να πούμε ότι το γεγονός μπορεί να επαναληφθεί στη νιοστή, ανάλογα με το αριθμητικό δυναμικό της φάσης πολυφασικής. Η έκφραση βγαίνει ως εξής: Ως αφετηριακή χιονόμπαλα θεωρείται το ανδρικό σπέρμα (λέμε τώρα), και καθώς περνάει από το ένα στόμα στο άλλο, μαζεύει διαδοχικά σάλια, και άλλα υγρά (ιδίως αν παίζει στην φάση και μπουκάκι), οπότε η χιονόμπαλα ολοένα μεγαλώνει ώσπου να φτάσουμε σε χιονοστιβάδα. Την πρακτική περιγράφει γλαφυρά η Βικούλα, η οποία και μου την ψιθύρισε πονηρά. Επιστημονικά, πρόκειται για μια εφαρμογή του νόμου των συγκοινωνούντων δοχείων.

β. Την γνωστή μας μπαγαποντολειχία, σλανγκιστί τσιμπούμεραγκ ή φιλοπίππου. Δηλαδή, η αρχική χιονόμπαλα που εκτοξεύεται στην/ στον σιματζού-ή μαζεύει τα σάλια της/του και επιστρέφει στον εραστή με την μορφή γουτσιστικού φιλιού εκδίκησης. Οι Αγγλοσάξονες έχουν και το snowball slap, όπου η/ο ερωμένη-ος φτύνει το σπέρμα στο χέρι της/του και χαστουκίζει με αυτό τον εραστή.

  1. α. Εφόσον η κοκαΐνη θεωρηθεί ως χιόνι, χιονόμπαλα είναι άλλη μια αγγλιά για την κοκαΐνη ή το πάρτι με κοκαΐνη. Βλ. και νιφάδες και παγόβουνο (Δ.Π.).

β. Συναφώς, η μείξη κοκαΐνης, ηρωΐνης και μορφίνης μαζί στην ίδια σύριγγα, γνωστό και ως speedball. Και εδώ παίζει το ίδιο λογοπαίγνιο με το χιόνι που σωρεύεται αθροιστικά.

Αντισλανγκαρχιδικό disclaimer: Πρόκειται για μετακένωση στην ελληνική αγγλικού τεχνικού όρου, η οποία κρίνεται απαραίτητη για λόγους κάλυψης του σχετικού βιβλιογραφικού κενού. Η χρήση της μπορεί να γίνεται όπως και με τους επιστημονικούς τεχνικούς όρους, δηλαδή με τον αγγλικό όρο εντός παρενθέσεων.

Καυλάουρα: Τι γίνεται βρε Βάγγελα; Χρόνια και ζαμάνια! Ωραίο μαύρισμα έκανες!
Βάγγελας: Μόλις γύρισα από Νότια Αφρική. Αλήθεια τι κάνει το Λίλιαν;
Λάουρα: Μια απ' τα ίδια. Απ' όταν τα έφτιαξε με τον Νώντα το σαπούνι έχει κολλήσει. Πού ήταν εκείνες οι εποχές με τον Πέρι, Θεός σχωρέστον...
Βάγγελας: Μα ο Πέρι ζει! Μόλις μου έστειλε μια κάρτα από την εξωτική Ναμίμπια και μας καλεί για χιονοπόλεμο!
Λάουρα: Έχει χιόνι στη Ναμίμπια;
Βάγγελας: Ναι, κι έχει βρει κι έναν χιονάνθρωπο, Παρασκευά τον λένε...
Λάουρα: Και η λέξη του τίτλου;
Βάγγελας: Ε, άμα έρθει και το Λίλιαν, θα φτιάξουμε μια φοβερή χιονόμπαλα όλοι μαζί...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο κατ' εξοχήν μουνάκιας, ο άντρας που δείχνει τη λατρεία και την αφοσίωσή του στο μουνί με το να το προσκυνάει (με την καυλή έννοια), να το γλείφει και να το περιποιείται με μεράκι.

Στις θετικές συνδηλώσεις το ότι ευχαριστιέται με το που ευχαριστιέται η γυναίκα και το ότι έχει έναν ενθουσιασμό για το μουνί. Γιατί γλειφομούνι μπορεί να κάνουνε πολλοί, αλλά δεν είναι όλοι γλειφομουνάκηδες. Για το τελευταίο χρειάζεται ενθουσιασμός, know how και διάδραση με την παρτενέρ. Ο γλειφομουνάκιας τρόπον τινά κληρονομεί γλωσσικώς τα ιδιώματα του β΄ συστατικού του, του μουνάκια. Για να το θέσω καντιανά τε και cunt-ιανά (καλό, ε;), ο γλειφο-μουνάκιας είναι ο άντρας που θα αντιμετωπίσει το μουνί πάντοτε ως σκοπό και ουδέποτε ως μέσο, λ.χ. ως μέσο για να πηδηχτεί τε και επιδειχτεί, εκτονωθεί, νιώσει άντρας κ.τ.λ. Ο γλειφο-μουνάκιας είναι πέραν ακόμη και του σεξουαλικού αλτρουισμού, καθότι η ηδονή του ταυτίζεται με το μουνί και την ηδονή του μουνιού ως αυτοσκοπό. Από τον μουνάκια έχει πάρει επίσης την εκλέπτυνση, καθώς, το λέει κι η λέξη, έχει εκλεπτυσμένο ουρανίσκο, και την επισφαλή ισορροπία συνδυασμού ευαισθησίας και ανδρισμού.

Στα caveat το να μη μετατραπεί το πάθος σε μουνοδουλίαση, καθώς γενικά στις αντρικές παρέες του γλειφο-μουνάκια θα αιωρείται πάντα η υποψία μήπως εντέλει αυτός έχει διαβεί τον μουνορουβίκωνα κι έχει ήδη καταστεί μουνοείλωτας, εξάλλου ο γλειφομουνάκιας δεν προσαρμόζεται ακριβώς στο σεξιστικά προσδιορισμένο ανδρικό ιδεώδες του μπήχτη/ γαμίκου κ.τ.ό., δίχως όμως και να αποκλείεται να συνδυάζει τα χαρακτηριστικά αυτά.

  1. Δεν ξέρω τι έχω πάθει τελευταία. Μου φαίνεται πως έχω σεληνιαστεί! Όσο μπόι μου λείπει τόση καύλα περισσεύει... Σιχάθηκα την κωλοπολιτική. Ακούω «αυτοδιοικητικά» και βγάζω φλύκταινες. Δεν αντέχω άλλο τα μπιμπερά και τα κωλόπανα! Και προπαντώς βαρέθηκα τη γυναίκα μου! Θέλω να πετάξω τα δασκαλίστικα σακάκια και να χωθώ βαθιά στη λάσπη. Γουστάρω με τρέλα να γίνω ελεεινός γλειφομουνάκιας! [...] Προχθές καμάκωσα μια τύπισσα άπαιχτη. Κλασική περίπτωση ανεμώνας. Μουνάρα όσο τη βλέπεις, χωρίς να την έχεις. Κι άμα πας να την πιάσεις γίνεται μπουχός. Εγώ, όμως, την κρεβάτωσα! Μεγάλη μου μαγκιά! [...] Κατά της μία το πρωί, κει που την είχα ξεθεώσει στ’ αεροπλανικά, έπαθε υπογλυκαιμία και με ρώτησα τι γλυκά έχω σπίτι. [...] Γμτ μου, τι φταίω που η μανούλα μου μ’ έκανε φαρμακοτσούτσουνο κι όχι γλυκοτσούτσουνο; (Απ' το κρυφό ημερολόγιο του Δείμου).
  2. INE KATI ALLO NA LES TIS EGLIPSA TO MUNAKI KE MU ARESE TRELATHIKA KE KATI ALO NA LES OLES AFTES TIS MALAKIES PU IPE. EGO IME DILOMENOS GLIFOMUNAKIAS KE TO MONO PU ME ENDIAFERI INE NA PERNAO KALA ME TA MUNAKIA STI GLOSA MU KE AN TIHI KATI PARAPANO KALOS NA TIHI, MUNAKIDES EHO GLIPSI TO MUNAKI TIS Α. KE TIS K. ALLA KE TIS S. PIO PALIA KE TO KORITSI KAVLONI KE HINI MIA HARA. (Από σάη για ενήλικες).
  3. Συνεργασία με ΠΑΣΟΚ δεν είναι μια... «νέα Βάρκιζα»! Τεταμένη ήταν η κατάσταση κατά τη διήμερη συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ αναφορικά με το κρισιμότατο θέμα των συμμαχιών του κόμματος.
    Σχόλιο: καλα χαλασμενα φαρμακα εχει παρει αυτος και ολο το συναφι των 300 γελοιων? τυμβορυχοι ειναι? τι εχει να μας πει για την αποκατασταση της εθνικης αντιστασης? τι εχει να μας πει για τους παλαιολογους? τι εχει να μας πει για τους 300 του λεωνιδα? (αν του επιτρεψει ο γλυφομουνακιας ο αδωνις). (Από το ksipnistere).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η κρυφή, ο γκέι που δεν έχει βγει από την ντουλάπα. Σε σχέση με το κρυφή, του οποίου αποτελεί συνώνυμο, ο όρος κρυφόπουστας χρησιμοποιείται περισσότερο ως βρισιά, και στιγματίζει περισσότερο το κρύψιμο ως υποκρισία. Είναι, όπως και να το κάνουμε, πιο βαρύς και προσβλητικός. Βλ. και το λαϊκό γνωμικό: «Ο χειρότερος εχθρός του πούστη είναι ο κρυφόπουστας.»

Υπάρχουν βέβαια πολλοί τρόποι να μείνεις εντός της ντουλάπας και να μην κάνεις την ντεκλαρέ παραδοχή της πουστείας σου. Με κίνδυνο σχηματικότητας θα διαλέγαμε να εξετάσουμε τρεις από αυτούς.

  1. Άνθρωποι που είναι τόοοοοοσο αντερκάβερ, ώστε ποτέ δεν θα ξέρουμε σίγουρα.

  2. Γκέι καρατσεκαρισμένοι αλλά όχι τυπικά κραγμένοι, που υποκριτικώ τω τρόπω δεν βγαίνουν τελείως από την ντουλάπα, για να μας κρατάνε στο περίμενε και για λόγους άλλων συμφερόντων.

  3. Γκέι που δεν έχουν πρόβλημα να το πούνε ότι είναι, αλλά δεν θέλουν να το «πανηγυρίσουν», και δεν θέλουν να «βγουν από την ντουλάπα» σώνει και καλά με τελετουργικό και πανηγυρικό τρόπο.

Σε ποιον από τους τοιούτους τύπους αφορά ο όρος κρυφόπουστας; Θα λέγαμε κυρίως στον δεύτερο, ίσως λιγότερο και στον πρώτο, ενώ ελάχιστα ή καθόλου στον τρίτο. Γιατί ο όρος κρυφόπουστας καυτηριάζει κυρίως την υποκρισία με συμφέρον. Χαρακτηριστικά η ironick ορίζει ως εξής τον κρυφόπουστα (βλ. σχόλια): «αυτός που σκοπίμως και μόνο σκοπίμως (δηλαδή όχι από αδυναμία, από κοινωνικό περιορισμό, από ταμπού κ.λ.π.) κρύβει το πουστριλίκι τους, ζει διπλή ζωή και εκμεταλλεύεται και τους ομοφυλόφιλους και το μη γκέι περιβάλλον του, ρυθμίζοντας με τον πούτσο του τους πάντες». Ο John Black αναλύει περαιτέρω αυτήν την κατηγορία γκέι ως εξής (βλ. σχόλια): «Με τα κρυφή- κρυφόπουστας στιγματίζεται η υποκρισία ουσιαστικά - αλλά όχι τυπικά - κραγμένων αδερφών. [...] Εις εκ των βασικών λόγων για τον οποίο όλες αυτές οι κρυφές δεν βγαίνουν να δηλώσουν ανοικτά την ιδιαιτερότητά τους, είναι - σωστά μαντέψατε - διαφημιστικός. Πιο απλά, μας έχουν διαρκώς στο περίμενε, να αδημονούμε πότε τελικά κάποιος απ' αυτούς θα βρει το θάρρος να βγει από το ερμάριον. Όπως ακριβώς οι διάφορες μοντέλες / τραγουδιάρες / ηθοποιές κ.λ.π. δεν φωτογραφίζονται γυμνές, αλλά προτιμούν τις περίφημες «αισθησιακές» φωτογραφίσεις, και καλά καλλιτεχνικές και αγγούρια, που ψάχνεις να δεις ρώγα και δε βρίσκεις. Γιατί δεν το κάνουν; Μήπως από συστολή; Όχι, πολύ απλά για να μας έχουν στην καψούρα, να πηγαίνουμε να αγοράζουμε τα λαϊφσταλάδικα περιοδικά περιμένοντας τη «μεγάλη αποκάλυψη» η οποία συνήθως ποτέ δεν έρχεται. Όλη αυτή η εις μάτην αναμονή, τοποθετείται στον πυρήνα της λεγόμενης βιομηχανίας της κουλτούρας (kulturindustrie)». Σύμφωνα με την ενδιαφέρουσα αυτή θεώρηση του John Black ο κρυφόπουστας/ κρυφή είναι ένα συστατικό στοιχείο της μεταμοντέρνας κενωνίας μας, όπου το ενδιαφέρον ανακυκλίζεται συνεχώς για κάποιαν αναμονή, εν προκειμένω πότε ο ουσιαστικά αλλά όχι τυπικά εγνωσμένος γκέι θα βγει από την ντουλάπα, ενώ «τα γεγονότα απεργούν' και η έξοδος εσαεί αναβάλλεται.

Ύστερα από συζήτηση με τον John Black στα σχόλια, θα συμφωνούσα μάλλον ότι είναι κυρίως αυτός ο τύπος εγνωσμένου υποκριτή που στιγματίζεται ως κρυφόπουστας. Για τους μη εγνωσμένους δεν μπορούμε να τους αποδώσουμε με βεβαιότητα υποκρισία, αλλά πιστεύω ότι μπορεί δυνητικά να αποδοθεί και σ' αυτούς ο χαρακτηρισμός, αν υπάρχει μια έστω ασθενής ένδειξη, όπως λ.χ. η διατήρηση πολύ στενών σχέσεων με έναν »προτεζέ«.

Τέλος, για να μην κολλήσουμε μόνο στους επωνύμους, ο όρος, όπως γράφει ο John Black, »κολλάει γάντι σε κάτι τυπάκια χαμηλών τόνων, αδιόρατα θηλυπρεπή, που τους ξεφεύγει που και που κανά υγρό και λάγνο βλέμμα προς μπουτάλ σερνικά, ΑΛΛΑ που ποτέ δεν έχουν δώσει κάποιο δικαίωμα, π.χ. να την πέσουν στα ίσα σε κάποιον«.

Οφείλουμε, βέβαια, να παρατηρήσουμε ότι το κρύφιον είναι ένα στάδιο που λίγο πολύ όλοι οι γκέι έχουν περάσει ή καλούνται να περάσουν, έτσι όπως είναι δομημένες οι κοινωνίες μας. Κανείς δεν ήταν εξ αρχής φανερός. Το πέρασμα από την άλλη πλευρά της ντουλάπας είναι ένα δυναμικό γεγονός.

Χαρακτηριστικά παρατηρεί το queer.gr:

«Ο όρος «κρυφόπουστας» είναι αρκετά ευρύς και καλύπτει ένα πλήθος τρόπων άμυνας, μίσους προς τον εαυτό, έλλειψη δύναμης και συνήθεια. Είμαστε όλοι κρυφοί πούστηδες κατά μια έννοια [σ.ς.: Ο συγγραφέας απευθύνεται σε γκέι κοινό], και όλοι μας έπρεπε να αποκαλυφθούμε· ελάχιστοι από εμάς ήταν ανοικτοί από τα επτά τους! Πρέπει να δώσουμε στους αδελφούς και στις αδελφές μας το χρόνο τους, όπως δώσαμε και στους/στις εαυτούς /-ές μας. Και, παρ' ότι η κλειστότητά τους είναι μέρος της καταπίεσής μας, είναι περισσότερο μέρος της δικής τους. Μόνο αυτοί /-ές μπορούν να αποφασίσουν πότε και πώς».

Υπάρχει, επομένως, και ένας τύπος γκέι που δεν είναι υποκριτής, απλώς δεν θέλει να βγει απ' την ντουλάπα εν χορδαίς και οργάνοις.

Εδώ αξίζει να παρατηρήσουμε ότι υπάρχουν δύο πολύ διαφορετικές προσεγγίσεις μεταξύ αγγλοσαξονικού και γαλλικού μετα(σο)δομισμού για το εξέρχεσθαι της ντουλάπας, όπως θίγεται και στο αχαρτογράφητος:

Οι Γάλλοι γκέι της γενιάς του Φουκώ θεωρούσαν ότι το να βγαίνεις ντε και καλά από την ντουλάπα είναι κάτι που σου το επιβάλλει ο εξουσιαστικός κυρίαρχος λόγος. Και θεωρούσαν ότι είναι υποτιμητικό για έναν γκέι να νιώθει την ανάγκη ότι πρέπει να βγει από την ντουλάπα κτλ. Είναι καλύτερο να φέρεται φυσικά.

Αντιθέτως, οι αγγλοσάξονες τείνουν μάλλον να θεωρούν ότι είναι απολύτως απαραίτητο να «πανηγυρίσεις» το να βγεις από την ντουλάπα (με τους δικούς σου όρους βέβαια) ως ένα sine qua non στάδιο της διεκδίκησής σου. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: στη Γαλλία σνομπάρεται το να θεωρείται κάτι ως γκέι μυθιστόρημα, γκέι συγγραφέας κτλ, ενώ στην Αγγλία-ΗΠΑ «πανηγυρίζεται». Άλλο παράδειγμα: στα 80ς οι Γάλλοι γκέι δυσανασχετούσαν όταν τα ΜΜΕ συνέδεαν το Έιτζ με την γκέι κοινότητα σε βαθμό του να υποτιμάται η σημασία του Έιτζ, ενώ στην Αγγλία οι γκέι θεωρούσαν ότι πρέπει να συζητηθεί πολύ το θέμα στο πλαίσιο και γκέι στράτευσης. Γενικά, οι Γάλλοι έχουν μια παράδοση ουνιβερσαλισμού, στο στυλ είμαι άνθρωπος πρώτα και μετά γκέι ή στρέιτ (βλ. στα θρησκευτικά θέματα και την απαγόρευση της μαντήλας που για Αγγλία είναι αδιανόητη), και η μεταδομιστική γενιά κατά κάποιο τρόπο το συνέχισε παραδόξως με το να κατακρίνει την αναγκαστική ετερότητα που επιβάλλεται από τον κυρίαρχο λόγο. Στην Αγγλία-ΗΠΑ αντιθέτως κυνηγάνε την έκφραση της διαφορετικότητας με κάθε τρόπο, και φτάνουν ακόμη και στο να πανηγυρίζουν όρους κραξίματος, όπως το queer και πολλά άλλα.

Υπάρχουν αντίστοιχα διλήμματα στην Ελλάδα; Θαρρώ πως ναι, υπάρχουν αρκετοί γκέι, μάλλον μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας και της πουστρομανιέρας του μιντιακού σταρ σίστεμ, οι οποίοι αντιμετωπίζουν διλήμματα για το πώς πρέπει να διαχειριστούν την έξοδό τους από την ντουλάπα. Πολλοί από αυτούς θεωρούν ότι είναι πιο αξιοπρεπές να μην ενδώσουν στις απαιτήσεις του ολοκληρωτικού Πανοπτικού της εποχής μας που αξιώνει να κατηγοριοποιεί πλήρως τους ανθρώπους ανάλογα με τις επιθυμίες τους και να τους κατατάσσει σε στεγανές κατηγορίες. Ασφαλώς, μια τέτοια διεκδίκηση αξιοπρέπειας απέναντι στον ολοκληρωτισμό δεν εμπίπτει στον όρο κρυφόπουστας, ο οποίος θίγει την ιδιοτελή υποκρισία. Βέβαια, καθώς ο όρος εμπεριέχει στοιχεία σεξισμού δεν αποκλείεται οι χρήστες του να τον χρησιμοποιήσουν και εναντίον καθ' όλα αξιοπρεπών γκέι, που απλώς δεν θέλουν να ενδώσουν στην ταμπελοποίηση. Ποιος είπε ότι η σλανγκ είναι δίκαιη;

  1. Από φόρουμ: κατ'αρχάς ως ετεροφυλόφιλος που είσθε, όπως δηλώνετε δηλαδή, θα γνωρίζατε πολύ καλά το ευεργετικό έργο των πουτάνων. Έχουμε λιγότερους βιασμούς γυναικών και σεξουαλικές παρενοχλήσεις. Οι πουτάνες που τόσο μισείτε επιτελούν κοινωνικό έργο και πρέπει να προστατεύνται από ανθρώπους δήθεν ανοικτόμυαλους. Δεν αναφέρομαι σε εσάς. Εσείς έχετε φίλους γκέι άρα είσθε προοδευτικός, δεν χρειάζεται να κάνετε τίποτε άλλο. Αρκεί αυτό.
    Στο μπαρ -και όχι σάουνα ή πάρκο- ανώνυμος ή ψεύτικο όνομα θα δώσει ένας κομπλεξικός, ένας παντρεμένος, ένας κρυφόπουστας, ένας βιαστής, ένας δολοφόνος. Ένας υγειής άνθρωπος δεν έχει λόγο να μείνει ανώνυμος. Οπότε οι συμβουλές σας είναι επικίνδυνες.

  2. Από μπλογκ, όπου μπλόγκερ τις ζηλοί την δόξαν του Ζουρλάρι: Δὲν ὑπάρχει ποιό συντετριμμένος μαλθάκας ὥστε να γράψῃ κάτι ποιό ἀποτυχημένο…Ὁ σιχαμερὸς φωνακλὰς ἐμετοπότης ἡμίφρων κρυφόπουστας ἀρκουδιάρης τρακτερόβλαχος γαμψομύτης Καραγεωργίου, ἐκφυλιστικὸς γόνος τῆς …Χυσοῦλας καὶ τοῦ …Χυσόδουλου, στὰ τελευταῖα του κείμενα τὸ ἔχει «γυρίσει στὸ τσάμικο» καὶ συνεχῶς γράφει ὁ κομπλεξικὸς ὅτι «οἱ Κορεάτες εἶναι μογγόλοι» ἐκεῖ ποὺ ἀνέκαθεν ἔγραφε ὅτι «τὰ μόνα ἀμιγῶς κίτρινα ἔθνη εἶναι ἡ σινέζικη φυλή (Κίνα) καὶ ἡ κορατικὴ φυλή (Κορέα)».Πές στοὺς 4 χιλιαστὲς ἁγιορεῖτες Ῥαββίνους ποὺ σὲ «τροφοδοτοῦν» ἀπὸ τὸ 1982, ὅτι αὐτὸ τὸ τελευταῖο ᾖταν …χοντράδα ὀλκῆς καὶ να ἀναμένουν τὴν ἐκτέλεσί τους.

  3. Παναγιώτης Χατζηστεφάνου, βλ. λήμμα κωλοκαούρα, τελευταίο παράδειγμα: Οι κρυφόπουστες αυτές ποζάρουν πάνω σε έναν σωρό από χεσμένα βουλευτικά έδρανα και γραφεία, ενδεικτικό σκηνικό του χιούμορ τους, μια και πιστεύουν ότι η κουτοπονηριά της γηραλέας τσιμπουκλούς είναι ταιριαστή με τα δημόσια αξιώματα και καταπίνεται εύκολα από όσους τις παρατηρούν.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ολόχρονη κλασική ατάκα που έλεγε σε εϊτίλα διαφήμιση ο Λαλάκης ο Εισαγόμενος, κατά κόσμον Ν. Παπαναστασίου.

Η διαφήμιση είχε ως εξής: Ο Λαλάκης εμφανίζεται ως ο απόλυτα τρέντι της τότε εποχής, κι αρχίζει να απαριθμεί ένα ένα τα ρούχα του με δομή πρότασης: «-άκι; Εισαγόμενο!». Λ.χ. «Μπλουζάκι; Εισαγόμενο!». (Εννοείται «εισαγόμενο απ' το εξωτερικό»). Καμαρώνοντας. Στο τέλος η διαφήμιση τον δείχνει να πηγαίνει σε Υπηρεσία για Απόρους ή σε Ταμείο Ανεργίας. Το κοινωνικό μήνυμα της διαφήμισης ήταν ότι αν λόγω τρεντοσύνης δεν στηρίξουμε τα εγχώρια προϊόντα θα καταλήξουμε άποροι κι άνεργοι. Αντιθέτως, ο επιμένων ΕλληΝΙΚΑ!

Μέσα σ' όλα αυτά έλεγε με αμίμητο ύφος (βλ. μήδι):

- Τσιγάρο; Εισαγωγής! Παφ και τάληρο! Σκέτο Τέξας!

Και ταυτοχρόνως το τίναζε. Ως τάληρο εννοείτο το πεντοχίλιαρο, που εκείνη την εποχή ήταν μια ολόκληρη περιουσία. Να θυμήσω μόνο την ιστορική ατάκα που είχε πετάξει ένα καθίζημα στην εκπομπή του Λεβέντη: «Για να ρίξεις έναν πούτσο θες τρία χιλιάρικα!». Πεντοχίλιαρο = 15 Ευρώ, τίποτα δηλαδή σήμερα, σνιφ σνιφ.

Συμπερασμάτουσλυ, το λέμε όταν ένα προϊόν ή μια δραστηριότητα (κυρίως περιοδικά επαναλαμβανόμενη δραστηριότητα, όπως το τίναγμα ενός τσιγάρου) είναι πολύ ακριβή, και κάθε φορά που την κάνεις σου φεύγει κι ένα σεβαστό ποσό. Εννοείται ευκώλως, ότι στο παφ μπορεί να λανθάνει σεξουαλικό υπονοούμενο. Και συνήθως η έμφαση πέφτει στο τάληρο, που χάνουμε, αλλά μπορεί να πέσει και στο παφ...

Επίσης το τάληρο μπορεί να αντικατασταθεί από κάτι πιο επίκαιρο.

Στο Δημόσιο Πρόχειρο υπό Bubis.

-Τι θα γίνει με αυτά τα πρόστιμα για το κάπνισμα σε εσωτερικούς χώρους; Παφ και τάληρο το έχουμε καταντήσει!

- Πολύ φορτόγκας αυτός ο Αρίστος! Κάθε τσιμπούκι που κάνει η Καυλάουρα της δίνει και ένα δώρο! Παφ και μονόπετρο!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μεταφορά στο ελληνικό κλιτικό σύστημα του αγγλικάνικου όρου hipster. Οι χίπστερζ είναι ένα μεταμοντέρνο φαινόμενο που άρχισε στις Η.Π.Α. στα νάιντιζ και κορυφώνεται παγκοσμίως στα νόουτιζ και τενζ, και έχει κυρίως εμφανισιακά, αλλά και γενικότερα πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Αρχικά τα χιπστέρια ξεκινούν ως indies (<independent) δηλαδή ως αλτέρνια που συνδέονται με ψαγμένα ακούσματα, καθώς η Indie rock. Επρόκειτο δηλαδή για μια anti-mainstream φάση. Στην πορεία, όμως, όχι μόνο δεν έχουν ασχημindie, αλλά αντιθέτως έχουν ομορφindie χάρη στην εκπληκτική επιμονή τους στους αισθητικούς εμφανισιακούς συνδυασμούς, με αποτέλεσμα να μπορούμε γενικά να πούμε ότι ο χιπστεράς είναι ένας εκπεπτωκώς indie προς την κατεύθυνση του mainstream, ή, αλλιώς μία ακομοντέισο, μια προσαρμογή (accomodation που λέμε και στο χωριό μου) του ίντυ, όπου αμβλύνεται η εξεγερσιακή δυναμική.

Για μια πολιτική κριτική βλ. τον ορισμό χιπστεράς της Ironick (before it was cool). Από πολλούς θεωρείται ότι τα χιπστέρια είναι ένα μη-κίνημα προσιδιάζον στη μετανεωτερικότητα, καθώς «εξ ορισμού» δεν μπορούν να οριστούν. Είναι ίσως το μοναδικό κίνημα, που δεν έχει ως στόχο έναν αυθεντικό χίπστερ, έκφραση που αποτελεί contradictionem in adjecto, τ. Ελβετός ναύαρχος κ.τ.ό., όπως άλλωστε οξύμωρο είναι και το τρέντι αλτέρνατιβ που επιδιώκουν. Όπως μου υπέδειξε και ο πασαδόρος του λήμματος Mr Cadmus, δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση πιο χίπστερ πεθαίνεις, καθότι δεν υπάρχει κάτι τέτοιο σαν μια χιπστεροσύνη ως κανονιστική ιδέα ορίζοντος. Το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι «πιο χίπστερ γίνεσαι mainstream».

Με άλλα λόγια, η χιπστεροποίηση δεν είναι μια κίνηση προς την κατεύθυνση του ριζοσπαστισμού, αλλά αντιστρόφως προς μια μεγαλύτερη προσαρμογή του ριζοσπαστικού στο κυρίαρχο ρεύμα, η οποία προκειμένου να υπάρχει έχει ανάγκη μια ορισμένη ένταση με το μαίηνστρημ, πλην όσο περισσότερο εντείνεται, τόσο περισσότερο αμβλύνεται η όποια αντιδραστικότητά της. Με άλλα λόγια χίπστερ δεν γεννιέσαι, ούτε γίνεσαι, χίπστερ καταντάς, όταν αμβλωθεί η αλτέρνατιβ δυναμική σου. Συναφώς, δεν μπορεί να γίνει ορισμός του χίπστερ, παρά μόνο να εντοπιστούν επιμέρους χιπστερότροπα στοιχεία και τύποι, καθώς οι χίπστερζ εντάσσονται σε μια αξίωση μεταμοντέρνου αχαρτογράφητου: Πρόκειται για μια αέναη αναβολή του αλτέρνατιβ και διαμονή σε μία no man's land μεταξύ εναλλακτικού και κυρίαρχου τρέντι, τα όρια της οποίας είναι εξαιρετικά πορώδη. Χίπστερ μπορείς να γίνεις και στην προσπάθειά σου να γίνεις εναλλακτικός, αλλά και στην έκπτωσή σου από το εναλλακτικό, πάλι πίσω προς το κυρίαρχο.

Κατά συνέπεια, κάποιος που προσπαθεί επί τούτου να γίνει χίπστερ μέσα από οδηγούς χιπστεροσύνης, δεν αποτελεί αυθεντικό χίπστερ (ὃ μὴ γένοιτο), αλλά χιπστερικό, πάσχοντα δηλαδή από χιπστερία, την πάθηση του να θέλεις ντε και καλά με υστερικό τρόπο να γίνεις χίπστερ, ενώ η ψαγμενιά είναι ακριβώς να μην το επιζητείς, αλλά να σου βγαίνει.

Μπορούμε ωστόσο να κάνουμε μια ιστορική ανασκολόπηση του όρου με την βοήθεια της Βικούλας. Ήδη στην δεκαετία του 1940, ο όρος hipster σήμαινε τον μυημένο, τον aficionado, κάτι σαν το τζιναβωτός στα καλιαρντά. Πιθανόν να προέρχεται από το hop που ήταν σλανγκιά για το όπιο, ή από το δυτικοαφρικανικό hipi, που σημαίνει να «ανοίγεις τα μάτια σου». Η σημασία του hip ως μυημένου μαρτυρείται ήδη από το 1902, και την ίδια εποχή και το unhip δηλώνει τον ατζινάβωτο στα χιπστερικά, ενώ η προσθήκη του β' συστατικού -ster έχει καταγραφεί ήδη στα 1944. Οι πρώτοι χίπτσερζ των φόρτιζ είναι κάτι σαν μπήτνικς, ή σαν Αμερικλάνους υπαρξυστές ένα πράμα, αλλά φαίνεται ότι ο χαρακτήρας του δηθενιστή υπήρχε ήδη τότε καθώς επρόκειτο περισσότερο για λευκούς που τους άρεσε η τζαζ και προσπαθούσαν να μιμηθούν το λαϊφστάιλ των μαύρων καλλιτεχνών.

Ωστόσο, η καθιέρωση του όρου με την σύγχρονη σημασία αρχίζει στα νάιντιζ στις Η.Π.Α. και δη τη Νέα Υόρκη, και στα νόουτιζ μιλάμε πλέον για ένα παγκόσμιο φαινόμενο με ανησυχητικές διαστάσεις καθώς ευρωπαϊκές μητροπόλεις, όπως το Βερολίνο και το Λονδίνο, μετατρέπονται αίφνης σε χιπστερουπόλεις. Στα δέκαζ κατακλύζονται από χιπστέρια και οι χιπστερόδρομοι της Αθήνας, όπως η θρυλική Αβραμιώτου, ήτοι το στενό δρομάκι του μπαρ 6 Dogs, η πλατεία Αγίας Ειρήνης, η πλατεία Καρύτση, η Κολοκοτρώνη, και κάποιες άλλες χιπστεροτοπίες στο Γκάζι και το Μοναστηράκι. Σε ένα περιβάλλον κρίσης, το να είσαι απλώς τρέντι δεν είναι πια τρέντι, οπότε πολλοί από όσους δεν ριζοσπαστικοποιήθηκαν, μεταλλάχθηκαν σε χιπστέρια. Καθώς ένας ορισμός του χιπστεριού εξ ορισμού αντενδείκνυται, θα επισημάνουμε απλώς αφενός επιμέρους στοιχεία και αξεσουάρ, και αφεδύο τύπους χιπστεριών, προσπαθώντας αν είναι δυνατόν να αναδείξουμε και προσιδιάζοντα στην Ελλάδα χαρακτηριστικά χιπστεροτροπίας. Σημειωτέον ότι τα χιπστέρια έχουν οικειωθεί επιμέρους χαρακτηριστικά από διάφορες εναλλακτικές κουλτούρες, κυρίως από τα emoφρίκουλα και λιγότερο από τους πάνκηδες.

Στοιχεία

  • Το δίπολο ironic/sincere (ειρωνικό/ειλικρινές):
    Χαρακτηριστικό των χίπστερζ είναι η μεταμοντερνιάρικη οικείωση του εξόφθαλμα πασέ, του κιτς, του γκροτέσκου και του γελοίου, με μια διάθεση αυτοσαρκασμού. Ωστόσο, αυτό για να είναι χίπστερ πρέπει να γίνεται με μια λεπτότητα και αρμονία και να ακεραιώνεται σε ένα χιπστεροσύνολο. Τότε λέμε ότι είναι «ειρωνικό» (ironic αμερικανιστί), πρόκειται δηλαδή για ένα «κλείσιμο ματιού» του χιπστερά στον θεατή του. Λ.χ. ενώ το μούσι μπορεί να θυμίζει παπά, άστεγο, ερημίτη, ή πασόκο των 80ζ, όταν το φέρει ο χιπστεράς γίνεται ειρωνική ψαγμενιά. Παρομοίως το T-shirt μπορεί να είναι χαρακτηριστικό τρεντυφατσουλακίου, εκτός αν φορεθεί ειρωνικώς. Άλλοτε πάλι ένα στοιχείο που έχεις ούτως ή άλλως, όπως το να είσαι φάλαινα ή τόφαλος μπορεί να επενδυθεί α πουστεριόρι ειρωνικά χαρακτηριστικά. Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις όπου ο φέρων ένα χαρακτηριστικό, λ.χ. το μούσι, δεν έχει καθόλου ειρωνική διάθεση, αλλά όντως ταλιμπανίζει. Σε αυτήν την περίπτωση αναγνωρίζεις ότι το μούσι λ.χ. είναι ειλικρινές και αποτίεις το ρισπέκτ που αναλογεί.

  • Η βιντατζιά: Τα χιπστέρια έχουν μανία με τα παλαιά ενδύματα και άλλα αντικείμενα. Όταν δεν έχουν την τύχη να τα σουφρώσουν από τη ντουλάπα της γιαγιάς («η γιαγιά, η γιαγιά, γνωρίζει πιο καλά, όλα τα τερτίπια τα χιπστερικά», για να παραφράσουμε τα Ημισκούμπρια), ή να τα κληρονομήσουν από κάποιο μακαρίτη/ισσα, τα προμηθεύονται από ειδικά βιντατζάδικα. Στις Η.Π.Α. λ.χ. είναι κουλ το στυλ τουέντιζ άλα Great Gatsby, και γενικά στοιχεία σιξτίλας και σεβεντίλας. Τα εν Ελλάδι χιπστέρια συχνά ταξιδεύουν στο Λονδίνο για να προμηθευθούν βιντατζιές. Σχετικό σύνθημα: «Old is the new new».

  • Το before it was cool: Η μαγκιά για το χιπστέρι είναι να έχει κάνει κάτι που τώρα είναι κουλ πριν να είναι κουλ. Εδώ δεν πρόκειται απλώς για ένα κυνήγι του παρόντος και του μέλλοντος και για μια καταξίωση αυτού που το έχει επιτυχώς προφητεύσει. Υπάρχει και αυτό το στοιχείο, αλλά υπάρχει και η χαρακτηριστικά μεταμοντέρνα αγάπη για τα ρηβάιβαλς, τις αναβιώσεις, όπου κάτι που παλιότερα αποδοκιμάστηκε και παρέπεσε ως ηττημένη τάση, θεωρείται τώρα ότι πρέπει να του δοθεί προσοχή εις βάρος της Ιστορίας που γράφουν οι νικητές. Επίσης, γίνονται ριζικές αναθεωρήσεις ως προς το τι είναι κουλ, προκειμένου να μην συμπίπτει το χιπστέρι με το κοινό τρέντουλο. Με την έννοια αυτή φτάνει να θεωρείται κουλ ακόμη και το να είναι κανείς λ.χ. τόφαλος, ή έστω chubby, ή φύτουκλας. Ο πραγματικός χιπστερόμαγκας όμως είναι αυτός που είχε μια τέτοια ιδιότητα πριν να γίνει κουλ και είχε φάει όλη την λοιδορία, ίσως και άδικα από ό,τι αποδείχθηκε. Ο χίπστερ επομένως δεν κυνηγάει μόνο το μέλλον, το next best thing, αλλά και το παρελθόν, προσπαθεί να εμπνευστεί από παλιά τρεντζ, και κυρίως να οσμιστεί όχι το μέλλον του παρελθόντος, αλλά το παρελθόν του μέλλοντος, ήτοι πιο παρελθόν θα είναι τρέντι στο μέλλον, ώστε να το εφαρμόσει στο παρόν πριν να είναι κουλ, πράγμα που είναι και η μαγκιά στην τελική.

  • Ο μετροσεξουαλισμός: Πολλά χιπστέρια προάγουν τη μεταμοντέρνα εικόνα μιας αχαρτογράφητης σεξουαλικότητας, ούτε έκδηλα γκέι, αλλά και στρέιτ δεν τη λες. Χαρακτηριστικό λ.χ. είναι μία μόνο λεπτομέρεια γυναικείου outfit σε ένα κατά τα άλλα αρρενωπό λουκ. Επίσης, το δίπολο ανορεξία- αφράτη jouissance, που συναντάται σε χιπστεράδες παραπέμπει σε θηλυκά πρότυπα του παρελθόντος, όπου θηλυκό θεωρείτο αφενός το ανορεξικό μοντελέ σώμα, ή αφετέρου η ζουμπουρλού σεξουάλα. Αντιστρόφως, οι γυναίκες μπορεί να μπουτσοφέρνουν, ή ακόμη και στην περίπτωση που παραμένουν πολύ «θηλυκές» με την συμβατική έννοια, να χαλάνε την ομορφιά τους με κάποια εξτραβαγκάντσα, λ.χ. ένα παράξενο γυαλί. Γενικά καταξιώνεται και το chubby λουκ αφράτης αγγλιδούλας, και το faux πουτανέ υφάκι (slutty που λέμε και στο χωριό μου).

  • Ο νομαδισμός: Μόλις μια περιοχή με χίπστερ στέκια γίνει γνωστή, οι χίπστερζ θα προσπαθήσουν να πάνε αλλού, στο next best thing, με αποτέλεσμα έναν συνεχή νομαδισμό, που θυμίζει την απεδαφικοποίηση (που λέει κι ο Gilles o Deleuze) του ύστερου καπιταλισμού. Συναφώς εννοείται ότι το χιπστέρι δεν θα παραδεχτεί ποτέ ότι είναι χιπστέρι.

Αξεσουάρ - εμφανισιακές λεπτομέρειες

  • Τα χιπστερόγυαλα: Πρόκειται συχνά για γυαλιά με κάτι σαν βαρύ κοκκάλινο σκελετό που έχουν ξαναέρθει στη μόδα. Συνήθως εμπνέονται από τα σέβεντηζ, αλλά είναι πιο ντιζαϊνάτα από τις τότε γυαλαμπούκες. Σε ακραίες περιπτώσεις μπορεί να πανηγυριστούν και γυαλιά που φέρνουν οριακά σε χουντόγυαλα. Ως χιπστερόγυαλα πάντως μπορούν να χαρακτηρισθούν και διάφορα τρεντόγυαλα, όπως τα χιπστερέιμπαν. Χαρακτηριστικό χιπστερόγυαλο είναι επίσης τα Rayban αλά Bob Dylan.
  • ρούχα από βιντατζάδικα
  • παπιγιόν
  • ironic μούσι: Ορισμένα ειρωνικά μούσια θυμίζουν ερημίτη, καθώς έχουν μάκρος, ωστόσο είναι περιποιημένα στα πλάγια και συνήθως μυτερά.
  • ironic σκούφος
  • ironic περίεργο καπέλο, με παράξενα χρώματα
  • καρό πουκάμισο
  • ειρωνικό T-shirt: Η ειρωνική υπερβολή είναι που διαχωρίζει το χιπστέρι από το απλό τρεντυφατσουλάκι.
  • στενά τζηνς
  • τρύπες τύπου plug στα αυτιά
  • γυναικείο αξεσουάρ για τους άντρες
  • αξεσουάρ από μαμά/ γιαγιά για τις γυναίκες
  • μποτοσπορτέξ εϊτίλα
  • τα μη-σταράκια: πατούμενα που μοιάζουν με σταράκια, χωρίς να είναι ακριβώς σταράκια, ώστε να μην συμπέσει το χιπστέρι με αλτέρνι
  • φουλάρι, κασκόλ
  • ειρωνική βοϊδογλειψιά
  • ειρωνικό μαλλί αλά Beatles
  • εξυπνόφωνο, μάκης, ipod, ipad
  • λατρεία του Instagram και του Twitter

(Περισσότερο σε χιπστέρια εξ Αμερικής):

  • γούνινο καπέλο/ καπέλο lumberjack.
  • κύπελο ή κούπα από Starpax.

Τύποι (μικρή μη εξαντλητική λίστα):

  • Ο ανορεξικός: Ο πολύ αδύνατος και εύθραυστος χιπστεράς με στοιχεία μετρό ή, για τους πιο κακοπροαίρετους, πουστρίγκου.

  • Ο ironic τόφαλος: Πολλοί πανηγυρίζουν τα πάχη τους προβάλλοντας μια χίπστερ ζουισάνς ή ζουζουνισάνς.

  • Το μετα-φυτό: Χιπστέρι που διεκδικεί ότι ήταν φυτό before it was cool, συνδυάζει στοιχεία φύτουκλα, όπως οι γυαλούμπες με καλαίσθητα στυλιστικά στοιχεία, εξ ου και μετα-φυτό. Πολλές κοπέλες ακολουθούν στυλ Μαρίας Άσχημης, δηλαδή ενώ μπορεί να είναι πολύ όμορφες και γλυκές ακολουθούν μια ειρωνική προσέγγιση φορώντας παράξενα διανοουμενέ γυαλιά κ.τ.ό.

  • Ο χιπστεράστεγος: Σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες θεωρίες συνωμοσίας, ο χιπστερισμός προωθήθηκε άνωθεν σε χώρες όπως οι Η.Π.Α. και η Ελλάδα προκειμένου να καμουφλάρεται ο αυξανόμενος αριθμός αστέγων λόγω της κρίσης. Πράγματι στις Η.Π.Α. ένα είδος χίπστερ που φοράει καπέλο με γούνινη επένδυση, cardigan, σκισμένα τζηνς, μπότες κι έχει μούσι θυμίζει εντυπωσιακά άστεγο. Παρομοίως και σε αθηναϊκούς χιπστεροδρόμους μπορεί να καταστεί δύσκολο να ξεχωρίσεις έναν ειλικρινή άστεγο από ένα ειρωνικό χιπστέρι που αστεγοφέρνει. Παραμένει, ωστόσο, η σημαντική ειδοποιός διαφορά του χιπστεριού ότι θα έχει πάντα ένα αλάνθαστο γούστο για τους σωστούς χρωματικούς συνδυασμούς, και δευτερευόντως εξυπνόφωνο και κάποια τρεντουριά. Σε δεύτερο χρόνο, θα μπορούσε και κάποιος από τους νεοάστεγους, που κατά τα άλλα είναι μορφωμένος και στυλάτος, να καμουφλαριστεί ως χιπστεράστεγος ώστε να αποφύγει το ρεζιλίκι και να περάσει ως άποψη.

  • Το τζημεροχίπστερο: Πρόκειται για χιπστέρια που λόγω εμφάνισης στην αρχή τα παρεξηγείς για αριστερόστροφα αλτέρνια, αλλά μόλις αρχίζεις να μιλάς μαζί τους εκπλήσσεσαι με την ξετσίπρωτη έως φασίζουσα σκληρότητά τους σε κοινωνικά θέματα.

  • Ο Αθενσβοϊσάς: Ο χιπστερικός που ενημερώνεται από την Athens Voice.

  1. είμαι χιπστέρι, έχω και συλλογή από παπιγιόν μέσα σε μια δερμάτινη βαλίτσα πεταμένη στο πάτωμα,που την έχω μετατρέψει σε αλτέρνατιβ ντουλάπα. υ.γ. κατω από το σπίτι μου υπάρχει ένα παγωτάδικο Igloo,δεν καταλαβαίνω το περίεργο. (Εδώ).

  2. δηλαδή ρε ΧΙΠΣΤΕΡΙ ΤΗΣ ΛΑΣΠΗΣ άκουσες όλη τη δισκογραφία τους και αποφάσισες ή αποφάσισες χωρίς να την ακούσεις;; (Εδώ).

  3. Ίνσταγκραμ:Ο πιο γρήγορος τρόπος να τσατίσεις ένα χιπστέρι που δηλώνει χόμπι την φωτογραφία «Το ινσταγκραμ δεν είναι τέχνη» (Εδώ).

  4. Εδώ στο γραφείο της Cyber Police ψηφίσαμε όλοι ΚΚΕ πάντως. Εκτός από ένα χιπστέρι που ψήφισε Δημιουργία Ξανά. (Εδώ).

  5. Λόγοι υπερηφάνειας. Χίλιες φορές ποζέρι παρά χιπστέρι. (Εδώ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Επίσης, η κάνναβη, βλ. σχετικά και το λήμμα κασέρι.

Σύμφωνα με τον John Black, οφείλεται στο ότι «λιώνεις», με μια δόση μη γραμμικής λογικής βεβαίως βεβαίως.

Σε διάφορες κουλτούρες, η κάνναβη είναι επίσης γνωστή και ως κασέρι ή τυρί. Οπότε θα γνωρίζετε τώρα πώς να το ζητήσετε από ύποπτα μέρη.
Δες εδώ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία