Η μουσταλευριά, που παρεμπιπτόντως είναι η εποχή της τώρα, είναι ένα γλύκισμα (κατηγορίας ρυζόγαλου, σε μπολάκι, που το προτιμούν οι μπαρμπάδες και οι θείες), φτιαγμένο από μούστο (αγίνωτο κρασί, χυμός που βγάζουν τα πατημένα σταφύλια, συνήθως τα κόκκινα), αλεύρι και καρύδια.

Πέραν από γλυκό, είναι και μπαμπαδοσλάνγκ. Αποκαλείται μουσταλευριά ο πονηρός. Συνήθως εξέρχεται από στόματα παππούδων προς εγγονούς, ή παππούδων με την ευρύτερη έννοια για παρδαλές κοπελιές. Είναι ένας από τους κλασικούς μπαμπαδισμούς που αντικαθιστούν λέξεις σόκιν.

- Έλα εδώ ρε κατεργαράκο.
- Ναι παππού!
- Πόσες φορές σου είπα να μην πηγαίνεις στα παρτέρια;
- Να βάλω και αυτές από πέρσι;
- Είσαι μια μουσταλευριά, άλλο πράμα

- Ξέρεις ποιον είδα χθες;
- Τον Φρατζέσκο, τον είδα κι εγώ, και ζήλεψα και λίγο. Είδες με ποια νταραβερίζεται; - Σιγά μη δεν ξέρω αυτή τη μουσταλευριά. Θα του φάει ότι είναι να του φάει, και μετά θα τον παρατήσει.

(από electron, 16/09/09)λήμμα/ορισμος/σχόλια 3πκ... (από BuBis, 19/09/09)λήμμα/ορισμος/σχόλια 3πκ... (από BuBis, 19/09/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Nτεφορμέ-ντεφορμάρισμα: Όρος κατ' αρχήν ποδοσφαιρικός (που πέρασε και σε όλα τα αθλήματα), που αναφέρεται σε ομάδα ή σε συγκεκριμένο παίκτη ή παίκτρια. Ο όρος προέρχεται από τη γαλλική λέξη «déformé(e)», που σημαίνει παραμορφωμένος, εκτός σχήματος, παραποιημένος, εκτός φόρμας (και με την αθλητική έννοια).

Ας ξεκινήσουμε από το σύνολο. Μία ομάδα είναι ντεφορμέ, όταν πάει σκατά (σε απόδοση), σε σχέση με την εικόνα που είχε στα φόρτε της (στο φορμάρισμα της). Όπως και στη ζωή, έτσι και στα αθλήματα, η ζωή κάνει κύκλους κατά το ο,τι ανεβαίνει κατεβαίνει, ο,τι γυρίζει σταματά. Για να μην κουράζω με άπειρες λεπτομέρειες, φανταστείτε θεωρητικά ότι μια ομάδα έχει τις άλφα δυνατότητες (βάση ρόστερ, προπονητικού τιμ, διοίκησης). Όταν η απόδοση συμβαδίζει με το τέλειο, τότε μιλάμε για φορμάρισμα, δλδ η ομάδα αποδίδει κοντά στο 100%. Όταν αυτό το ποσοστό πέσει κάτω του 50% (για κάποιο εύλογο διάστημα), τότε μιλάμε για ντεφορμάρισμα, δλδ η ομάδα είναι ντεφορμέ. Αυτό πάντα συμβαίνει, και οι λόγοι πολλοί και διάφοροι. Ψυχολογική ή σωματική κούραση, γρίνες, ατυχίες λάθη προπονητικά, και ενίοτε ο αμφίδρομος (δλδ ψιλοπουστράκος) Ερμής. Σε επίπεδο μεμονωμένου παίκτη, επίσης υπάρχει ντεφρομάζ. Εκεί που κάποιος βγάζει μάτια, ξαφνικά τζίφος.

Στα ατομικά αθλήματα ισχύει το ίδιο. Απλά εδώ έχουμε λιγότερους παράγοντες για ντεφορμάρισμα, αφού μιλάμε για έναν αθλητή και άντε το πολύ δύο τρεις προπονητές.

Στη σλανγκ τώρα (ώρα δεν ήταν;) χρησιμοποιούμε τον όρο, όταν δεν έχουμε διάθεση, ή όταν για οποιονδήποτε λόγο δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι, που υπό φυσιολογικές συνθήκες (ή στις μεγάλες φόρμες μας) θα γουστάραμε πολύ.

-Τον τελευταίο μήνα όλο μπακούρης μας εμφανίζεσαι. Γεράσαμε Μουσιού Καζανόβα, και τα πιπίνια μας αγνοούν;
-Σσσσς ρε! Δεν είναι ώρα να κρεμάσω τα παπούτσια μου. Διανύω περίοδο ντεφορμαρίσματος. Θα επανέλθω με πιπίνι κατηγορίας champions' league, και θα προσκυνάτε πάλι, και θα πετάτε δίευρα κάτω σαν το Ζούγα. Λιγούρηδες της κακιάς ώρας.

-Μαράκι μου, να περάσω να σε πάρω να πάμε για ψώνια; Είδα κάτι μοντελάκια στης Μrs Raxevski (ανάθεμα το για όνομα αυτό το μαγαζί), μούρλια.
-Άσε φιλενάδα. Είμαι ντεφορμέ. -Γιατί φιλενάδα;
-Γνώρισα ένα παιδί, άλλο να σου λέω... Έπαθα σοκ. Αλλά μου φάνηκε λίγο αλλόκοτος, λίγο παντρεμένος και πιστός στη γυναίκα του. Φλερτάραμε, με άναψε αλλά δεν.
-Και πως λέγεται ρε φιλενάδα ο θεός που σε έριξε στο καναβάτσο;
-Electron!!!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Όπως πολύ σωστά είχε πει και κάποιος αστειάτορας παλαιότερα, η Ελλάς είναι το μοναδικό αφρικανικό κράτος της Ευρώπης. Αν ζιπάραμε κάποιον εν έτει 1965 και τον ανζιπάραμε εν έτει 2009, θα μπορούσε κάλλιστα να πάει σε οποιοδήποτε καφενείο και να συμμετάσχει σε πολιτική συζήτηση. Οι λόγοι προφανείς, συν τον Ιζνογκούντ Μητσοτάκη. Δηλαδή έχουμε καταφέρει το ακατόρθωτο. Την κληρονομική Δημοκρατία, μοναδική ελληνική πατέντα.

Και φτάνουμε στον συμπαθέστατο κατά τα άλλα Γ.Α.Π.. Ο οποίος, έχοντας το κληρονομικό δικαίωμα, του έλαχε:

  • να πρέπει να ζήσει στην Ελλάδα. Δηλαδή, σε ξένη χώρα, κάτι σαν ξενιτιά, αφού πρέπει να συνεννοείται και να βγάζει λόγους στα ελληνικά, στα οποία ως γνωστόν δυσκολεύεται. Επίσης τι θα λέει στα reunion με τους συμφοιτητές του που, στο Ελλάντα, τα επεισόδια του «lost», παίζονται με δύο χρόνια καθυστέρηση;
  • να πρέπει να ηγηθεί ενός σοσιαλιστικού (what is this;) κόμματος. Στην αμερικάνικη βιβλιογραφία, δεν υφίσταται αυτός ο όρος. Υπάρχει ο όρος μικτή οικονομία ή σουηδικό μοντέλο. Φανταστείτε τι μελέτη έριξε το παιδί, για να αποκτήσει (χωρίς επιτυχία) το σοσιαλιστικό προφίλ, και λέγειν. Μόνο το μουστάκι του πέτυχε!!!
  • να ηγηθεί ενός αφρικανικού κράτους. Στα αμερικάνικα βιβλία, διδάσκεσαι την διοίκηση καλολαδωμένων συστημάτων και εκ παρασκηνίου πολιτική ανατροπή αντιαμερικανικών καθεστώτων. Δεν διδάσκεσαι πώς να κυβερνάς ένα μπάχαλο, από τη θέση της τσατσάς. Το οποίο για να είμαστε δίκαιοι, δεν διδάσκεται πουθενά.

    Αν αυτό δεν είναι καραμπινάτη περίπτωση του «αμαρτίαι γονέων, παιδεύουσι τέκνα», τι να πω; Σε μία νορμάλ κατάσταση ο G.A.P., θα ήθελε να είναι (και θα ήταν) καθηγητής Πανεπιστημίου στην Βοστόνη και να επισκέπτεται την Ελλάδα τα καλοκαίρια, για να δείχνει στα παιδιά του, τις ομορφιές της Αφρικής (και θυμηθείτε με σε 10 χρόνια).

Οπότε η αναφορά στον Γ.Α.Π. κρίνεται απαραίτητη όταν:

  • κάποιου δεν του πάει το ρολάκι (στην πολιτική σκηνή) που πρέπει να παίξει, δεν πείθει δηλαδή, παρά τις καλές προθέσεις.
  • κάποιος ζει σε λάθος χώρα, όχι για οικονομικούς μετανάστες, μιλάμε για τζάκια. Κάτι σαν τους λόρδους που ζούσαν στις αποικίες χάριν της βασίλισσας, ενώ θα προτιμούσαν να κατουρούν το γράσο της αυλής του παλατιού, και παθαίνουν σύγχυση, σχετικά με το που βρίσκονται.
  • σε όσους πρέπει να βάλουν (αμερικανιά) ή να τους βάλουν το αρχικό του πατέρα τους, σαν σφήνα μεταξύ ονόματος και επιθέτου, για να αυτοπροσδιοριστούν ή να τους προσδιορίζουν.

    Από την άλλη, αναφορά στον G.A.P. χρησιμοποιείται για:

  • στελέχη επιχειρήσεων, κουστουμαρισμένα γκόλντεν γκρικ μπόυζ, που καθημερινά χρησιμοποιούν πιο πολλούς αγγλικούς όρους από ελληνικούς, με αποτέλεσμα να δυσκολεύονται στον σχηματισμό μιας πρότασης αποτελούμενης αμιγώς από ελληνικές λέξεις.

  • αμερικανόπληκτους που από την πολλή αμερικανιά της τηλεόρασης, φλιπάρουν και καταντάνε λίγο γραφικοί,
  • όσους από τους Δυτικούς μιλάνε για πράσινη ανάπτυξη χωρίς να ζητάνε συγνώμη από τον υπόλοιπο πλανήτη που τον γάμησαν τα τελευταία 200 χρόνια για να έχουν SUV!

    πασσαδόρος για Γ.Α.Π. : allivegp

- Θα πάμε για καφέ;
- Ασε το για άλλη φορά. Έχω μίτινγκ, σε μια ώρα, να πάω τα παιδιά για horseriding, να πάρω τη γυναίκα μου μόλις τελειώσει το spinning, και το βράδυ, να πάω σε ένα charity.
- Ποιος είσαι ρε παιδάκι μου; Ο ΓΑΠ;

γαπ, γκαπ, αλλά θέλει προσοχή! (από BuBis, 10/09/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Από σχόλιο στο λήμμα μποτσάρω.

Είναι ναυτικός όρος και σημαίνει ότι το σκάφος ταλαντεύεται δεξιά-αριστερά από τα κύματα (η αντίθετη, δηλαδή, κίνηση από το σκαμπανέβασμα, όπου πλώρη-πρύμη πάνε πάνω-κάτω). Χρησιμοποιείται και για ανθρώπους που ταλαντεύονται, κυριολεκτικά ή μεταφορικά, παραπατάνε ή εμφανίζουν αστάθεια. (poniroskylo).

Εξ ου και η έκφραση «έχει μπότζι (ή μπότσι) σήμερα η θάλασσα». Το λένε συνήθως για το βουβό (χωρίς αφρό) κύμα που βγάζει η νοτιά. Αυτό το κύμα, κάνει τα σκάφη στα λιμάνια (που τα πιάνει η νοτιά) να κινούνται όπως ακριβώς περιγράφεται ανωτέρω, και μάλιστα με τέτοιο καιρό τα σκάφη δένονται σε απόσταση, αφήνοντας κενή μια δέστρα, για αποφυγή ζημιών. O όρος προέρχεται από το αγγλικό botch = κάνω κάτι αδέξια, τσαπατσούλικα.

Στην μπαρμπαδοναυτοσλάνγκ χρησιμοποιείται για να περιγράψει την παραπανίσια κίνηση γυναικείων γλουτών. Πρώτον γιατί θυμίζει το μπότζι της νοτιάς, και δεύτερον γιατί προκαλεί κύμα σχολίων.

Συσυγγραφέας, χωρίς να ρωτηθεί: poniroskylo

  1. περνάει 45άρα, παχουλή, στολισμένη με περπάτημα μανεκέν
    - Ε καπετάνιο, έβγαλε μπότζι η νοτιά.
    - Άσ' τα, να πάνε. Σκέψου να πέσεις και μέσα.
    - Δε σώνεσαι με τίποτα. Αύτανδρο πάει το σκάφος!!

  2. - Καλή η καινούρια γκαρσόνα;
    - Από μπότζι καλά το πάει, στην πρόσθεση έχει ένα πρόβλημα.
    - Αυτό διορθώνεται....

(από electron, 18/09/09)μπότση (από johnblack, 18/09/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Και ουχί μπετόν. Επειδή η γαλλική κατάληξη δεν πάει σε οικοδόμο, και η λέξη ενισχυμένο σκυρόδεμα είναι χρονοβόρα και κυριλέ στην προφορά της, η πιάτσα το μπετόν αρμέ, το έκανε μπετόν, και με αφαίρεση του «ν» έγινε και παρέμεινε «μπετό».

Στη σλανγκ μορφή της, η λέξη χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει οτιδήποτε ως, πολύ σκληρό, άκαμπτο, μασίφ. Από μούσκουλα, μέχρι κεφτεδάκια. Χρησιμοποιείται και σαν πρώτο συνθετικό, όπως εδώ, κι εδώ, για να προσδώσει στο ακολουθούμενο ουσιαστικό ή επίθετο, τις ιδιότητες του μπετού, όπως αναφέρουμε (πληθυντικός γιατί ο electron δεν είναι ένας, αλλά συγγραφική ομάδα, με δύο νομπελίστες στη σύνθεσή της) παραπάνω.

Παρότι η λέξη είναι ξένη, η πιάτσα την κλίνει κανονικά, ακολουθώντας τους γραμματικούς κανόνες, που διέπουν την κλίση δισύλλαβων, ουδετέρων το γένος, που λήγουν σε -ό.

  1. - Ρε Σάκη τι παίρνεις και έχεις σφίξει έτσι ρε παιδί μου;
    - Πάω γυμναστήριο.
    - Άσε μας ρε Σάκη, κι εμείς πάμε γυμναστήριο, αλλά δε γίναμε μπετό σ' ένα μήνα. Κάτι θα βάζεις στο γαλατάκι το πρωί. Κάνα κινέζικο αναβολικό. Απλά σ' το λέω να προσέχεις.

  2. - Μπαμπά, έλα να τραβήξεις το καζανάκι, τελείωσα.
    (ροή ύδατος)
    - Αυτό δεν πάει κάτω! Από μπετό είναι; Τι έφαγες παιδί μου χθες;
    - Η κουράδα μπαμπά;
    - Ναι.
    - Τι είναι το μπετό μπαμπά;
    - Μπες σε μισή ώρα στο σλανγκρρρ, να δεις, θα το ανεβάσω.
    - Γουΐνι δε πού, θέλω μπαμπά.
    - Μη χέσω με τις αμερικανιές!!!!

  3. (για τη γραμματική του πράγματος)
    -Ρε Σάκη, πότε είπαμε του μηχανικού ότι θα πάμε να ρίξουμε τα μπετά;

(από electron, 18/09/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο επαγγελματίας χειροκροτητής.

Στον προηγούμενο αιώνα υπήρξε part-time απασχόληση. Στην όπερα μάλιστα, έπρεπε να είναι και γνώστης της μουσικής και να έχει σχέση με την παράσταση, ώστε να ξέρει πότε να χειροκροτήσει (δίνοντας και το έναυσμα για χειροκρότημα και στους άλλους θαμώνες). Ο λόγος ύπαρξης των κλακαδόρων, ήταν ο φόβος ότι το κοινό θα χειροκροτούσε σε ακατάλληλη στιγμή. Και δεν το ήθελαν αυτό, γιατί η υψίφωνος μπορεί να έχανε καμιά νότα, και πάει το αριστούργημα.

Η λέξη προέρχεται από το αγγλική λέξη «clack» (θορυβώ), «clacker» (γιογιό, καραμούζα, παιδικό παιχνίδι που κάνει θόρυβο).

Σήμερα, η λέξη χρησιμοποιείται ως συνώνυμο των: κομματόσκυλο, φερέφωνο, οπαδός, αβανταδόρος.

- (...) ενδιαφέροντός του από τα καυτά προβλήματα στο εάν έβηξε ή κατούρησε ο κάθε λογής υπουργοποιημένος και βολεμένος κυβερνητικός ή κομματικός κλακαδόρος. ...

- Όποιος τολμά να εκφράσει ελεύθερα μια άποψη που δεν βολεύει το ΠΑΣΟΚ και το «εκσυγχρονιστικό» παρακράτος, αμέσως στιγματίζεται σαν κλακαδόρος της Ν.Δ....

(Από ιστότοπους)

(από electron, 16/09/09)Είσαι σκέτο παρακράτος (από allivegp, 30/09/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Δεν παίρνεις από λόγια; Είσαι βούδι; Μπρούντζος είσαι; Δεν παίζεσαι με τίποτα!

Σλανγκιά της γενιάς της γιαγιάς μου. Την τρίτη φορά πια, που δεν συμμορφωνόμουν με τα λεγόμενα της, ακολουθούσε η παραπάνω ρητορική ερώτηση. Μα κάθε φορά; Κάθε φορά!

Ορισμένοι θεωρούσαν τους βούλγαρους ολίγον βάρβαρο λαό ως προς την συμπεριφορά, εξ ου και η σλανγκιά της γιαγιάς electron.

- (Γιαγιά electron) Σταμάτα να ανοιγοκλείνεις το παράθυρο, είναι χαλασμένο.
- Έλα μωρέ γιαγιά...
- Σταμάτα σου λέω..
(μετά από δέκα λεπτά)
- Aκόμα στο παράθυρο είσαι; Δεν παίρνεις από λόγια; Μα βούλγαρος είσαι παιδί μου; (για την ιστορία το παράθυρο το έφαγα στο κεφάλι, άλλη φορά όμως.)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ήταν ένα βροχερό απόγευμα του Γενάρη. Μόλις είχα γυρίσει από την δουλειά (παιδικό πάρτι, είμαι κλόουν για όσους το αγνοούν). Κουρασμένος, φτιάχνω έναν καπουτσίνο φρέντο με ολίγη, και κάθομαι στον υπολογιστή, και ανοίγω το σλανγκ. Πατάω το λjινκ «πρόσφατα» και βλέπω το λήμμα «λάιτσμαν». Το διαβάζω, διαβάζω και καμιά δεκαριά άλλα που έχασα, όντας στο πάρτι. Κλείνω τον υπολογιστή και πάω να ξεκουράσω το πανέμορφο και γεμάτο γραμμώσεις κορμί μου.

Μετά από δύο τρεις μέρες ύπνου (έχει και τα καλά του το επάγγελμα), ξυπνάω το πρωί. Τραβάω μια ρουφηξιά από τον προχθεσινό φρέντο, βάζω τα γυαλιά της πρεσβυωπίας, και χουφτώνοντας την πλούσια γενειάδα μου (ποιος είσαι ρε μεγάλε; ο Αη Βασίλης από την Καισαρεία;), ανοίγω το σλανγκρρρ. Τσουπ, καινούριος ορισμός: «λάισμαν». «Μα τους χίλιους ταράνδους!!!!» αναφωνώ έκπληκτος. Προχθές ένας άλλος σλανγκιστής είχε ορίσει το λήμμα «λάιτσμαν». Κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας. Πρέπει να τελειώσει εδώ αυτή η κατάσταση με την μεταφορά ξένων όρων στο σλανγκ και την κατά βούληση ορθογραφία των φίλτατων συσλανγκιστών.

Έντρομος, σηκώνομαι από την καρέκλα και βολτάρω στο σπίτι, φωνασκώντας, «όχι άλλοι λάινσμαν» Το φαινόμενο λάινσμαν πρέπει να λήξει εδώ, γιατί κινδυνεύει η αξιοπιστία του σάιτ.

Βέβαια, κατά την διάρκεια του παραληρήματος, κάποιος μοντ συγχώνευσε τους δύο παρεμφερείς ορισμούς σε έναν. Λεπτομέρειες... Το κακό είχε ήδη γίνει!

THE LINESMAN PHENOMENON:

Αντίστοιχο φαινόμενο στα ελληνικά (μάλλον θα το ονομάσω το «φαινόμενο μπούτσα»):

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συνώνυμο του χέστη, του φοβητσιάρη, αυτού που φοβάται υπερβολικά, και ως αποτέλεσμα αυτού τα κάνει πάνω του.

Προέρχεται απο την έκφραση τα έκανα πάνω μου, λόγω υπερβολικού φόβου. Όταν κάνεις τα χοντρά πάνω σου είσαι χέστης, ενώ όταν κάνεις το ψιλό, είσαι τσίσιας.

— Δεν μου λες, χαλβαδιάζεις το γκομενάκι εδώ και μία εβδομάδα, θα της την πέσεις, ή θα το συνεχίσετε στο μιλητό;
— Κωλώνω λιγάκι...
— Άντε ρε τσίσια...

Δες ακόμη: κατουρλής.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο γιαλαντζί φραπέ. Παρασκευάζεται όπως ο φραπέ αλλά δεν χτυπιέται, απλά ανακατεύεις ζάχαρη και καφέ, με το κουταλάκι. Για ποιο λόγο; Έλα μου ντε! Χρόνια μες στα μπαρς, ποτέ δεν το κατάλαβα.

— Μάκη πιάσε δυο μέτριους χωρίς κι έναν με λίγη ζάχαρη αχτύπητο!
— Έφτασε παλουκάρι.
— Εδώ οι μέτριοι, και ο κουταλάτος.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία