Συνήθως το λέμε σε κάποιον που έχει του κώλου του τον χαβά και μας καθυστερεί, και συνήθως καθυστερεί την αναχώρηση όλης της παρέας. Είτε επειδή είναι καλοχαιρέτας, είτε πολυλογάς, είτε χαλβαδιάζει γκόμενα χωρίς πιθανότητα επιτυχίας.

Η φράση πρωτοελέχθη και εγένετο κλασική από το ιταλικό κωμικό δίδυμο Φράνκο και Τσίτσο.

σ.σ.
Εξαιρετικά αφιερωμένο, με τεράστια δόση αγάπης και νοσταλγίας αυτό το λήμμα στον Σάκη (Οδυσσέα), που μας άφησε νωρίς. Να είσαι ευτυχισμένος εκεί πάνω Σάκη, και είμαι σίγουρος ότι έβγαλες την παναγία του Άγιου Πέτρου μέχρι να βρεις τη θέση σου στον παράδεισο.

- Σάκη, πού θα πάμε σήμερα; Παίζει πανηγύρι, ή στρέιτ μπουζούκια;
- Το πανηγύρι σήμερα δεν θα είναι καλό. Τσεκάρω τι έχω να κάνω, δίνω οδηγίες και φεύγουμε για μπουζούκια.
(μετά από 20 λεπτά)
- Σάκη, πάμε;
- Τελειώνω σε δέκα λεπτά και φύγαμε...
(μετά από 20 λεπτά)
- Σάκη, την κάνουμε!
- Περιμένετε, έρχομαι...
(μετά από 20 λεπτά)
- Σάααααακη, το λιμάνι φεύγει!

(από electron, 30/08/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τα προκοφτικά είναι τα γαμησιάτικα που πληρώνει ο ιδιοκτήτης της κατσίκας, στον ιδιοκτήτη του τράγου.
Η λέξη προέρχεται από το ρήμα προκόβω, που σημαίνει πάω μπροστά, τα καταφέρνω.

Από την αρχαιότητα είναι γνωστές οι άκατάσχετες ορμές του συγκεκριμένου ζώου (βλέπε σάτυρους, οι οποίοι απεικονίζονται με πόδια και ουρά τράγου, και ήταν τα σύμβολα γονιμότητας). Και αν έχετε πλησιάσει (έστω και στα δέκα μέτρα) τράγο, σίγουρα θα αναρωτηθήκατε τι είναι αυτή η εσάνς που αναδύεται από αυτό το ζώον. Ε, λοιπόν ήρθε η ώρα να μάθετε. Είναι η μυρωδιά του σπέρματος του τράγου, η οποία εκτός από αποκρουστική ταξιδεύει γρήγορα και πολύ μακριά.

Η μοναδική χρησιμότητα του τράγου, όπως και κάποιων άλλων αρσενικών (βλέπε κηφήνες, αράχνες)* είναι η ικανότητα να καθιστούν σε ενδιαφέρουσα τα θηλυκά. Με αποτέλεσμα, στην περίπτωση του τράγου, α) την διαιώνιση του είδους, β) την συνεχή παραγωγή γάλακτος από τα θηλυκά του είδους για την παραγωγή ωραίων εδεσμάτων, όπως η φέτα, η παρμεζάνα, το μπρι και το καμαμπέρ.

Ως εκ τούτου, ο κατσικοκτηνοτρόφος δεν θέλει να έχει ένα ζωντανό που αναστατώνει το κοπάδι (αφού ο τράγος δύναται να γαμεί όσες ώρες είναι όρθιος) και που, όταν γαμεί πολύ, μετά τρώει τον αγλέορα (έξοδα, έξοδα). Εκεί ακριβώς, ένας άλλος χωριανός βλέπει ευκαιρία για business. Χωρίς να χρειάζεται χωράφια και χαϊ τεκ εγκαταστάσεις, αγοράζει έναν τράγο (φτηνά) και τον πηγαίνει όπου χρειάζεται. Δηλαδή ο ιδιοκτήτης του τράγου είναι ένας νομιμόφρων νταβατζής, και μάλλον ο ιδρυτής του επαγγέλματος. Το κέρδος του εν λόγω μπίζνεσμαν είναι το σύνολο των προκοφτικών, μείον έξοδα συντήρησης, μείον κεφάλαιο αγοράς ζωντανού.

Στη slangική τους μορφή, τα προκοφτικά αποτελούν το τρόπαιο των αρσενικών για την τέλεση της πράξης.

  • όλο το αρσενικό γένος πρέπει να διαμαρτυρηθεί για την κατάσταση αυτή!!! Τα αδέλφια μας, που έχουν πιάσει το νόημα της ζωής (όχι πια φίλοι, μόνο sex) μαρτυρούν στα αναχώματα της ηδονής (κηφήνες, αρσενικές αράχνες) ή υφίστανται κακομεταχείρηση (τράγοι) από τα μητριαρχικά καθεστώτα του ζωϊκού βασιλείου.

- Ακόμα δεν παντρεύτηκες και χάθηκες ρε Μαρκάκι. Δηλαδή, άμα κάνεις και κανά παιδάκι, θα σε βλέπουμε τας κυριακάς, τας αργίας, και χρόνια πολλά τον Αύγουστο.
- Άσε και με έχει πεθάνει η γυναίκα μου. Θέλει να κάνουμε παιδί γρήγορα και κάνουμε υπερωρίες. Έχει αναστενάξει το κρεββάτι. Δεν με άφησε να δω και το ποδόσφαιρο, ζω ένα δράμα.
- Ναι, αλλά δεν σε βρίσκω καθόλου κομμένο από την προσπάθεια.
- Οι γυναίκες ξέρουν τι κάνουν. Με ταΐζει οστρακοειδή και ξηροκάρπια όλη την ώρα. Και για πρωϊνό, μαρμελάδες, τσουρεκάκια και άπειρους χυμούς....
- Τα προκοφτικά σου δηλαδή τα παίρνεις σε είδος!!!

(κάγκουρας #1): - Μιλάμε χθες της άλλαξα τον αδόξαστο. Πολύ το φχαριστήθηκα.
(κάγκουρας #2): - Μπράβο ρε Μήτσο!
(κάγκουρας #1): - Πού να σου τα λέω, την ξεθέωσα σου λέω. Και ήθελε και άλλο. Μέλι έχω; Μιλάμε παραλίγο να την κόψω στα δύο, με τα κόλπα που της έκανα.
(μπαρμπέρης 60+): - Για γυναίκα μιλάς ρε μικρέ; (κάγκουρας #1): - Ε γιατί θα μιλάω κυρ Σωτήρη, για την μπέμπα του αδελφού μου, που δεν μου τη δίνει ο μαλάκας;
(μπαρμπέρης 60+): - Εάν της έκανες όσα λες, να πας να εισπράξεις τα προκοφτικά σου από τον πατέρα της ρε Καζανόβα του γλυκού νερού!

(ο δεύτερος διάλογος είναι πάνω κάτω πραγματικός)

(από electron, 30/08/09)(από electron, 30/08/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αισθησιακό αλλά και προστυχάτο (κατά το μαντολάτο, ή το μαστιχάτο), με μία λέξη καβλιάρικο. Είναι συνώνυμό του, αλλά χρησιμοποιείται σε τρε κομιλφό, καταστάσεις. Επειδή εμπεριέχει και το γαλλικό στοιχείο, συνήθως βγαίνει από γυναικεία χείλη. Επίσης, οι βέροι Γαλλομαθείς μπορούν να προσθέσουν και το τρέ πριν από το λήμμα, για να δικαιολογήσουν και τα λεφτά που χάλασαν οι γονείς τους στα ιδιαίτερα.

Ποσοτική ανάλυση.
- Καβλωτικό, 70% πρόστυχο, 30% αισθησιακό
- Καβλιάρικο, 30% πρόστυχο, 30% αισθησιακό, 40% παιχνιδιάρικο (κάνει και ρίμα)
- καβλωτίκ, 30% πρόστυχο, 30% αισθησιακό, 40% (μάλλον θα γαμήσουμε)

Η δημιουργία τη λέξης είναι σαφής, κάβλα (ουσιαστικό) + -ικ (-ique, γαλλική κατάληξη). Η μόδα με όλες αυτές τις γαλλικές καταλήξεις σε θέματα και λήμματα που έχουν να κάνουν με σεξ, πρέπει να έχει τη βάση τους στις γαλλικές αισθησιακές ταινίες της δεκαετίας του 1970, όπως το «Erothèque», ή οι πρώτες Εμμανουέλες. Αυτό το κομμάτι του γαλλικού σινεμά (που ακόμα δεν έχουν αγγίξει οι κριτικοί), έχει αφήσει κυριολεκτικά το στίγμα του σε χιλιάδες σεντόνια εφήβων, από τις αρχές του 70 και μέχρι περίπου το '87 (Μάρτη ή Απρίλη του '87 για να ακριβολογούμε). Από τέλος δεκαετίας ογδόντα κατεστήθη πασέ το είδος.

- Ωραίο το μέιλ που μου έστειλες αλλά σε παρακαλώ μη μου στέλνεις τέτοια πράγματα στο μέιλ της δουλειάς.
- Pourquoi;
- Pourquoi (sic) καμιά φορά τα βλέπει και η διευθύντρια. Και το ύφος είναι τρε καβλωτίκ για να το αντέξει. Έχει πατήσει τα εξήντα, και μπορεί να μου ζητάει το τηλέφωνό σου.

βλ. και καυλερός

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η μάρκα μεγάλης αξίας στο καζίνο.

Προτού επικρατήσουν οι αμερικάνικες μάρκες, υπήρχαν οι ευρωπαϊκές (τουλάστιχον στην Ευρώπη). Οι αμερικάνικες μάρκες έχουν όλες το ίδιο μέγεθος, και απλά αλλάζει το χρώμα και το αναγραφέν ποσό. Οι ευρωπαϊκές μάρκες αντιθέτως, είχαν και έχουν (πουλιούνται ακόμα) διαφορετικά μεγέθη ανάλογα με την αξία (γράφουν και το ποσό). Όσο πιο μεγάλης αξίας η μάρκα, τόσο και πιο μεγάλη σε μέγεθος. Η μεγαλύτερης αξίας μάρκα που κυκλοφορούσε στο καζίνο αποκαλούνταν και κόκαλοκόκκαλο), γιατί ήταν και μεγάλη (συνήθως παραλληλόγραμμη, και σε μέγεθος ενός πακέτου Dunhill).

- Πώς τα πήγες σήμερα, Μιχαλάκη;
- Πάνε να μου φάνε και το τελευταίο κόκαλο από τα κερδισμένα. Χέστα....

(από electron, 27/08/09)(από patsis, 01/09/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Καυλώστρα ή καβλώστρα.

Πρώτα από όλα, καμία σχέση με την ξαπλώστρα.

Η καβλώστρα έχει τα εξής χαρακτηριστικά:

  • Ηλικία από 17 ως 22 (άντε και 25 αν μικροδείχνει),
  • Κορμί φιδίσιο νεανικό (ουχί παχουλό).

Η καβλώστρα είναι:

  • Τσαχπινογαργαλιάρα, έχει μια καβλιάρικη στάση, έναν καβλιάρικο και πολλά υποσχόμενο τρόπο ομιλίας, και αφήνει υπονοούμενα στο φλου.
  • Ελαφρώς, αλλά πάντα ενδεδυμένη. Πρέπει να ρίξει καναδέζικο χιόνι για να καλύψει τον ομφαλό της και τα μπούτια της. Αλλά πρέπει να βρεθεί στην Σαχάρα για να κατεβάσει με ευκολία το κιλοτάκι της, παρουσία αρσενικού θηρευτή, που να μην είναι ίδιος ο Σάκης,
  • Ολίγον έξυπνη, ώστε να καταλάβει την δύναμη που κρύβεται στην τρύπα που κείται 20 πόντους από την τρύπα που δημιούργησε το κόψιμο του πλακούντα,
  • Ολίγον τολμηρή, διότι πειραματίζεται με τα κιλοπόντ της εν λόγω δύναμης, όχι σε ινδικά χοιρίδια αλλά στους ανυποψίαστους καυλωμένους,
  • Oλίγον φαντασμένη, διότι το φυλάει για τον πρίγκιπα, ενώ αυτό βράζει σαν καζάνι, και ως γνωστόν στην βράση κολλάει το σίδερο, και τους πρίγκιπες τους έσφαξαν οι προλετάριοι στις αρχές του αιώνα,
  • Oλίγον χαζή, διότι αν δεν καθαρίζεις το πουρί συχνά, δεν μαθαίνεις ποτέ την τέχνη του καπνοκαθαριστή (που μου’ ρθε πάλι αυτό;), οπότε γίνεται,
  • Χάλια στο κρεβάτι (από ό,τι μου λένε).

Συνήθως το συγκεκριμένο είδος απαντάται σε γκρουπ άνω των δύο. Η εξήγηση είναι εύκολη. Την κρίσιμη στιγμή, η καβλώστρα χρειάζεται δικαιολογία να την σκαπουλάρει, οπότε βρίσκει δικαιολογία τις φίλες της. Γι αυτόν το λόγο δεν βγαίνει ποτέ ραντεβού μόνη της!

Bonus track: Μετεξέλιξη [i]καβλώστρας[/i] Σε περίπτωση που δεν ξυπνήσει από το όνειρο που ζει η καβλώστρα γίνεται μετά από τα 25:

  • Εύκολη γκόμενα (γιατί προσπαθεί to catch up) και κρύα στο κρεβάτι (διότι δεν το δούλεψε πολύ το θέμα όταν έπρεπε),
  • Κομπλεξική νοικοκυρά, διότι παντρεύτηκε κάποιον που στο παρελθόν δεν του έριχνε ματιά! και θα του κάνει και του μίζερου τη ζωή αθλία, με σχόλια του στυλ «εγώ περπάταγα και έτριζαν τα πεζοδρόμια...»

Ασίστ: Pavleas

- Ρε Αλεξάκι, τις είδες αυτές που μπήκαν στο μαγαζί; Τι κορίτσαροι είναι αυτοί;
- Άσ' τες αυτές. Αυτές είναι καβλώστρες. Μπαίνουν στα μαγαζιά για να αναστατώνουν, και μετά την κάνουν στο σπίτι μόνες. Δεν γαμιούνται με τίποτα!!! - Καβλώστρες, ξεκαβλώστρες, εμένα μου ανέβασαν το ηθικό. Κέρνα τις τρία σφηνάκια.
- Βρε γύρευε τη δουλειά σου
(πραγματικός διάλογος σε νησιώτικο μπαρ, εν έτει 1996)

Πρώτα από όλα, καμία σχέση με την ξαπλώστρα. (από Vrastaman, 28/08/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Περιπαιχτικός όρος, για τσούρμο ανθρώπων που βρίσκονται κάπου, και για τους οποίους δεν τρέφουμε καμία απολύτως εκτίμηση.

Παλιά έκφραση, η οποία ξεκίνησε ως κάτι άλλο (την έλεγαν υπηρέτριες, ή μάγκες, σε ελληνικές ταινίες, δείχνοντας την έλλειψη παιδείας), και στον δρόμο έφτασε να υπονοεί την απαξίωση προς κάποιους «δήθεν».

- Ποιοι θα είναι το βράδυ στης φίλης σου που μας κάλεσε;
- Κάτι συμμαθητές μας από το κολέγιο, ο αδελφός της με τη γυναίκα του, και ο εφοπλιστής ο ξάδελφός της.
- Μιλάμε για υψηλά προσώπατα! Μήπως να κάνω μπάνιο, και να αλλάξω και σώβρακο, παρότι δεν είναι Σάββατο;
- Κρύε!!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μπεσαλής, αυθεντικός, να είσαι πραγματικά ό,τι δηλώνεις, και να κάνεις αυτά που λες, ξήγας, ξηγημένος.

Από το γαλλικό déclarer (ρήμα), déclaré(e) (μετοχή, επιθετικός προσδιορισμός). Προέρχεται από τα λατινικά, όπου σημαίνει αποσαφηνίζω (declarare). Στη σύγχρονη μορφή του στα γαλλικά, όπως αναφέρεται παραπάνω, ή στα αγγλικά, (declare) σημαίνει δηλώνω με έμφαση, διακηρύσσω, ανακοινώνω. Η ελληνική έκφραση προέρχεται από την γαλλική μετοχή.

Οι νεότεροι έμαθαν την έκφραση από το τραγούδι «παρ' τα Λίζα», αλλά είναι μια έκφραση που νομίζω άρχισε να χρησιμοποιείται γύρω στο 1960, από την μεγαλοαστική τάξη των Αθηνών, και μετά πέρασε και στην μάγκικη. Την συναντάμε και σε μαυρόασπρες ελληνικές ταινίες.

- Ο Τάκης με στήριξε σε μια δύσκολη στιγμή. Μου το είχε πει, όποτε χρειαστώ την βοήθεια του, να τον ενοχλήσω.
- Tι εννοείς;
- Να μωρέ, είχα μια επιταγή να καλύψω, και μου δάνεισε 2.000 ευρώ μέχρι την επόμενη Δευτέρα.
- Ντεκλαρέ ο Τάκης!
- Πολύ, το είπε και το έκανε. Ξηγήθηκε ωραία.

Στο 1.00 (από Khan, 27/08/09)Ο ντεκλαρέ κομμουνιστής Θανάσης Κλάρας (από Khan, 27/08/09)(από electron, 30/08/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ιδού και ο έτερος Καππαδόκης (ολοκληρωμένη έκφραση). Σημαίνει, να κι άλλος ομοϊδεάτης (με την έννοια του παγαπόντη ή μπαγαπόντη), που έρχεται για υποστήριξη του υπάρχοντος.

Παρότι είναι έκφραση του Μέγα Βασιλείου (του έλληνα Άη Βασίλη, και ενός εκ των τριών ιεραρχών, που έζησε στην Καππαδοκία), εγώ θα την χρεώσω βέβαια στον Λάμπρο Κωσταντάρα από την ταινία «Υπάρχει και φιλότιμο», όπου ο Μαυρογιαλούρος την εκφωνεί με φοβερό στόμφο, όταν εμφανίζεται ο Παπαγιαννόπουλος σε υποστήριξη του Ντούζου (ή ανάποδα), προσπαθώντας ο ένας να καλύψει τον άλλον.

— Χθες, ήταν δηλαδή αστείο αυτό που κάνατε;
— Έλα μωρέ, πολύ ευέξαπτος έχεις γίνει. — Ρε, θα μου την πληρώσετε και οι δύο. Θα σας κάνω να τρέχετε με το χουνέρι που μου ανάψατε....
— Έρχεται κι ο Γιώργος να σε ηρεμήσει, μια πλάκα ήταν...
— Μμμμ... Ιδού κι ο έτερος καππαδόκης. Φίδια κολοβά είστε εσείς, όχι φίλοι.

Ο ορίτζιναλ έτερος Καππαδόκης Γρηγόριος Ναζιανζηνός τουπίκλην Θεολόγος. (από Khan, 27/08/09)(από electron, 30/08/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συνώνυμο του χέστη, του φοβητσιάρη, αυτού που φοβάται υπερβολικά, και ως αποτέλεσμα αυτού τα κάνει πάνω του.

Προέρχεται απο την έκφραση τα έκανα πάνω μου, λόγω υπερβολικού φόβου. Όταν κάνεις τα χοντρά πάνω σου είσαι χέστης, ενώ όταν κάνεις το ψιλό, είσαι τσίσιας.

— Δεν μου λες, χαλβαδιάζεις το γκομενάκι εδώ και μία εβδομάδα, θα της την πέσεις, ή θα το συνεχίσετε στο μιλητό;
— Κωλώνω λιγάκι...
— Άντε ρε τσίσια...

Δες ακόμη: κατουρλής.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αναφέρεται σε γκόμενα 20-30 χρονών, κάτοικο βορείων προαστίων, που οδηγεί γκολφ, και έχει βαμμένο μαλλί με ξανθές ανταύγειες. Όπως καταλάβατε, ο όρος ευδοκιμούσε την δεκαετία του 90. Συνήθως οι γκόμενες αυτές γνώριζαν και γαλλικά και ολίγον πιάνο.

Η λέξη όπως είναι προφανές, προέρχεται από την πρόσθεση της κατάληξης -εξ στο επίθετο πλούσια.

Εγώ που λες Μήτσο, θέλω η γυναίκα που θα παντρευτώ να είναι πλουσιέξ. Να έχει ένα εξοχικό, το αυτοκινητάκι της, και τι με νοιάζει αν δεν μαγειρεύει; Θα έχουμε υπηρέτρια που θα πληρώνει ο πεθερός, για να μην κουράζεται η κορούλα του. Θα μου παίζει και καμιά σονάτα στο πιάνο το βράδυ ν' αποκοιμιέμαι. Γιατί θα πρέπει να έχει και πιάνο!!

έχει δίκιο η ιρονίκ ότι δεν πρέπει να βάζουμε ταμπέλες. Ας πούμε η ξεπλένω Φάνη Πάλλη είναι και Δαπίτισσα Βουπου γκόμενα και αναρχικιά με μοϊκάνα! (από Khan, 26/08/09)

Σύγκρινε με: αρχοντομούνα, κυριλογκόμενα, μοσκομούνα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία