Στην κυριολεξία, γνωρίζετε τι σημαίνει επιστήμονας, οπότε δεν μπαίνω καν στον κόπο να δώσω έναν ορισμό.

Στην σλανγκ τώρα επιστήμονας αποκαλείται κάποιος:

  • που είναι ειδήμων στον τομέα του, ο οποίος τομέας δεν ανήκει στις μέχρι τώρα αποδεκτές από την ακαδημαϊκή κοινότητα επιστήμες, π.χ. υδραυλικά, λουστράρισμα ξύλου, αιδοιολειξία κ.λ.π.
  • που δεν έχει κανένα πτυχίο, αλλά θα ήθελε να έχει
  • που το παίζει ειδήμων σε τομέα που δεν άπτεται των δυνατοτήτων ή των γνώσεων του, με αποτέλεσμα να γίνεται γραφικός
  • που απαξιώνει συλλήβδην τους συναδέλφους του, για να ανορθώσει το επαγγελματικό του είναι
  • μάστορας που η ταρίφα του είναι διπλάσια από των συναδέλφων του, λόγω του ότι είναι πολύ καλός
  • άσχετος με το αντικείμενο της εργασίας του, που ενώ όλοι οι άλλοι γνωρίζουν την ανικανότητα του, εκείνος νομίζει ότι είναι ημίθεος.

    Η όλη αυτή περιπαικτική (αλλά όχι πάντα αρνητική) χροιά της λέξης έχει βεβαίως προέλθει από την νοοτροπία της κοινωνίας ότι αν δεν σπουδάσεις δεν είσαι τίποτα. Κατάλοιπο της κατοχής και των δύσκολων μετέπειτα χρόνων που πέρασε το νεοσύστατο ελληνικό κράτος.

Δισκλέϊμερ: Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται πιο πολύ στην επαρχία, που ο κόσμος σε γενικές γραμμές γνωρίζεται καλύτερα, και λιγότερο ως καθόλου στα μεγάλα αστικά κέντρα (στο Ντίσελντορφ για παράδειγμα δεν το λέει κανείς), όπως π.χ. το ίδιο συμβαίνει και με τον όρο καλοχαιρέτας.

  1. Χάλασαν τα καλοριφέρ με την τελευταία πλημμύρα και τρέχω και δεν φτάνω...
    - Δεν μου λες, ποιον υδραυλικό έχεις;
    - Τον Καραπιπέρη, τον ξάδελφο της Λίλιαν.
    - Α, παίρνεις επιστήμονα βλέπω. - Για τις μεγάλες δουλειές δεν το ρισκάρω. Και ας χρεώνει όσο ένα μπάi πας.

  2. - Ρε μαλάκα δώσε μου το κινητό του Σάκη, και δεν απαντάει στο μαγαζί.
    - Καλά τι ώρα είναι;
    - Έντεκα.
    - Και θέλεις να απαντήσει ρε! Αυτός ανοίγει το μαγαζί μετά τις δώδεκα. Και ανοίγει το κινητό του μετά τις δύο το μεσημέρι. Αφού είναι επιστήμονας! - Καλά.

  3. - Αυτή η καραμπόλα παίξ' την από κόκκινη, έχει τζόγο. Είναι ο κλασικός σαλίγκαρος.
    - Από όπου θέλω εγώ θα την παίξω.
    - Δεν θα μάθεις ποτέ!!!
    - Ρε επιστήμονα με τα σαλιγκάρια σου, δεν βλέπεις το ταμπλό που σου ρίχνω ένα κορδόνι στα τέσσερα, μόνο κάνεις και υποδείξεις...

επιστήμων μπιγκμπραδερολογος (από electron, 25/02/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Διεθνής όρος, που αναφέρεται στη κινηματογραφική βιομηχανία της Ινδίας, και ιδιαίτερα σε αυτήν της Βομβάης, που ασχολείται με τα ινδικά μιούζικαλ. Ο όρος προέρχεται από το όνομα της πόλης Bombay και το Hollywood. Η ειδικότητα της συγκεκριμένης βιομηχανίας είναι τα δακρύβρεχτα τετράωρα μιούζικαλ, που αποτελούν το φτηνό λαϊκό θέαμα του Ινδού.

Για τους αμύητους, σας δίνω ένα παράδειγμα. Φανταστείτε ένα επεισόδιο της σειράς «Λάμψη». Φορέστε σε όλες τις γυναίκες σατινοειδή πολύχρωμα φορέματα, και σε όλους τους άντρες σκουρόχρωμες ινδικές χλαμύδες. Στους πιο μεγάλους βάζετε και τουρμπάνια (προαιρετικό). Είμαστε στην κορύφωση της πλοκής, όπου ο Δράκος λέει στον φτωχό υπάλληλό του, ότι η κόρη του δεν είναι για κείνον. Και τι λέτε ότι ακολουθεί; Ο σκηνοθέτης ζουμάρει στο μάγουλο του Javeeda, όπου ένα δακρυ κυλάει... Αλλά μες στον οδυρμό του, γυρίζει και ως ένας Ινδός Sάκης χορεύει το «this is our night», με ένα από μηχανής μπαλέτο, που μέχρι πρότινος, δεν υπήρχε στη σκηνή.

Τώρα, αυτά τα χορευτικά κρατάνε γύρω στα πέντε λεπτά, και συνήθως υπάρχουν δεκαπέντε από αυτά σε μια ταινία. Επίσης όλες αυτές οι ταινίες διακατέχονται από μία πολύ βαριά στολισμένη χλιδή. Φανταστείτε τώρα, ότι στους δυτικούς, που ούτως ή άλλως η ινδική αισθητική είναι λίγο βαριά, τι συμβαίνει με το αποκορύφωμα της, που είναι αυτές οι ταινίες.

Και ενώ στην κυριολεξία, ο όρος «Μπόλιγουντ» αναφέρεται σε αυτήν την κερδοφόρο βιομηχανία της Ινδίας, στη διεθνή σλανγκ τείνει να αντικαταστήσει τον όρο «κιτς». Βέβαια, για να πούμε τη μαύρη αλήθεια, όπως και κάθε λαϊκό θέαμα, έτσι και το μπόλιγουντ έχει την κρυφή γοητεία του...

- Τι έγινε με τη Σούλα;
- Τι να γίνει; Ξενέρωσα... - Έλα ρε... Το γκομενάκι είναι λίγο λαϊκό, αλλά από κορμοστασιά, φυσάει ρεεε... - Άσε με ρε, πήγα από το σπίτι της προχθές και ξενέρωσα. Μια μπουχάρα στον τοίχο, φούξια αμπαζούρ, αφίσα του Σάκη στο σαλόνι και λαχανί εσώρουχα... Πολύ μπόλιγουντ κατάσταση. Και με το που σκάει με το λαχανί γουνάκι, μαλάκα, μου έπεσε ο γαργαλάτσος.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Για πολύ καιρό μετά την κυκλοφορία του δίσκου του «Latin», το προσωνύμιο του Γιώργου (στα ισπανικά Χόρχε) Νταλάρα.

Παρότι έχει ψιλοσβήσει (διότι ο Νταλάρας δεν έχει αφήσει είδος που να μην τραγουδήσει, για αυτό και τον σιχάθηκε η πλάση), που και που το ακούς.

Υπενθύμιση : rogerio

...και γουστάρεις το άσμα και τους στίχοι τους παραδέχεσαι και η μουσική σε αρέσει, αλλά στέκεσαι στον Νταλάρα και τον λες και ακατανόμαστο. Ε όχι βρε κροτ, υπάρχουν τουλάχιστον δεκάδες που αξίζουν το χαρακτηρισμό περισσότερο από τον Χόρχε...
(εδώ)

(από electron, 23/12/10)(από Khan, 23/12/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Φράση κλειδί της (προ-)εφηβείας. Στην προεφηβεία λέγεται πιο πολύ για να κάνουμε τους μάγκες, και να ανακοινώσουμε ότι τα «έχουμε με την τάδε», παρότι θα γουστάραμε να μην τα έχουμε, γιατί γουστάρουμε πιο πολύ να παίζουμε μπάλα, και να αλητεύουμε. Από την εφηβεία και μετά δυσκολεύουν τα πράγματα, διότι οι μπάλες που μας ενδιαφέρουν, γίναν δύο και είναι κολλημένες στο στέρνο μιας συμμαθήτριάς μας. Και η καταφατική της απάντηση, στην ανωτέρω αρώτηξη σημαίνει ότι φτάνουμε πιο κοντά στον απαγορευμένο καρπό. Αυτά γινόντουσαν παλιά. Φαντάζομαι, ότι με μικρές αλλαγές θα συμβαίνουν και τώρα.

Μεγαλώνοντας (γύρω στα δεκάξι), η φράση αυτή σημαίνει κάτι διαφορετικό.

Αν λέγεται από τον άντρα, μεταφράζεται εντελώς κυνικά σε: σε γουστάρω πολύ, θέλω να σε γαμήσω, και να το μάθει και ο κόσμος, αλλά το θέλω ΤΩΡΑ.

Όταν το λέει γυναίκα, σημαίνει: ονειρεύομαι παρότι είναι νωρίς, ότι θα κάνουμε παιδιά μαζί, θα περπατάμε μαζί, θα το μάθει ο κόσμος, και στο μέλλον θα γαμηθούμε κιόλας.

Πέραν του ότι σαν έκφραση έχει την κουλαμάρα της, εφόσον δεν βγάζει κυριολεκτικό νόημα, η έκφραση έχει αποκτήσει ένα σλανγκ υπονοούμενο στο χώρο των ενήλικων. Η έκφραση λέγεται (κυρίως περιπαικτικά και μεταξύ κολλητών), όταν κάποιος δείξει συμπάθεια προς το πρόσωπό μας με κάποιο σχόλιο, ή συμφωνήσει ή συμφωνεί γενικά με κάτι που εμείς υποστηρίζουμε σθεναρά.

Υπάρχει και η βερσιόν: «Μήπως θέλεις να τα φτιάξουμε;»

Συνώνυμα: σταμάτα να μιλάς και φίλα με, τα λουλούδια στην κυρία, από μένα.

  1. ...ΦΟΒΑΜΑΙ ΝΑ ΦΛΕΡΤΑΡΩ
    Δεν λέμε στον άλλο/η «θέλεις να σε φιλήσω» ή «θέλεις να τα φτιάξουμε» , έτσι στο ξεκάρφωτο. Αν δεν «παίξεις» και λίγο δεν έχει γούστο κι έχεις και τη ...

  2. ... Θυμαστε που στο δημοτικο λεγαμε στα κοριτσια (ή αγορια) «Θες να τα φτιαξουμε;» Τωρα πως το λεμε; Παρακαλω απαντηστε μου ...

  3. - Ρε, τι χάλια ο Παναθηναϊκός πάλι! Μιλάμε έκαναν παιχνίδι ο Βύντρα και ο ...
    - Ο τιτανοτεράστιος Μαρίνος!!!
    - Σωστά. Και ο Τζόρβας μιλάμε, παραλίγο να κάνει την μαλακία του πάλι.
    - Αυτό θα 'λεγα τώρα. Όπως αυτές τις δύο στο πρώτο παιχνίδι.
    - Πιστεύω ότι πρέπει κάποιος να τους συνεφέρει εκειμέσα.
    - Σωστά, εγώ θα πρότεινα να γυρίσει ο Τεν Κάτε.
    - Απ΄το στόμα μου το πήρες...
    - Θες να τα φτιάξουμε;
    - Γιατί; Με το Μαράκι δεν τα πάτε καλά;
    - Όχι, αλλά επειδή συμφωνούμε, να παίρναμε τον Παναθηναϊκό και να χτυπάγαμε κάνα τσάμπιονς λιγκ...

(από electron, 11/12/10)Εσυ τι λες, τώρα που ακρίβηνε ο φραπές, θα γίνουμε επιτέλους εραστές;  (από GATZMAN, 11/12/10)

Βλέπε και τα ρίχνω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κόφτης στο ποδόσφαιρο, είναι ο αμυντικός που ο ρόλος του είναι να κόβει τις πάσες των αντίπαλων επιθετικών. Κάτι είπες τώρα μεγάλε, θα μου πείτε. Το θέμα είναι ότι μόνο στην Ελλάδα με το υψηλό επίπεδο υπάρχει αυτό το είδος του αμυντικού. Διότι από το '80 και μετά ακόμα και οι αμυντικοί ξέρουν μπάλα. Δλδ, εκτός του να κόβουν και να ρίχνουν την μπάλα στα ουράνια, ώστε να ανασαίνει η ομάδα που αμύνεται, οι αμυντικοί στο σύγχρονο ποδόσφαιρο κάνουν και πολλά άλλα, όπως π.χ. κάνουν παιχνίδι, κινούνται χωρίς την μπάλα, πασάρουν, σεντράρουν και βγαίνουν ως κρυφοί επιθετικοί. Βλέπε, Γεωργάτος, Σείιαρίδης, Ρουμπέρτου Κάρλους, και γενικά όλους τους αμυντικούς στα πρωταθλήματα της Ευρώπης πλην ξυλοκόπων Σκανδιναβών και Ελλάδας.

Ο τρισμέγιστος Αλέφαντος, μέχρι και πρόσφατα, ακόμα και τώρα φαντάζομαι, φτιάχνει συστήματα, με αμυντικούς - κόφτες (βέβαια, για να λέμε και του στραβού το δίκιο, ο καθένας φτιάχνει ομάδες με ό,τι έχει!), οι οποίοι είναι συνήθως μεγαλόσωμοι, και ψιλοάσχετοι παίκτες, που το μόνο τους προσόν είναι να διώχνουν μακρυά την μπάλλα. Ονόματα δεν λέμε, οικογένειες δεν θίγουμε...

Ο όρος «κόφτης» έφτασε να είναι συνώνυμος με τον άσχετο αμυντικό που δεν κάνει τίποτα άλλο από το να κόβει... Και αυτό το χρωστάμε κατά βάση στον Αλέφαντο (παραδ. #3).

... Έπαιζε 4-4-2 με ρόμβο, 2 επιθετικούς και πίσω τους τον Ντέκο, πίσω είχε 3 κόφτες φισέκια! ... Μην ψάχνεις να βρεις, Αλέφαντος μιλάει. ..

... Ο Αλέφαντος που διδάχτηκε την προπονητική τέχνη στη Γερμανία δίπλα στον μεγάλο Χάπελ ... «Πρέπει να βάλει τρεις πίσω, δύο κόφτες στο κέντρο, ...

... Είναι κόφτης; Όχι, είναι μπαλαδόρος. Πετάει τόσα γκολ στο Βέλγιο ...

ονομαστή χώρα παραγωγός κοφτών (από electron, 09/12/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ιστορική αναδρομή.
Κολυνός (Kolynos) ήταν η μάρκα της πρώτης οδοντόκρεμας που κυκλοφόρησε ευρέως στην ελληνική αγορά, και επίσης του πρώτου προϊόντος σε συσκευασία σωληνάριου που κυκλοφόρησε ευρέως στην χώρα μας.

Φαινόμενο κολυνός.
Η κολυνός ήταν το πρώτο generic προϊόν στην ελληνική αγορά. Δλδ, ένα προϊόν που ουσιαστικά ορίζει μια κατηγορία προϊόντων. Για παράδειγμα σκεφτείτε την κόκα κόλα (παραγγέλετε κοκα κόλα, αλλά μπορεί να έλθει pepsi ή sinalco cola), ή τον νες (τον ζεστό στιγμιαίο καφέ, για τον οποίο κανένας δεν εγγυάται ότι δεν φτιάχτηκε με jacobs), ή τα προϊόντα της bic, που όλα δημιούργησαν οικογένειες προϊόντων (πλην του καλτσόν) κ.λ.π. Στην περίπτωση της κολυνός βέβαια, έχουμε το εξής μοναδικό φαινόμενο: όχι μόνο η συγκεκριμένη μάρκα έφτασε να σημαίνει όλες τις οδοντόκρεμες, αλλά και οτιδήποτε πουλιόταν σε σωληνάριο.

Κολυνός και σλανγκ.
Αυτό ακριβώς το φαινόμενο (το οποίο βέβαια πέθανε στις αρχές της δεκαετίας του '80), παρουσιάζει ένα έντονο σλανγκ ενδιαφέρον.

Οπότε, όταν η γιαγιά σας, ή ο παππούς σας λέει, δώσε μου τον κολυνό, εννοεί σίγουρα κάτι που είναι σε σωληνάριο. Τώρα για το τι είναι αυτό θα σας γελάσω. Μπορεί να είναι:
- η οδοντόκρεμα (που σίγουρα δεν είναι μάρκας κολυνός), η κρέμα ξυρίσματος του παππού σας (πιθανόν να είναι και μάρκας κολυνός, γιατί κυκλοφορεί ακόμα)
-η κρέμα της μάνας σας
-τσιμεντόστοκος σε σωληνάριο.

Αξιοσημείωτο επίσης είναι ότι η κολυνός είναι ερμαφρόδιτη όσον αφορά το γένος, αφού πλειστάκις (χρόνια ήθελα να χρησιμοποιήσω αυτό το επίρρημα και δεν κόλλαγε) χρησιμοποιείται και το αρσενικό «ο κολυνός», «τον κολυνό».

από το διαδίκτυο:

... Φαντασθείτε τι ισχυρό μπραντνέϊμ ήταν, αφού όταν έπεσε το 60 στην αγορά και η Κολγκέιτ, ο κόσμος την ζήταγε στα περίπτερα «Μια κολυνός« ...

...καλα δε ξερεις τη Κολυνος που ειχαν οι παππουδες μας κ φτιαχνανε σαπουναδα στο...

...Και η γιαγιά μας η μακαρίτισσα μάς έλεγε «πήγαινε, χαρά μου, να μου πάρεις μία Κολυνός απ’ το μπακάλη» και με τον όρο «Κολυνός» (Kolynos) εννοούσε μία οποιαδήποτε οδοντόκρεμα, όχι απαραίτητα τη συγκεκριμένη μάρκα...

(από GATZMAN, 02/12/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ακροβατεί η έκφραση, αλλά μπορεί να την ακούσει το Λίλιαν, και να μπει να ψάξει στο σλανγκρρρρ! Απαράδεκτο να μην βρει την εξήγηση εδώ.

Η έκφραση είναι άκρως ειρωνική, και αφορά το μαγικό κόσμο της μπάλας (όταν λέμε μπάλα εννοούμε πάντα το ποδόσφαιρο). Όταν η μία ομάδα είναι πολύ καλύτερη από την άλλη, το παιχνίδι παίζεται στο μισό γήπεδο, διότι η καλή ομάδα συνέχεια επιτίθεται, ενώ η αδύναμη ομάδα αμύνεται συνεχώς, μπας και πάρει κάποιον βαθμό, αφού είναι αδύνατο να κερδίσει, υπό φυσιολογικάς συνθήκας.

Αυτή η κατάσταση δίνει την εντύπωση ότι το γήπεδο γέρνει (ιδίως στους αστειάτορες φιλάθλους), και λόγω βαρύτητας, η μπάλα παίζεται μόνο στο μισό γήπεδο, και ακριβέστερα στα γκολπόστ του αμυνόμενου.

  1. - Πάντως την Μπαρτσελόνα την παίξαμε καλά την τελευταία φορά...
    - Τι λες ρε σάχλαμπούχλα; Μιλάμε ότι το γήπεδο έγερνε για 85 λεπτά! Τι καλά παίξατε! Τα δοκάρια σας ήταν οι διακριθέντες!

  2. (από το διαδίκτυο)

2α. .........πώς γίνεται και το καταφέρνουν να γέρνει το γήπεδο στο 1ο ημίχρονο απο τη μια πλευρά και στο 2ο απο την άλλη; Τυχαίο; δε νομίζω!.......

2β. ..........Ο νοων νοείτω για το πώς θα γέρνει το γήπεδο και πόσες μοίρες!!!..........

2γ. ........ Δεν παιζουμε καλα αλλα και μετα την αποβολη γερνει το γηπεδο οποτε ...

(από electron, 13/11/10)(από electron, 13/11/10)

Βλ. και κατηφορικό γήπεδο

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ταφόπλακα στη σλανγκ αποκαλείται:

  • η τελειωτική και αμετάκλητη ενέργεια, η οποία «κλειδώνει» την έκβαση ενός γεγονότος, όπως και η πραγματική ταφόπλακα σφραγίζει την τελευταία κατοικία.
  • στους άνω των 40 (όπου και αρχίζει η επικίνδυνη για εμφράγματα και εγκεφαλικά ηλικία), αποκαλείται η μουνάρα. Ο λόγος είναι ότι μια νύχτα μαζί της σε στέλνει στον τάφο.
  1. (σε καφενείο)
    - Ένα έξι και σε έσκισα....
    - Ονειρέψου...
    (φέρνει εξάρες...)
    - Ένα ζήτησα! Το λοιπόν, μία εδώ, δύο εδώ, και δύο που βάζουν την ταφόπλακα. Σφραγισθέντος του λίθου υπό των ιουδαίων... - Μοίρα...

  2. - Ο Τζόρβας κάνει την πρώτη μαλακία και αναμένουμε, μπας και κουνηθεί ο Παναθηναϊκός. Αλλά τότε με μια δεύτερη κίνηση ματ, βάζει ο ίδιος παίκτης την ταφόπλακα, κάνοντας αυτήν την φοβερή έξοδο...

  3. - Πω, πω, κυρ Μήτσο, βγες να δεις τι ταφόπλακα περνάει απέξω...

(από Vrastaman, 07/11/10)...σε μελέταγα το πρωί, είδα μια ταφόπλακα στη Χρυσή Ευκαιρία μούρλια, να στην πάρω για τη γιορτή σου. (από Galadriel, 01/01/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο όρος προέρχεται από την υδατοσφαίριση. Όταν κάποιος αμυντικός κάνει κάποιο αντικανονικό ή σκληρό φάουλ, μία από τις πιθανές ποινές είναι και η αποβολή του από το γήπεδο για συγκεκριμένο χρόνο. Ο χρόνος αυτός ορίζεται όσο η διάρκεια μιας επίθεσης για την αντίπαλη ομάδα. Η επιτιθέμενη ομάδα παίζει με έναν παίκτη παραπάνω μέχρι να εξαντληθεί ο χρόνος επίθεσης (ο οποίος μηδενίζεται με την αποβολή). Με το πέρας της επίθεσης (αλλαγή στην κατοχή μπάλας, γκολ, άουτ), ακόμα και αν δεν έχει συμπληρωθεί ο απαραίτητος χρόνος, ο τιμωρημένος παίκτης επανέρχεται στον αγωνιστικό χώρο.

Η πιο πάνω κατάσταση αναφέρεται σαν επίθεση με παίχτη παραπάνω. Ακόμα και στα στατιστικά, αναφέρεται π.χ. «στον παίχτη παραπάνω» είχαμε τραγικό ποσοστό, εννοώντας ότι στις επιθέσεις με αριθμητικό πλεονέκτημα δεν καταφέραμε να έχουμε καλό ποσοστό επίτευξης γκολ.

Αυτή είναι η ορολογία (λίγο βαρετή). Ο όρος σλανγκίζεται όμως και πέραν της κάπως «στραβής» χρήσης, όπως η πιο πάνω (εμφανές στα παραδείγματα), και στις ακόλουθες δύο περιπτώσεις:

α) «(παίχτης) παραπάνω» αποκαλείται και ο παίκτης ο οποίος μένει χωρίς αντίπαλο. Ο οποίος δεν είναι ο ίδιος πάντα. Αν ακριβολογούσαμε, θα έπρεπε να αναφερόμασταν στον «ελεύθερο» παίκτη, όπως γίνεται και στα άλλα ομαδικά αθλήματα. Αλλά στην υδατοσφαίριση, ο ελεύθερος λέγεται και «ο παραπάνω».

β) σε όλες τις περιπτώσεις που το ουσιαστικό απαλείφεται ή, ως ευκόλως εννοούμενο, παραλείπεται. Δλδ. σε όλες τις πιο πάνω περιπτώσεις, δεν χρησιμοποιείται η έκφραση «παίχτης παραπάνω», αλλά μόνο το «παραπάνω», κλινόμενο σαν το ουσιαστικό που παραλείφθηκε.

  1. ... και τα 6 γκολ επιτεύχθησαν στον παίχτη παραπάνω με ένα πολύ καλό ποσοστό 6/7 ...

  2. Trikala Gate 7 .:: ΠΟΛΟ - Ολυμπιακός - Πανιώνιος 7-6
    Ο Δημήτρης Μάζης ισοφάρισε για τον Πανιώνιο στον παίκτη παραπάνω, ...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Φωτογράφος, στην ιατρική σλανγκ (περασμένων δεκαετιών), αποκαλείται ο ακτινολόγος.

Μέχρι πριν κάποια χρόνια, η δουλειά του ακτινολόγου, ήταν να τοποθετεί τις πλάκες στο μηχάνημα και να προσέχει να μην κουνηθεί ο ασθενής. Μετά, εμφάνιζε τις πλάκες, πληρωνόταν και τις έδινε στον πελάτη. Δλδ. έκανε ό,τι και ένας φωτογράφος του '60.

Με την πάροδο του χρόνου και την τεράστια εξέλιξη της ακτινολογίας (εδώ και πολλά χρόνια μιλάμε και για παρεμβατική / θεραπευτική ακτινολογία), ο όρος έχει εκλείψει. Αλλά ακόμα και τώρα, μπορεί από κάποιον συνταξιούχο γιατρό, να ακούσετε την εξής φράση «φωτογραφία έβγαλες;», ή τον χαρακτηρισμό «φωτογράφος» για συνάδελφο ακτινολόγο.

- Ρε Παναγιώτη, τι να γίνεται εκείνος ο συμφοιτητής σου ο φωτογράφος...
- Σπουδαίος και τρανός. Καθηγητής πανεπιστημίου έχει φτάσει. - Κανονικός φωτογράφος ήταν. Δεν θυμάμαι να είχε κάνει ποτέ διάγνωση!
- Ναι, αλλά έκανε καλό γάμο. Με την κόρη του πρύτανη. Από κει και πέρα, βάζει τους φοιτητές και τους βοηθούς να βγάζουν το φίδι από την τρύπα...

(από electron, 16/10/10)Ακτινογράφε τράβα μια ακτινογραφία (από GATZMAN, 17/10/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία