Ρήμα που δηλώνει δύο τύπους γυναικείας κυρίως -αλλά συχνά και αντρικής- συμπεριφοράς:

α) Το κυριλέ μπιτσάρισμα: Κυνική, ενίοτε πραγματιστική, και σε κάθε περίπτωση άκρως αντισυναισθηματική συμπεριφορά απέναντι σε πρόσωπα, πράγματα, και καταστάσεις. Στην περίπτωση αυτή, μπιτσιάζω σημαίνει ότι βλέπω τα πάντα με ψυχρό μάτι (ή καλύτερα, με το ψυχρό δικό μου μάτι) και δεν αφήνω τίποτα και κανέναν να με επηρεάσει ή να με εκτρέψει από αυτό που θεωρώ εγώ σωστό. Ότι πω, έτσι είναι. Και λάθος να κάνω, δεν έχει σημασία. Έτσι τα βλέπω τα πράγματα, και δεν αλλάζω που να χτυπιέσαι κάτω.

β) Το κατ' εξοχήν μπιτσάρισμα: Άμεσα επιθετική συμπεριφορά και στάση, αυτή τη φορά απέναντι σε πρόσωπα, στοχεύοντας στην ταπείνωση, τον εξευτελισμό και τον ολοκληρωτικό ευνουχισμό του άλλου ή της άλλης, και την ανάδειξη της bitch (θηλυκής ή αρσενικής) ως κυρίαρχης προσωπικότητας. Το σφάξιμο του αντιπάλου μπορεί να γίνεται με το γάντι (υπονοούμενα που σκίζουν σπλάχνα) ή με απευθείας προσβολή (που και πάλι έχει το ίδιο αποτέλεσμα). Φού και φού η συμπεριφορά αυτή δεν μένει στα λόγια, οπότε στην πορεία δεν είναι σπάνιο ή εκτός προγράμματος να πέφτει και καμιά ψιλή.

Τα κίνητρα του μπιτσαρίσματος διαφέρουν, όπως και η τεχνική τους. Μπορεί να είναι κάτι που γίνεται με την καλημέρα, ή κάτι που συντελείται έπειτα από καιρό, σε ανύποπτο χρόνο, μόλις ο στόχος έχει χαλαρώσει τις άμυνες του (οπότε η ζημιά είναι ακόμα μεγαλύτερη). Οι αφορμές, απ' την άλλη, είναι πρακτικά άπειρες. Εξάλλου, θα πρέπει κανείς να έχει κατά νου ότι υπάρχουν και άτομα που έχουν αναγάγει το μπιτσάρισμα σε τρόπο ζωής, πράγμα που σημαίνει ότι μπορεί κάποιος να δώσει τον καλύτερο εαυτό του, χωρίς αυτό να τον γλιτώσει από μία τέτοια κατάσταση. Τρόπος καταπολέμησης; Ο γράφων δεν έχει να προτείνει κάτι. Γενικά, άμα είναι να μπιτσιάσει η άλλη (ή ο άλλος), θα μπιτσιάσει. Και να μην υπάρχει λόγος, θα τον βρει. Τόσο απλά.

Εκ του αγγλικού bitch, που δίνει ως παράγωγο το bitching. Βλ. και μπιτσάρα, μπιτσόνι.

Πάσα: mafie, από Δ.Π.

  1. Οι χαρακτήρες είναι ένας κι ένας, αυτή η οικογένεια είναι τρομερή έχει τους πάντες. Θεούληδες όλοι, ο Μάνι πρώτος και καλύτερος τον θαυμάζω σε κάθε του σκηνή, ο Φίλ είναι πραγματικά ο μπαμπάς που όλοι θα θέλαμε και γελάω πάρα πολύ με τις τραγικές καταστάσεις που βρίσκεται συνέχεια, η Κλέρ θεά μου αρέσει πολύ όταν μπιτσιάζει και βασανίζει τον Φίλ, ο Κάμ απλά υστερικός, ο Τζέι στην αρχή μου φαινόταν πολύ κακός αλλά τον συνηθίζεις και τα άλλα τα παιδιά είναι όλα καταπληκτικά. (Από εδώ)

  2. Πάντως μου κάνει εντύπωση ότι ΑΓΓΛΟΙ μπιτσιάζουν για τα άπλυτα πιάτα. ΕΛΕΟΣ! Που έψαχνα σε όλα τα asda, tesco κτλ να βρω σφουγγαράκι για τα πιάτα. Γιατί οι βρωμύλοι, γεμίζουν τον νεροχύτη με νερό και απορρυπαντικό, τα βουτάνε μέσα και ουτε καν τα ξεπλένουν μετά! Τι να σου πω, ίσως να τους τη σπάς που κάνεις ντους και χαλάς πολύ νερό. (Από εδώ)

  3. Ξέρεις πόσο καιρό το σχεδίαζα να το ανοίξω; Αλλά πού να προλάβω. Μια η σχολή, μια η δουλειά της μαμάς, μια κάτι έκτακτα γκομενιακού τύπου, άσε. Ε, μια μέρα το πήρα απόφαση. Όχι κύριοι λέω, ΔΕ θα σας περάσει. Θέλω το χώρο μου να μπιτσιάσω. (Από εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σχετικά με την μουσική:

  1. Κιθαριστικός ή μπασιστικός ήχος (ή γενικά ήχος ηλεκτρικού εγχόρδου οργάνου) που χαρακτηρίζεται από την απουσία εφέ που παράγονται από την χρήση εξωτερικού εξοπλισμού, όπως π.χ. πεταλάκια, πεταλιέρες, προενισχύσεις κλπ. Στις περιπτώσεις αυτές λέγεται πως «ο κιθαρίστας / μπασίστας / τα έγχορδα παίζουν καρφί στον ενισχυτή», εννοώντας πως ο οι οργανοπαίκτες έχουν απλά συνδέσει τα όργανά τους στον ενισχυτή, χωρίς να έχουν χρησιμοποιήσει οτιδήποτε άλλο. Η πρακτική αυτή χαιρετίζεται ως άποψη από κάποιους, αλλά θεωρείται ως καταστροφική από κάποιους άλλους, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις όπου οι οργανοπαίκτες παίζουν με παραμόρφωση, για πρακτικούς λόγους: ο εξωτερικός εξοπλισμός αποδεσμεύει τον οργανοπαίκτη από τις ατέλειες / βλάβες ή την κακή ποιότητα του τελικού ενισχυτή και τους επιτρέπει να διαμορφώσουν οι ίδιοι τον ήχο τους, χρησιμοποιώντας το καθαρό κανάλι του ενισχυτή. Έτσι, ακόμη και αν ο ενισχυτής είναι για τα μπάζα απ' τη μάνα του, ή αν τα 'χει κάψει λόγω της πολύωρης χρήσης, ο οργανοπαίκτης μπορεί και πάλι να επιτύχει έναν αξιοπρεπή ήχο χωρίς τζιτζίκια ή αδύναμη / τζούφια παραμόρφωση.

  2. Η έκφραση «τα παίζω καρφί» έχει και μία ακόμη ερμηνεία: πως ο παίκτης ή το συγκρότημα παίζει το σετ του σε ζωντανό περιβάλλον (συναυλία ή πρόβα), ακριβώς όπως αυτό υπάρχει και σε ηχογραφήσεις, χωρίς ουσιαστικά ο ακροατής να μπορεί να ανιχνεύσει διαφορές. Ό,τι έχει ο δίσκος ή το σιντί αναπαράγεται ζωντανά ως την τελευταία νότα χωρίς να υστερεί ούτε χρονικά, ούτε εκτελεστικά αλλά ούτε και ηχητικά. Αυτό συνεπάγεται άπειρες ώρες πρόβας αλλά και άπειρες ώρες προσωπικής εργασίας του κάθε μέλους (ή απλά και του σόλο μουσικού, όπως π.χ. ενός κλασικού κιθαρίστα), αλλά αυτό δεν εμποδίζει διάφορους κακεντρεχείς να κάνουν διάφορα σχόλια περί «ελλείψεως ευελιξίας», «ψυχρότητα στην σκηνή» και διάφορα άλλα τέτοια κουλά.

Το clean channel είναι ανέλπιστα καλό παραμένει καθαρότατο ακόμα και σε υψηλές εντάσεις (τουλάχιστον με τις stock λυχνίες) Το αν συνεργάζεται καλά με πετάλια δεν έχω προλάβει ακόμα να το διαπιστώσω (παίζω μόνο καρφί προς το παρόν). (Από εδώ)

δεν θέλω να σου κάνω τον μάγκα με αυτήν την απάντηση, απλώς να σου δώσω την «φιλοσοφία» του συνδιασμού λαμπάτου+πεταλιού.. για αυτά που θες να παίξεις δεν νομίζω να είναι απαραίτητο το πεταλάκι σου.. παίζεις καρφί ή αν θές κάτι άλλο δες κάτι σε treble booster γερμανίου ή κάποιο fuzz στην τελική.. (Από εκεί)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Ως γαλατάδικο αποκαλείται το πολύ πρωϊνό (ξημερώματα ή/και πριν φέξει ακόμα) δρομολόγιο αεροπορικών και ακτοπλοϊκών γραμμών, το οποίο κατά κανόνα αφορά προορισμούς εντός των συνόρων μίας χώρας. Η εξήγηση της μεταφοράς είναι απλή: Όπως τα παλαιά εκείνα χρόνια ο γαλατάς ξεκίναγε το δρομολόγιο του στα μαύρα σκοτάδια για να αφήσει τη μπουκάλα στο κατώφλι των καταναλωτών-συνδρομητών, έτσι και τα εν λόγω μεταφορικά μέσα ξεκινούν νωρίς προκειμένου οι επιβάτες να είναι στη σωστή ώρα στον προορισμό τους για να πάρουν πρωϊνό. Λέμε τώρα...

  2. Επίσης, αναφορικά με την ώρα που ξεκινάνε, ως γαλατάδικα αποκαλούνται και οι πολύ πρωϊνές ενημερωτικές εκπομπές της τηλεόρασης -ο συντάκτης του παρόντος λήμματος επιφυλάσσεται ως προς την αντίστοιχη ονομασία των ραδιοφωνικών εκπομπών, αν και φαίνεται εκ πρώτης όψεως λογικό να τις πιάνει κι αυτές. Ο συνειρμός με το ωράριο του γαλατά είναι, για μία ακόμη φορά, προφανής.

Υ.Γ. (1) Επίσης, δεν έχει εξακριβωθεί αν η ίδια ονομασία αφορά και τα πολύ πρωϊνά δρομολόγια αστικών και υπεραστικών λεωφορείων αν και για μία ακόμη φορά φαίνεται λογικό να πιάνει και αυτά. Όποιος έχει υπόψη του κάποια ένδειξη για τη στήριξη αυτού του συλλογισμού, ας κάνει τη καλή να την αναφέρει στα σχόλια.

  1. Βασικά από που προέκυψε το «γαλατάδικα»; Γνωρίζεις κάτι για τις ώρες;(btw: «γαλατάδικα» έχει επικρατήσει να λέμε τα πολύ πρωινά δρομολόγια)Μα είναι φυσικό να έχουν αλλάξει τα δρομολόγια τους, 2 χρόνια μετά. Το παράδοξο θα ήταν να επιμένουν επί 2 χρόνια στο ίδιο πλάνο... (Εδώ)

  2. -Ο αεροσταθμός είχε αρχίσει να γεμίζει από κόσμο που έπαιρνε τα γαλατάδικα (πρώτες πρωινές πτήσεις). Έχοντας φτάσει αρκετά νωρίς, αποφασίσαμε να μπούμε σε λίστα αναμονής για νωρίτερη πτήση από την καθορισμένη που είχαμε κλείσει το εισιτήριο. Εύσημα στους Ιρανούς για την ευελιξία τους!! (Πιο'δω)

  3. Λοιπόν, επειδή έχει τύχει να δω ουκ ολίγες φορές τα «γαλατάδικα», όπως έχουν αυτοχαρακτηριστεί, έχω καταλήξει ότι ναι μεν η ΝΕΤ διαθέτει ίσως το πιο αξιόλογο δίδυμο, αλλά αναμφίβολα το καλύτερο πρωϊνό είναι αυτό του MEGA. (Εκεί)

  4. -Η αποστολή του ALPHA μαζεύει από το τραπέζι του μεσημβρινού κολατσιού κασέτες, κινητά και λοιπά απαραίτητα σύνεργα και ετοιμάζεται για αναχώρηση. Η αποστολή του STAR έχει ήδη πάρει το δρόμο της επιστροφής. «Τι θες να κάνουν παρασκευιάτικα; Βλέπεις, αύριο δεν έχουμε και «γαλατάδικα» (σ.σ.: πρωινές ενημερωτικές εκπομπές) για να βγάλουν κανένα ζωντανό» αστειεύεται ο Κώστας, τεχνικός του MEGA, που περιμένει κι αυτός το σφύριγμα για το ξεκίνημα της επιστροφής στην Αθήνα... (Παρακεί)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έννοια, η οποία όταν χρησιμοποιείται αναφορικά με τη μουσική, και πιο συγκεκριμένα με τη μέταλ / ροκ μουσική, δηλώνει τα εξής πράγματα:

  1. Το γενικότερο ίματζ μίας μπάντας, τόσο ως προς τα ίδια τα μέλη ή το εν γένει περιτύλιγμα στο οποίο παραδίδεται το καθαρά μουσικό περιεχόμενο: σ' ό,τι αφορά τα μέλη, η σατανίλα μπορεί να σχετίζεται με τον ρουχισμό και την ευρύτερη περιβολή των μουσικών στις φωτογραφίες της μπάντας ή/και τις ζωντανές τους εμφανίσεις, π.χ. μανδύες ή ράσα (κατά τα ευρωπαϊκά και όχι τα ανατολικοορθόδοξα πρότυπα), κουκούλες, ειδικό μακιγιάζ (το αποκαλούμενο και corpsepaint) με σκοπό να αλλοιωθούν τα χαρακτηριστικά ως προς το δαιμονικότερο ή πεθαμενότερο, μπλούζες (αυστηρά μαύρου χρώματος) και κρεμαστά με πεντάλφες, ανάποδους σταυρούς και λοιπά χαϊμαλιά σε αντίστοιχο στιλ, ζώνες και περιβραχιόνια με καρφιά και άλλα παρόμοια αξεσουάρ που δεν τα βρίσκει κανείς στα Hondos Center αν δεν έχει συνεννοηθεί εκ των προτέρων με τις πωλήτριες.

Αξίζει να σημειωθεί ότι υπάρχουν και περιπτώσεις όπου οι ενδυματολογικές αυτές επιλογές δεν εξαντλούνται μόνο στα στενά όρια της εικόνας στα πλαίσια του συμμετέχειν σε μπάντα, αλλά και στην ευρύτερη κοινωνική ζωή των μελών των συγκροτημάτων, αλλά και των οπαδών τους (ή αυτών που ασχολούνται με τα ευρύτερα μουσικά ιδιώματα στα οποία εντάσσονται τέτοιες μπάντες), όπως είναι π.χ. οι γκοθάδες ή (σε μικρότερο ίσως βαθμό) οι μπλακμεταλλάδες. Ως προς το ευρύτερο περιτύλιγμα, η σατανίλα αφορά το καθαρά καλλιτεχνικό μέρος της δουλειάς, τουτέστιν το artwork, ήτοι τις απεικονίσεις στα εξώφυλλα-εσώφυλλα του δίσκου ή σιντί, οι οποίες θα αφορούν ή θα παραπέμπουν σε σατανική ή δαιμονολογική θεματολογία (πάλι δαίμονες, σατανάδες, κόλαση, το υπερφυσικό κλπ).

Σε αυτό τα πλαίσιο θα πρέπει να τονιστεί το εξής: η σατανίλα, αναφορικά με το εξωτερικό ίματζ, δεν έχει να κάνει αποκλειστικά και μόνο με αξεσουάρ που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σχετίζονται με κάποια μουσική. Σατανίλες μπορούν π.χ. να χαρακτηριστούν και τα πιο ιδιόμορφα κοσμήματα (ή στολίδια σε στιλ κοσμημάτων, ακόμη και τραϊμπαλάκια), καθώς και πολλά άλλα πράγματα που μπορεί να απεικονίζουν σατανικές ή γενικά δαιμονικές / υπερφυσικές μορφές (π.χ. ζόμπια), χωρίς αυτός ή αυτή που τα φοράει να έχει καμία σχέση με συγκεκριμένα μουσικά είδη, ή το ευρύτερο σατανιστικό lifestyle.

  1. Την θεματολογία των στίχων, η οποία θα είναι σατανική, σατανιστική, δαιμονολογική και γενικότερα θα κινείται στο χώρο του υπερφυσικού, πάλι όμως κατά κύριο λόγο σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα (ακόμη και σε περιπτώσεις που οι μπάντες δεν έχουν καμία σχέση με Ευρώπη, π.χ. μπάντες της Νοτιοανατολικής Ασίας) και σπανιότερα με τοπικές ή άλλες εθνικές επιρροές και αναφορές.

Η σατανίλα μπορεί επίσης να υποδηλώνει τα κρυφά μηνύματα που (φημολογείται ότι) μπορεί να έχουν στίχοι οι οποίοι δεν περιλαμβάνουν άμεσες σατανικές και σατανιστικές αναφορές, όπως συνέβαινε δεκαετίες πριν με τους στίχους των Led Zeppelin, των Eagles και άλλων συγκροτημάτων.

  1. Την ίδια τη μουσική ως σύνθεση και ενορχήστρωση, η οποία τονίζει τα παραπάνω χαρακτηριστικά χρησιμοποιώντας απόκοσμα φωνητικά (βαθιά, τσιριχτά, ουρλιαχτά, αλλά ενίοτε και πιο νορμάλ, ακόμη και πιο πομπώδη ή επικά) και τις αντίστοιχες ιδέες, φράσεις και μοτίβα (μελωδικά ή μη) στα όργανα με σκοπό πάνω απ' όλα να δοθεί παραστατικότερα στο ακροατή μία χαοτική, κολασμένη, αγωνιώδης και δαιμονική αίσθηση. Αυτό βέβαια σημαίνει ότι η σατανίλα δεν περιορίζεται σε συγκεκριμένα μουσικά ιδιώματα και υποϊδιώματα: Σατανίλα μπορεί να αποπνέει το μπλακ μέταλ, οι ντεθιές, οι θρασιές, οι γκοθιές, το κλασικό χέβι, οι ντουμιές και πλείστα άλλα είδη μέταλ και ροκ, παιγμένα και ενορχηστρωμένα με τελείως διαφορετικό και διακριτό μεταξύ τους τρόπο. Επίσης, σημαίνει ότι η ίδια η αίσθηση της σατανίλας μπορεί να διαφέρει από ακροατή σε ακροατή -κάποιοι την νιώθουν και κάποιοι άλλοι όχι, παρά μόνο σε εξαιρετικές από μουσικής άποψης περιστάσεις.

Σε μη μουσικό, αλλά ευρύτερο καλλιτεχνικό και πολιτιστικό περικείμενο, η σατανίλα ενδέχεται να αφορά πάλι τη θεματολογία ενός έργου (π.χ. βιβλίο ή κινηματογραφικό έργο), τον τρόπο προβολής ή παρουσίασής του, την όλη ατμόσφαιρα που μπορεί να αποπνέει και τα συναισθήματα που μπορεί να προκαλεί σε όποιον το παρακολουθεί (ασχέτως τρόπου). Αξίζει να σημειωθεί ότι υπάρχουν περιπτώσεις όπου υφίσταται σατανίλα χωρίς όμως να υπάρχει αντίστοιχη σατανική θεματολογία, αλλά μόνο και μόνο με τη δημιουργία της αντίστοιχης ατμόσφαιρας και των αναλόγων συναισθημάτων μέσα από τις στιλιστικές-καλλιτεχνικές επιλογές του εκάστοτε δημιουργού.

Από το ελληνιστικό Σατανάς (Σατανᾶς < Σατᾶν -ᾶς < εβρ. sātān -αντίπαλος, διάβολος).

  1. Μπαντες οπως οι Enforcer και οι White Wizzard κανουν περιοδειες και πολλαπλασιαζουν μερα με την ημερα το κοινο τους, ενω αποθεωνεται (και προμοταρεται) και ο τελευταιος Σουηδος που πουλαει Σατανιλα και παιζει σαν Mercyful Fate. (Από εδώ)

2.Ξεκινάω Shadows of the Damned σήμερα και στα καπάκια ένα Rayman για να καλύψει την σατανίλα! (Από εδώ)

  1. H χαρά του κάβουρα κάγκουρα είναι αυτά ρε.....πολύ νεκροκεφάλα και χάρος και σατανίλα. Αν είναι να την κάνω τρομακτική θα βάλω φώτο του πεθερού μου. (Από εδώ)

βλ. και σατανάδες

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εξελληνισμός του γερμανικού μουσικού καταστήματος Thomann, το οποίο έχουν τιμήσει και τιμούν ουκ ολίγοι έλληνες οργανοπαίχτες, μουσικοί, στουντιάδες και λαϊβάδες, όλων των επιπέδων εξειδίκευσης και από όλα τα είδη μουσικής, εξ ου και η ελληνοποίηση του με καθ' όλα λαϊκό όνομα, δίνοντας έτσι στους μη γνώστες την αίσθηση ότι ο Θωμάς είναι κάποιος οργανοποιός κρυμμένος πίσω από τα τσιμέντα σε κάποιο στενό του Πειραιά, του Ψυρρή ή των Εξαρχείων.

Η σχεδόν κωδική αυτή ονομασία είναι σε ευρεία χρήση μεταξύ όσων επιθυμούν να επενδύσουν σε κάθε είδους μουσικό εξοπλισμό, αλλά δεν θέλουν να τους πιάσουν και τον κώλο, αλλά ούτε και να τους πιάσουνε μαλάκες.

Ας τονιστεί, ωστόσο, ότι το παρόν λήμμα δεν έχει σε καμία περίπτωση την πρόθεση να διαφημίσει το εν λόγω μουσικό κατάστημα. Έμποροι είναι κι αυτοί, οπότε οι τιμές προσαρμόζονται ανάλογα με τις επικρατούσες οικονομικές τάσεις και συνθήκες. Συν τοις άλλοις, επίδοξε επενδυτή, caveat: το γεγονός ότι ο Θωμάς θεωρείται μία καλή γενικά λύση και σοβαρό κατάστημα στο είδος του, δεν σημαίνει ότι το στοκ του δεν αποτελείται σε ένα πάρα πολύ μεγάλο ποσοστό από κινεζιές, με ό,τι ενδέχεται να συνεπάγεται κάτι τέτοιο.

Και όπως πάντα, πριν βάλεις το χέρι στην τσέπη, σκέψου πολύ καλά ποιόν πας να κάνεις πλούσιο.

  1. στο ηλεκτρονικάδικο της γειτονιάς σου ζητάς τροφοδοτικό 9 βολτ και τουλάχιστον 500μιλιαμπέρ, με την ίδια πολικότητα, και αντάπτορα που ταιριάζει στην πεταλιέρα. Πάντως κάτω από την τιμή του θωμά δεν θα βρεις πιστεύω (βέβαια από θωμά θα σου έλθει τόσο μόνο αν παραγγείλεις και πολλά άλλα πράγματα).Συμπέρασμα, αν δεν παραγγέλνεις από θωμά, πάρτο από artsound να είσαι σίγουρος. (Από εδώ)

  2. μετά από πολλά παζάρια στον Νακα για το presonus eureka μου το έδινε χαλαρά 15% πιο ακριβά από τον Θωμά, οπότε το αγόρασα από Θωμά χωρίς παζάρια και χάρες. (Από εδώ)

  3. καλησπερα,θα ηθελα να ρωτησω τους πιο γνωστες εδω μεσα ποια ψηφιακη κονσολα θα προτειναν για στουντιο...εχω δυο στο μυαλο απο θωμα (Από εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Νεολογισμός που σχηματίζεται από την αγγλική λέξη straight (εξελλην. στρέιτ) -> άμεσος, ευθύς, κατευθείαν, συν την κατάληξη -άδικος, και που χρησιμοποιείται για να δηλώσει τα εξής:

  1. (Μουσ.) Ρυθμός, ή σύνθεση, ή τρόπος παιξίματος μουσικού κομματιού (ασχέτως οργάνου) που χαρακτηρίζεται από ευθύτητα και αμεσότητα κατά τη σύλληψη και την εκτέλεση, που δεν εμπεριέχει περίτεχνα ή περίεργα γυρίσματα ή σπασίματα αλλά εξελίσσεται ευθύγραμμα και χαρακτηριστικά του μουσικού ιδιώματος στο οποίο ανήκει.

Ως στρεϊτάδικος δε χαρακτηρίζεται και ο ήχος μουσικού οργάνου που δεν περιλαμβάνει επεξεργασία, αλλά που είναι άμεσος και για μία ακόμη φορά χαρακτηριστικός του εκάστοτε μουσικού ιδιώματος (βλ. και καρφί).

  1. Ως στρεϊτάδικο αποκαλείται και ο χώρος ή το μέρος στο οποίο συχνάζουν άτομα ετεροφυλοφιλικών σεξουαλικών προτιμήσεων (βλ. στρέιτ).

  2. Ως στρεϊτάδες αποκαλούνται τόσο οι ετεροφυλόφιλοι σεξουαλικά άντρες (δεν συνηθίζεται ο χαρακτηρισμός στις ετεροφυλόφιλες γυναίκες), αλλά ακόμη περισσότερο οι θιασώτες της ιδεολογίας straight-edge ή στρέιτ-ετζ, στρέιτετζ.

(Όσον αφορά το μουσικό σκέλος του ορισμού, η διαδικτυακή έρευνα δυστυχώς δεν είχε αποτελέσματα. Οποιοσδήποτε γνωρίζει και μπορεί να συνεισφέρει για την τεκμηρίωση, ας τ' αναφέρει στα σχόλια. Πάντως, ο συντάκτης του παρόντος ακούει και χρησιμοποιεί το λήμμα με τον συγκεκριμένο ορισμό εδώ και χρόνια).

  1. «Έχεις λαλήσει εντελώς», τον ρώτησε ο Mike. «Πήγες να ψωνιστείς και να παίξεις σε redneck στρεϊτάδικο; Και στο δρόμο, οδηγώντας; Θα σε σκοτώσουν ή θα σε μαντρώσουν». (Εδώ)

  2. Μπαίνω σε σεσημασμένο στρειτάδικο. Ο Μάκης επιμένει ότι πέρυσι είδε «και κάτι τρελές» και ότι «δεν χρειάζεται να κάνεις παρέλαση. Είμαι αντίθετος με τον όρο γκέι, πιστεύω σ’ αυτά που προστάζει η φύση». Μα κι αυτό, προσταγή της φύσης δεν είναι; τον ρωτάω. Επιμένει. Ο Θάνος εργάζεται σε στρατιωτική υπηρεσία: «Δεν πιστεύω γενικά στις διαδηλώσεις. Πιο αποτελεσματικό θα ήταν ένα ψήφισμα». Πώς φαίνεται το επάγγελμα! (Εκεί)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Συμμετέχω ενεργά (και ενεργητικά) στο ευγενές άθλημα της πολλαπλής και ταυτόχρονης ερωτικής συνεύρεσης με διαφορετικά άτομα, καθώς καλή κι η μαλακία, αλλά με το σεξ γνωρίζεις κόσμο.

  2. Μοιράζομαι με άλλον ή με άλλους κάτι που βρίσκεται σε λιγοστή ποσότητα, η οποία στις περισσότερες περιπτώσεις αρκεί μόνο για ένα άτομο. Για κάποιους το παρτουζάρισμα είναι η απόλυτη ένδειξη αλληλεγγύης και κοινοκτημοσύνης των αγαθών. Οι άλλοι, οι παρτάκηδες, να κόψουν το λαιμό τους, καθώς όπως όλοι γνωρίζουν, τα σάβανα δεν έχουν τσέπες.

  1. - Είσαι να σου γνωρίσω την φίλη της Μαιρούλας;
    - Παλιά. Την γνώρισα πριν από ένα μήνα, και εγώ και ο Τάκης, με την βιβλική έννοια του όρου...
    - Τι λες τώρα;
    - Την παρτουζάραμε πίσω από τα τρένα...

  2. - Έχω ξεμείνει τελείως. Έχεις κανένα τσιγάρο;
    - Ένα μου 'χει μείνει.
    - Είσαι να το παρτουζάρουμε;
    - Μωρέ ξέρω τι σπαγκάι λάμα είσαι, αλλά έχε χάρη που μου δάνεισες το δεκάρικο προχτές...
    - Κοίτα που το 'χα ξεχάσει τελείως...
    - (Όχι ρε πστ!...)

Louis Ferdinand Celine (από Khan, 31/08/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εκ του αγγλικού blast (έκρηξη, ανατίναξη), συντομογραφία του blastbeat, που σε μουσικό περιβάλλον δηλώνει τον ρυθμικό καταιγισμό στα ντραμς σε επαναλαμβανόμενα ρυθμικά σχήματα των δεκάτων έκτων που εκτελούνται σε πολύ υψηλές ταχύτητες με σκοπό την δημιουργία της αίσθησης του χάους και της έντασης (περισσότερα εδώ).

Ως τεχνική και τρόπος εκτέλεσης, τα μπλαστμπλάστια, ή μπλαστμπιτ) έχουν συνδεθεί με τα πιο ακραία ιδιώματα της μέταλ, κατά κύριο λόγο αυτών του ντεθ (death) και του μπλακ (black) μέταλ, με ολίγον τι από θρας (thrash), αν και διάφοροι τρόποι εκτέλεσης αυτής της τεχνικής υπάρχουν και σε διάφορα κομμάτια της τζαζ.

Ο όρος έχει διευρυνθεί ακόμη περισσότερο, αποκαλώντας ως μπλαστ όχι απλά τα ντραμιστικά μέρη, αλλά τα συνολικά καταιγιστικά οργανικά ξεσπάσματα (ντραμς + κιθάρες + μπάσο) σε συνθέσεις των παραπάνω ιδιωμάτων. Επίσης, όπως αναφέρθηκε και πιο πριν, τα μπλαστ δεν είναι χαρακτηριστικό των παραπάνω ιδιωμάτων, ασχέτως με το αν έχει συνδεθεί πλέον με αυτά: Είναι μία ακόμη τεχνική των ντραμς, η οποία για να εκτελεστεί σωστά και καθαρά, θέλει μεγάλη επιδεξιότητα και τεχνική κατάρτιση, και δεν αποτελεί σε καμία, μα καμία όμως περίπτωση, χαρακτηριστικό κουλαμάρας ή ελλιπών τεχνικών δυνατοτήτων εκ μέρους του ντράμερ.

  1. (Εδώ)
    «Περίμενα όταν διάβαζα αυτό που είναι η κορύφωση στο εικονοπλαστικό επίπεδο τουλάχιστον
    The LORD shall smite thee with a consumption,
    and with a fever, and with an inflammation,
    and with an extreme burning,
    and with the sword,
    and with blasting,
    να γίνει κάτι διαφορετικό, κάτι πιο βίαιο, ίσως ένα μπλαστ με χαοτικές κιθάρες, κάτι, αλλά ο τύπος λέει απλά τους στίχους χωρίς κάποια αλλαγή στην ένταση κιόλας.»

  2. (Εκεί)
    «Ε ωραίο αλμπουμάκι είναι ρε παιδί αλλά πολύ καθαρό, ήθελε πολύ περισσότερη ΣΑΠΙΛΑ ο ήχος του. Καμιά φορά το ακούω με ψιλοενθουσιασμό και μετά το εικοστό λεπτό συνεχόμενου μπλαστ ο δίσκος παει για το μουσική + ύπνος θρεντ.»

  3. (Παραπέρα)
    «Δεν το μπερδευω πολυ απλα διευκρινιζω παρατηρησεις μου που αυτοι που δεν εχουν ασχοληθει θα βρουν μπροστα τους. Το νοημα αυτων απλα οτι αν θελει κανεις να μαθει τυμπανα καλο θα ειναι να αφησει τα τριγγερ μεχρι πολυ μετα. Να μαθει να κανει σωστα μπλαστ και διπεταλλα χωρις βοηθηματα και αφου μαθει να παιζεi, τοτε να τα χρησιμοποιησει εκει που χρειαζεται.»

(από Mr. Cadmus, 30/08/10)(από Mr. Cadmus, 30/08/10)ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΑΛΛΟΥΚΑΡΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΟ ΑΚΟΥΣΕΤΕ - GEORGE KOLLIAS - YOUTUBE (ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΔΕ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΒΑΛΩ ΤΟ ΜΗΔΙ) (από ΠΡΩΤΕΥΣ, 30/08/10)Γκούλαγκ, Τζακ και Νέλλυ, απ\' το 2:30 και μετά. Ντάμπλ τάιμ (μή σου πώ κουάντραπλ), και μπόλικο μπλάστ στα τύμπανα. (από vikar, 14/04/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σχετικά με την μουσική:

  1. Η κονσέρβα αναφέρεται σε ένα στάνταρ ρεπερτόριο συγκροτήματος, ορχήστρας, συνόλου, ή μεμονωμένου μουσικού το οποίο δεν ανανεώνεται, αλλά απλά αναπαράγεται αυτούσιο σε ζωντανό περιβάλλον, συχνά δε χωρίς να αλλάζει ούτε καν η σειρά εκτέλεσης των κομματιών. Και ενίοτε κρατάει χρόνια αυτή η κολώνια...

Οι λόγοι που μπορούν να οδηγήσουν ένα συγκρότημα σε αυτή την κατάσταση ποικίλλουν. Άλλες φορές είναι καθαρά απώλεια έμπνευσης ή ευελιξίας των μελών του (ή του μεμονωμένου μουσικού), άλλες φορές είναι απλά βαρεμάρα (ιδιαίτερα αν υπάρχουν αρκετά χρόνια ζωής στις μουσικές πιάτσες), άλλες φορές είναι το ζήτημα είναι καθαρά εμπορικό (όπως στις περιπτώσεις μουσικών που παίζουν σε εκδηλώσεις, συνεστιάσεις, γάμους, μπαράκια, ξενοδοχεία κλπ.). Κάποιοι την βλέπουν τη δουλειά και απομακρύνονται, άλλοι επιμένουν στο ίδιο μοτίβο μετατρέποντας εν τέλει το μουσικό λειτούργημα σε μία εντελώς μηχανική δουλειά που δεν αποφέρει πλέον κανένα δημιουργικό όφελος, αλλά μόνο χρηματικό. Ή, απλά, τη μούρη του να λες ότι «παίζω 30 χρόνια και τα 'χω κάνει όλα».

  1. Σχετικά με ντιτζέι ή έτοιμες ηχογραφήσεις: η κονσέρβα δηλώνει είτε το ετοιματζίδικο πρόγραμμα ενός ντιτζέι (και καλά τώρα, γιατί όλοι νομίζουν πως ο ντιτζέι το μόνο που έχει να κάνει είναι απλά να αλλάζει σιντί και να επιλέγει κομμάτια -και πάρα μα πάρα πολλοί δηλώνουν ντιτζέι κάνοντας ακριβώς αυτό και μόνο αυτό) με ελληνικό και/ή ξένο ρεπερτόριο, ή την χρήση ετοιματζίδικης μουσικής σε καταστάσεις όπου παραδοσιακά επιβάλλεται η παρουσία μίας ορχήστρας (π.χ. παραδοσιακοί γάμοι με κλαρίνα και νησιώτικα από σιντί).

Βέβαια για να λέμε τα πράγματα με τ' όνομά τους, πολλοί θεωρούν την (κατά την γνώμη του συντάκτη) επιβεβλημένη παρουσία ορχήστρας ως κάτι όχι απλά δευτερεύον, αλλά ούτε καν τριτεύον (άσε που οι γαμιάτικες ορχήστρες κοστίζουν τα κέρατά τους), αλλά τι να λέμε τώρα...

  1. H διαφορά μεταξύ τους είναι τεράστια, καθώς ειδικά σε πολυκάναλο μουσικό πρόγραμμα νιώθουμε ότι ακούμε live μουσική και όχι «κονσέρβα». Αυτό είναι φυσικά αναμενόμενο αφού το CD είναι βασισμένο σε τεχνολογία του 1981, ενώ τα SACD και DVD-Audio έκαναν τα πρώτα βήματά τους το 1999 και το 2000 αντίστοιχα. (Εδώ)

  2. Κονσέρβα πρώτη οι Ζωντανοί στο Κύτταρο - Σκηνές Ροκ [Ελλάς, 2005, 64'] του Αντώνη Μποσκοΐτη, που μας είχε χαρίσει κάποτε [2002] την Φλέρυ - Τρελή του Φεγγαριού. Τα παλιά θυμούνται οι Διονύσης Σαββόπουλος, Μαρίζα Κωχ [Γκαρίζα Ωχ!], Δημήτρης Πουλικάκος [Εξαδάχτυλος πουρόκερ], Θανάσης Γκαϊφύλλιας, Δέσποινα Γλέζου, Βαγγέλης Γερμανός, Λήδα, Γιάννης Bach Σπυρόπουλος, Δημήτρης Ψαριανός, Λάκης Παπαστάθης, Socrates και οι Πελόμα Μποκιού. Τους σιγοντάρουν κάτι Μακρινά Ξαδέρφια. (Εκεί)

  3. Ο χειροτερος DJ ειναι της Ξανθης (90.6). Ολος μια κονσερβα ειναι (συνεχεια παιζει μια playlist που θα ακουσεις και «επιτυχιες» απο το περσινο καλοκαιρι) και εχεις και το εκνευριστικο jingle «ο νεος DJ...»

Ετσι ειναι ο νεος; Αντε,καλα...... (Παραπέρα)

(από Vrastaman, 12/03/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση παρεμφερής με τις εξής: «Έτσι, να έχουμε να λέμε», «έτσι, για την παράδοση», «έτσι, για να λέμε ότι το κάναμε» (ή μάλλον για να πουλάμε μούρη σε τρίτους ότι το κάναμε / για να μην μας κράζουν ότι και καλά δεν το κάναμε).

Η παράδοση (το φολκλόρ) αναφέρει πως αυτή η φράση, με την σημασία που αναγράφεται στην επάνω παράγραφο, εκστομίστηκε πρώτη φορά από αγνώστους σχολής φοιτητές στην Πάτρα.

  1. Και του λέω, τρέχα όσο θες: η συγκεκριμένη, αν δεν έχεις γκάμπριο, σκάφος, 1.000.000 γιούρα σε ελβετική τράπεζα και θείο τον Βαρδινογιάννη, δεν σου κάθεται ούτε σε χίλια χρόνια. «Εγώ θα το κάνω το πέσιμο», μου απαντάει, «έτσι, για το φολκλόρ».

  2. — Του είπα ότι αυτή την περίοδο ασχολούμαι με το τρίτο μεταπτυχιακό μου στις κατσαρίδες των Ιμαλαΐων.
    — Τι κατσαρίδες είναι αυτές;
    — Ούτε που ξέρω, έτσι, για το φολκλόρ το είπα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία