Ο πλαστικός κουβάς.
Κουβάλησα τρία σατίλια νερό.
Ο πλαστικός κουβάς.
Κουβάλησα τρία σατίλια νερό.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Το ρεύμα αέρα μέσα στα στενά σοκάκια.
Πάμε να φύγουμε από εδώ, σοκακιάζει και θα κρυώσουμε.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ορισμός του κουβά ο οποίος είναι κατασκευασμένος από μεγάλο δοχείο λαδιού (17kg νομίζω). Με την σωστή μετατροπή του μετάφεραν νερό.
Έφαγα μια μπούγλα νερό στα μούτρα.
Θα φας καμιά μπουγλιά! (=απειλή)
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Η γιαγιά.
Χαρακτηρισμός που συναντιέται κυρίως στα χωριά της ηπείρου και όχι μόνο. Πολλές φορές έλεγαν έτσι και την μεγαλύτερη γυναίκα στην παρέα.
- Κάηκε η βάβω στο κουρκούτι και φυσάει και το γιαούρτι…
(παροιμία)
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Άνθρωπος ασήμαντος, χαζός ή τιποτένιος.
Εκ του αρχαίου κνώδαλον (άγριο πλάσμα, κτήνος].
- Άντε να μου χαθείς ρε κνώδαλο. Ούτε μια σωστή δουλειά δεν μπορείς να κάνεις ντιπ άχρηστος είσαι!
Ο Π. Ζερβός αποκαλεί κνώδαλο τον Ν. Ηλιόπουλο στην ταινία «Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες». Στο έργο επίσης εξαπολύονται τα εξής κοσμητικά επίθετα:
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Λήμμα που χρησιμοποιούν οι οικοδόμοι για τον βοηθό τους. Ο μικρός μάστορας - μαθητής.
Η δουλειά του να φτιάχνει λάσπη, να κουβαλάει τούβλα και να καθαρίζει τα πάντα.
- Ρε Τάσο, ψάχνω για μαχτίδι, έχεις κανέναν υπόψη σου;
- Ναι ρε φίλε θα σου στείλω ένα καλό παιδί, πρώτος στην λάσπη και δυνατός.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Πάφλας λέγεται ο τσίγκος, ένα μεγάλο κομμάτι από τσίγκο που καλύπτει διάφορα μέρη από κατασκευές, μπαλώματα στα παλιά σπίτια, διότι φθηνό και βολικό.
— Έχεις κανένα κομμάτι πάφλα να καλύψω το γκαράζ γιατί γέμισε νερά;
— Φίλε ό,τι θες, μόνο κάρφωσέ το καλά.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Παφίλια λέγαμε μικρότεροι τα μεταλλικά καπάκια από τα αναψυκτικά.
Για να εξηγήσω, παίρναμε τα καπάκια, τα χτυπάγαμε μέχρι να γίνουν λεία. Τα μεταφέραμε σε σακούλες και μαζευόμασταν και τα παίζαμε στα χαρτιά, ελλείψει χρημάτων. Ενίοτε τα παίζαμε σαν τράπουλα, αν δεν είχαμε χαρτιά. Η ονομασία από τον πάφλα που ανάφερα πριν.
— Μια σακούλα παφίλια έφερα, δεν μου την γλυτώνεις σήμερα.
— Μπα, δεν σε βλέπω ικανό, θα τα κλαις σε λίγο φίλε μου.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Κάτι σαν να λέμε σήμερα ντουλάπα. Ο γίκος στα παλιά σπίτια ήταν το μέρος όπου στοιβάζονταν σε διάφορα μέρη, καθώς δεν υπήρχε χώρος, παπλώματα, κουβέρτες, βελέτζες κ.λ.π. η μια πάνω στην άλλη, και τα κάλυπταν με ένα σεντόνι. Χώρος αποθήκευσης.
Χειμώνιασε, πρέπει να βγάλουμε τις βελέτζες από τον γίκο να πάρουν αέρα.
Τράβα στον γίκο και κατέβασε τις κουβέρτες, άντε γιατί το βράδυ θα κρυώσουμε.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!