Πρόκειται περὶ τοῦ συντηρητικοῦ meta-bi-sulfite (ἕνας δισουλφίτης), ποὺ χρησιμοποιεῖται στὴν οἰνοποιία, ὡς ἀνασταλτικὸ τῆς ὀξικῆς ζυμώσεως (σὲ ἁπλᾶ ἑλληνέζικα, γιὰ νὰ μὴ ξυδιάζῃ ὁ μοῦστος).

Τὸ ἔτυμον εἶναι προφανές· ἡ διαδικασία παραγωγῆς τῆς λέξεως δὲν ἀκολουθεῖ στάδια, ἀλλὰ γίνεται διὰ μιᾶς, ὡς μπερδεψοπαρετυμολόγησις ἐκ μέρους τῶν ἁπλῶν χρηστῶν τῆς οὐσίας, τὴν ὁποίαν τοὺς δίνει μαζὶ μὲ ἄλλα μαντζούνια ὁ κρασοχημικὸς (καὶ καλὰ οἰνολόγος...) σὲ ἕνα σακκουλάκι γιὰ νὰ τὴ ρίξουν στὸ βαρέλι, καὶ αὐτοὶ δὲν πολυσκοτίζονται νὰ καταλάβουν οὔτε πῶς ἀκριβῶς λέγεται, οὔτε τί ἀκριβῶς κάνει αὐτὸ τὸ σατανικὸ δηλητήριο.

Ἐκφέρεται κυρίως ὡς οὐδέτερο, τὸ μπολσεβίκο, τὸ ἔχω ὅμως ἀκούσει καὶ ὡς ἀρσενικό, ἀπὸ διάφορα (πρώην) κουμμούνια, ποὺ κάτι τοὺς θυμίζει, τελείως ἄσχετο ὅμως.

Κάποιοι ἄλλοι χρῆστες προλαβαίνουν νὰ συγκρατήσουν τὶς πρῶτες συλλαβὲς σωστά, καὶ τὸ λένε μεταμπί.

Τὸ λῆμμαν ἀφιεροῦται στὴν σλάγκαρχο ironick.

(Ψάχνεται νὰ βρῇ κρασὶ χωρὶς μεταμπισουλφίτ, διότι ὁ γιατρὸς τῆς εἶπε ὅτι τὴ βλάπτει):
_Θὰ ρωτήσω τὸ θεῖο μου ἂν βάζῃ μπολσεβίκο στὸ κρασί.

(από Vrastaman, 10/12/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τὸ φέρνω ἐδῶ δὲν ἔχει τὴν κανονική του σημασία (κομίζω τι, (ὑπο)βαστάζω τι, εἶμαι ὑπόθεμα τινός), ἀλλὰ τὴν ἀργκοτική του ἔννοια, ποὺ σημαίνει συμπεριφέρομαι σάν, πρόσκειμαι σέ, ἔχω τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ, τὰ ὁποῖα ὅλα μαζὶ συμποσοῦνται σὲ ὁμοιάζω μέ.

Ἡ σύνταξι εἶναι φέρνω (λιγάκι) σὲ Αἰτ.

Ἀπὸ τὴν ἔρευνα (καὶ καλά) στὸ http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/ προέκυψαν καὶ πολλὲς συνθέσεις τοῦ φέρνω, ὡς δευτέρου συνθετικοῦ, στὶς ὁποῖες ἔχει πάντα τὴν ἀργκοτικὴ σημασία, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ γυροφέρνω (φέρνω γύρους, μία ἀκόμη παράπλευρη σημασία), (κουτσο)καταφέρνω (ὅπου ἐν κατακαυλίδι σημαίνει [προσ, εισ]φέρ[ν]ω ἀποτέλεσμα), λογοφέρνω (εἰσφέρω λόγους σὲ φιλονεικία, μπερχαμά κλπ), ξαναφέρνω (ἡ κυρία σημασία ἐπαναληπτικῶς), συνεφέρνω (φέρνω στὰ συν-καλά του κάποιον) καὶ συμφέρ(ν)ω (ἔχω ἰδιοτελὲς διαφέρον διά). Ἡ σημασία τοῦ φέρνω στὸ γυροφέρνω ἀπαντᾶται καὶ στὸ φέρνω βόλτα (καταφέρνω, κουλαντρίζω, βλ. ὁρ. 2), τὸ ὁποῖο ὅμως δὲν ἀπαντᾶται ἐν συνθέσει (βολτοφέρνω).

Ἔγραφον μὲ τὴν ἐνθάρρυνσι καὶ συνεισφορὰ τοῦ Βικός.

Ὁ Τάκης φέρνει (λιγάκι) σὲ ἀδελφή=ἀδελφοφέρνει, σὲ πούστη=πουστοφέρνει (βλ. λῆμμαν) κλπ.

Σε γεύση φέρνει λιγάκι σε μουσταλευριά, αλλά είναι πολύ πιο ελαφρύ, σου θυμίζει περισσότερο σταφύλι. Και βέβαια είναι πιο … (Ἀπὸ ἐδῶ http://www.stoapeiro.gr/archives/tag/%CE%BA%CF%8D%CF%80%CF%81%CE%BF%CF%82)

Φέρνει λιγάκι σε τραβέλι ή είναι η ιδέα μου; (από allivegp, 18/11/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Ἔτσι λέγεται ὁ κασμὰς (τὸ σκαπτικὸ ἐργαλεῖο) στὴ ΒΔ Κρήτη.

Ἐπειδὴ στὴν αὐτὴ περιοχὴ ὀνομάζεται μπίκα ἡ μύτη (ἀνατ., ἀλλὰ καὶ κάθε αἰχμηρὴ διαμόρφωσι), συνάγω ὅτι ἡ ἐτυμολογικὴ προέλευσι πρέπει νὰ εἶναι ἰταλ. becco (ἀγγλ. beak)>μπίκα=μύτη>μπίκος=κασμάς (προφ. διότι εἶναι μυτερός).

Θεωρῶ ἐπίσης ὅτι δὲν ὑφίσταται ἐτυμολογικὴ σχέσις μὲ τὸν μπί(ῆ)κο=ταῦρο, μιᾶς καὶ ἡ προσφερθεῖσα ὑπὸ ΜΧΣ ἀνάλυσις ἦτο πλέον ἢ πειστική.

Οἱ χωροφυλάtchοι μᾶς ἀρωτούσανε ντελόγο στὰ σύνορα ἦντα δουλιὰν ἐκάμαμε. Τchὲ μεῖς τὼς ἐλέγαμε πράμα ματσακούπι τchὲ μπικαδάτchι τch´ ἐτσὰ πράματα, σκαφιάδες πὼς ἤμαστονε ἐδά, νὰ θρέψωμε θέλει τὰ μπαντέρμα τὰ κοπέλια μας.
(ἀπὸ σημειώσεις τοῦ παπποῦ μου γιὰ τὸν Μακεδονικὸ ἀγῶνα).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Διακεκορευμένη, κοινῶς ξεπαρθενεμένη, σπασμένη.

Ὁ χαρακτηρισμὸς αὐτὸς λέγεται (λεγόταν καλλίτερα) πάντοτε γιὰ νεαρὲς ἐνήλικες γυναῖκες, ἐκ μέρους ἀνδρῶν, ὡς διαβολή. Ὅταν, σπανίως, ἐξεστομίζετο ἐκ μέρους γυναικῶν, τότε ἡ κακοήθεια χτυποῦσε κόκκινο, καθ´ ὅτι ἐσκόπευε νὰ προσβάλῃ ἀπ´ εὐθείας τὴν τιμὴ καὶ τὴν ὑπόληψι τῆς νύφης των (βλ. παράδειγμα 3).

Ἡ τρύπια καὶ ἡ σπασμένη δὲν ἔχουν πραγματολογικὴ διαφορά• διαφέρουν ὅμως κατὰ τὸ ποιός τὸ ἐκστομίζει, κατὰ τὴν πρόθεσι, καὶ κατὰ τὴν ψυχολογικὴ βάσι ἐκκινήσεως τοῦ χαρακτηρίζοντος (βλ. συμπληρωματικῶς τὸ λῆμμα σπασμένη).

Συνεταιρικὸ λῆμμα μὲ Galadriel

  1. (Μεταξὺ ἀνδρῶν): - Μπορεῖ νὰ τὸ φυσάῃ τὸ παραδάκι ὁ γέρος της, ἀκούγονται ὅμως διάφορα...
    - Σὰν τί, ρὲ Νικόλα, μίλα ἴσια...
    - Πὼς εἶναι τρύπια, νὰ ποῦμε, καὶ γυρεύει νὰ τὴ μπαλώσῃ...

  2. - Ξάδερφε θὰ σὲ παντρέψουμε ἐσένα; Παίζει τίποτα καλὸ στὴ ζωή σου; - ῎Ε, ντάξ, παίζουν διάφορα ἀλλὰ ὄχι καὶ γιὰ γάμο. - Γιατί καλέ, δὲν ἔχεις γνωρίσει κανὰ κορίτσι τῆς προκοπῆς; - ᾿Αφού τὶς ἔχω γνωρίσει, ἐσὺ τί καταλαβαίνεις; Θὰ εἶναι κορίτσια τῆς προκοπῆς; Τὶς τρύπιες θὰ πάρω; (ἀπὸ Galadriel)

  3. (Πεθερά πρὸς νύφη): - Τὰ λοῦσα σὲ μαράνανε κι οἱ ἀπαιτήσεις, κακὸ χρόνο νἄχῃς!... Ἀλλὰ καλά νὰ πάθουμε, ἀφοῦ στραβωθήκαμε καὶ σὲ πήραμε ἄπροικη καὶ τρύπια, ἀνάθεμα τὴν ὥρα τὴ μαύρη καὶ τὴ σκότεινη (sic)!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Διακεκορευμένη, κοινῶς ξεπαρθενεμένη.

Λέξι τοῦ συρμοῦ τὴν ἐποχὴ ποὺ πήγαινα δημοτικό. Οἱ πιτσιρικάδες χαρακτήριζαν ἔτσι κάποια ἀπ´ τὰ κορίτσια, μὲ συνομωτικὸ τρόπο. Ἡ ἔκφρασι ἐμπεριέχει ὅλη τὴ μαγεία τῆς ἄρρενος προεφηβίας, ὅπου μπερδεύεται ὁ ἄγουρος καὶ ἀνεπίγνωστος ἔρως, ἡ τόσο χρήσιμη στὴ φᾶσι ἐκείνη ἐχθρότης πρὸς τὸ ἄλλο φῦλο, οἱ προκαταλήψεις τῆς ἐποχῆς καὶ ἡ ἐξ ἀκριτομυθιῶν γνῶσι γιὰ τὰ συμβαίνοντα στὰ ἀπόκρυφα τῶν κοριτσιῶν. Στὸ μυαλὸ τοῦ πιτσιρίκου τῆς 5ης-6ης τὸ ξεπαρθένεμα ἐφάνταζε ὡς μείζων ἀναπηρία γιὰ τὸ κορίτσι, μὲ συνέπειες ἀκόμη καὶ στὸν τρόπο βαδίσματος.

- Πῶς πάει ἔτσι ἡ Σοφία, ρὲ μαλάκα;
(συνομωτικά):
- Εἶναι σπασμένη, ρὲ μαλάκα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ἡ παροχὴ ἀγαθοῦ τινος, ἐν ἀνεπαρκείᾳ εὑρισκομένου, πρὸς ὁμάδα ἀνθρώπων, ἔτσι ὥστε αὐτοὶ νὰ πρέπῃ νὰ διαγκωνισθοῦν, προκειμένου νὰ τὸ ἐξασφαλίσουν γιὰ τὸν ἑαυτόν τους ἕκαστος.

Ἡ λέξις προέρχεται εἴτε ἀπὸ τὴν «βουτιά» (plongeon), ποὺ χρειάζεται νὰ κάνῃ κάποιος γιὰ ν' ἁρπάξῃ τὸ ἀντικείμενο, εἴτε ἐπειδὴ αὐτὸς ποὺ τὸ ἅρπαξε, τὸ «βούτηξε» ἀπὸ τοὺς ἄλλους.

βουταρία ἦταν συνηθισμένη ὅταν ἤμουν στὸ Δημοτικό. Κάποιοι πιτσιρικάδες γούσταραν πότε-πότε νὰ βλέπουν τοὺς ἄλλους νὰ πλακώνωνται γιὰ καμμιὰ γκαζὰ ἢ καμμία κάρτα μὲ σημαῖες κρατῶν, ποὺ ἦταν τὸ συλλεκτικὸ ἀντικείμενο τοῦ πόθου, στὰ χρόνια ἐκεῖνα. Συχνότερα εἶχε τὸ κίνητρο τοῦ νὰ αἰσθανθοῦν ὑπεροχὴ ἔναντι τῶν ὑπολοίπων, καὶ σπανίως τὴν πραγματικὴ πρόθεσι νὰ χαρίσουν κάτι ποὺ τοὺς περίσσευε ἢ δὲν ἤθελαν πιά.

Φαίνεται ὅτι ἡ βουταρία ἐπανέρχεται στὴ μόδα, διότι ἐχρησιμοποιήθη ἀπὸ τὴν Προεδρία τῆς Δημοκρατίας (μας), βλ. παράδειγμα 2.

  1. - Ρέέέέέέ! Ἀκοῦτε ρέέέ! Βουταρία ἕνα χαρτάκι Ζανζιβάρη!
    - Ρίχτο ρέέέέέέ!

  2. Σχόλιο ἀπὸ τὶς εἰδήσεις τῆς 10/11/11 (ἐπέκειτο ἡ ἀνακοίνωσι τῆς πρωθυπουργοποιήσεως Παπαδήμου. Στὶς 9/11/11 εἶχε ἀνακοινωθῆ ἡ πρόθεσι νὰ πρωθυπουργοποιηθῇ ὁ Πετσάλνικος μὲ τὴ μέθοδο τῆς βουταρίας):
    Ὁ κ. Μπίτσιος θὰ διαβάσῃ τὴν ἀνακοίνωσι τῆς Προεδρίας καὶ μετὰ θὰ μοιράσῃ τὸ κείμενο στοὺς δημοσιογράφους. Ἐλπίζουμε νὰ μὴν ξαναγίνῃ τὸ μοίρασμα μὲ τὴ μέθοδο τῆς βουταρίας, ὅπως χθές.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ἐκτὸς ὅλων τῶν ἄλλων σημαίνει καὶ διακινῶ στὸ κατάστημά μου.

Πελάτης: - Παρακαλῶ, ἔχετε νερὸ Λουτρακίου;
Μαγαζάτωρ: - Μόνο Κορπή, κύριε· Λουτράκι δὲν δουλεύουμε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ἔτσι χαρακτηρίζονται οἱ Εὐέλπιδες ἀπὸ τοὺς Ναυτικοὺς Δοκίμους καὶ κατ΄ ἐπέκτασιν οἱ στραταῖοι ἀπὸ τοὺς ναυταίους.

Τὸ ἔτυμον δὲν ἀνεῦρον μὲ βεβαιότητα, παρὰ τὴν πολύμηνον ἀναζήτησιν. Μία ἐκδοχή, ὄχι πολὺ πειστική, εἶναι ἀπὸ παραφθορὰ τοῦ γαλλικοῦ levez-vous courir, ποὺ σημαίνει σηκωθῆτε καὶ τρέξτε (παραπέμπει προφανῶς στὰ πολλὰ καψόνια τύπου Σω.Βε).

  1. Στὸ χορὸ τῆς σχολῆς: «Μὴ σᾶς φᾶνε, μαλάκες, οἱ λεβέκουροι τὶς γκόμενες, ἀλλοίμονό σας».

  2. Πάλι «χτύπησε» ο λεβέκουρος ο Φούρλας ο αρχηγός της Πυροσβεστικής στη Βούλα. Μιά μικρή κατολίσθηση έγινε, μπροστά ο Αρχηγός! Ήταν βλέπετε και οι κάμερες.... (ἀπὸ ἐδῶ, ὅπου ὅως δὲν προκύπτει συγκεκριμένη σημασία γιὰ τὴ λέξι).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στερεότυπη ἔκφρασι, ποὺ δίδεται ὡς ἀπάντησι στὴν κουτσομπολικὴ ἐρώτησι «τί δουλειὰ κάνει ὁ πατέρας σου».

Ἡ εἰκονοπλασία εἶναι μοναδικοῦ διαστροφικοῦ, οὐ μιν, ἀλλὰ καὶ φιλανθρωπικοῦ ἐπιπέδου, ἀρκεῖ νὰ ἀναλογισθῇ κανεὶς τὴν τραγικότητα τῆς συνθήκης νὰ εὑρεθῇ κουλός, ταυτοχρόνως δὲ καὶ καυλωμένος (βλ. λῆμμα). Πρόκειται δηλαδὴ γιὰ κάτι σὰν ἐπάγγελμα καὶ λειτούργημα μαζί, ένα πράμα.

᾿Οφείλει ἐν προκειμένῳ νὰ διευκρινισθῇ ὅτι ἡ έν θέματι σύλληψις εἶναι πολὺ προγενεστέρα τῆς συγγενοῦς ἐννοίας τοῦ φραπέ. Ἐὰν ἤθελε κανεὶς νὰ ἀναγάγῃ τὸ ὅλον εἰς ὅρους φραπέ, τότε ὁ διαφορισμὸς τῶν δύο ἐννοιῶν θὰ ἦτο «φραπὲ κατ᾿ ἀνάγκην (ἐπὶ κουλαμάρας), καὶ φραπὲ κατ' ἐπιλογήν, ὅπως περίπου λέμε δηλαδὴ business or pleasure.

Assist: οο9οο, μὲ τὸ λῆμμα που να μείνεις κουλός και καυλωμένος

Περιττεύει

Έχω κουραστεί, δε θέλω να εξηγώ, πρέπει εσύ να την παίξεις. (από Galadriel, 12/10/11)

Βλ. και βαράει μαλακία στους κουλούς

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

«Ἀερίζομαι» σημαίνει ἀποβάλλω ἀέρια διὰ τοῦ πρωκτοῦ, συνώνυμο ἀλλὰ ὄχι ταυτόσημον τοῦ πέρδομαι, κλάνω. Τὸ ὗφος τῆς λέξεως εἶναι οὐδέτερο, ἀχρωμάτιστο. Δὲν ἔχει τὴν σοβαροφάνεια τοῦ πέρδομαι, οὔτε θὰ μποροῦσε νὰ χρησιμοποιηθῇ ὅπως τὸ κλάνω· πχ «πάλι ἀερίστηκε ὁ βρωμόκωλος» δὲν στέκει. Χρησιμοποιεῖται στὰ νοσοκομεῖα γιὰ νὰ ἀποφεύγεται κυρίως ἡ ἀμηχανία τῶν ἀσθενῶν, ποὺ ψάχνουν ἕνα κόσμιο τρόπο γιὰ νὰ ποῦν στὸ προσωπικὸ ὅτι τὸ ἔντερο δούλεψε. Τὸ πέρδομαι παρουσιάζει καὶ γραμματικὲς δυσχέρειες.

Στὴν παλαιότερη νοσοκομειακὴ σλάνγκ τὸ «ἀερίζομαι» λεγόταν καὶ περιφραστικά: «Περνάω ἀέρια», τὸ ὁποῖο, παρὰ τὴν κυριολεξία του καὶ τὴν ἁπλότητά του εἶναι σλάνγκ, διότι δὲν λέγεται πουθενὰ ἀλλοῦ καὶ διότι ἀποσιωπᾷ (ἐνόχως) τὸ «διὰ τοῦ πρωκτοῦ μου», «ἀπ' τὴν κωλοτρυπίδα μου», «ἀπὸ τὸ γκρόβερ μου» καὶ ἄλλα ἠχηρὰ παρόμοια.

Ἐνδιαφέρον παρουσιάζει καὶ ἡ τρόπον τινα σχετικὴ καλιαρντὴ λέξις «ἀεραντέρω», μὲ τὴν προφανῆ σημασία «πορδή».

_Πῶς πᾶμε κ. Παπαδόπουλε σήμερα; Ἀεριστήκαμε;
_Ναί, προῐσταμένη μου, δόξα τῷ θεῷ, περνάω ἀέρια κανονικά. Αὔριο ἐλπίζω νὰ βγῶ κιὄλας.
_Μὰ εἶναι πολὺ νωρὶς ἀκόμη γιὰ νὰ πᾶτε σπίτι.
_(Ντροπιασμένα) Μὰ δὲν ἐννοοῦσα ἐξιτήριο, προῐσταμένη μου...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία