Ἡ γυναίκα ἐν γένει, στὰ καλιαρντά. Ἐν συνθέσει προσδιορίζει τὸ εἶδος τῆς γυναικός, πχ ἡρακλομουτζοῦ=κόρη.

Ἔχει πολλὰ ἐνδιαφέροντα παράγωγα. Ἰδιαιτέρως ᾿ἀξιοσημείωτο θεωρῶ τὸ ἡρακλωτά = ἀνάσκελα (δηλ. γυναικεῖα). Τὸ ἀντίθετο λέγεται νορμάλ!

Ἡ ἐτυμολογικὴ συσχέτισις μὲ τὸ Ἡρακλῆς (τὸ προτείνει καὶ ὁ Πετρόπουλος) φαίνεται νὰ σχετίζεται μὲ τὸ δέος πρὸς τὸ ἀρχέτυπο τοῦ ἄλλου ἀπὸ αὐτὸ τῆς γυναικός, ἀλλὰ ἰδίου μὲ αὐτὸ τοῦ κιναίδου, φύλου, δέος τὸ ὁποίο καθορίζει καὶ τὴν φύσι τῆς ὁμοφυλοφιλίας, ὡς διαταραχῆς (κι ἂς μήν τὸ δέχεται πλέον ὁ συνασπισμὸς κιναίδων καὶ συμπαθούντων ποὺ ἔβγαλαν τὸ DSM4).

Ἐπειδὴ ἡ διπλῆ ἀντιστροφὴ φύλου μοῦ προκαλεῖ πρόβλημα κατανοήσεως, ποὺ ἀδυνατῶ νὰ λύσω, προκηρύσσω δημοσία διαβούλευσι γιὰ τὸ θέμα τῆς ἐτυμολογίας.

Ἡ Λίτσα, ἡρακλομουτζοῦ τοῦ μπαρμπα-Γιάννη. (Μετάφρασι: Ἡ Λίτσα, ἡ κόρη τοῦ τάδε...)

Η κυκλαδίτισσα Ηρακλειά (από GATZMAN, 26/10/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Tὸ λουκρητία εἶναι εἶδος κιναίδου καὶ ἀνήκει στὴν ὁμάδα ποὺ παράγεται ἀπὸ τὸ βασικὸ λῆμμα λοῦγκρα. Χαρακτηρίζεται ἀπὸ θηλυπρέπεια καὶ σοβαροφάνεια.

Ἄλλες παραπλανητικὲς παραλλαγὲς εἶναι λουγκρέτα, γκρέτα καὶ γκρέτα γκάρμπο, τὰ ὁποῖα περιέργως δὲν ἀναφέρει ὁ Πετρόπουλος, παρ' ὅτι εἶναι ἀρκετὰ κοινά. Τὸ τελευταῖο λέγεται γιὰ νὰ προσδώσῃ ἰδιαιτέρως ρομαντικὸ ἢ μοιραῖο τόνο στὴν προσφώνησι/χαρακτηρισμό τοῦ κιναίδου.

Ἀπὸ ὀρθογραφικῆς πλευρᾶς, τὰ τρία τελευταῖα θὰ ἔπρεπε ἴσως νὰ γράφωνται μὲ διπλὸ τ, διότι παραπέμπουν στὴν κατάληξι -ette τῆς γαλλικῆς.

.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ἡ κλούβα τοῦ τμήματος ἠθῶν.

Παλαιότερα ἦταν συνηθισμένη βραδυνὴ σκηνὴ περὶ τὴν Ὁμόνοια, Συγγροῦ καὶ ἀλλοῦ, νὰ μαζεύῃ ἡ κλούβα ἐκδιδομένους κιναίδους καὶ πόρνες, προκειμένου νὰ γίνῃ ὑγειονομικὸς ἔλεγχος. Συχνὰ ἔπεφτε καὶ καμμιὰ ψιλή.

Ἀντιγράφω ἀπὸ τὸν Πετρόπουλο:
- Ποὺ νὰ ἀβέλῃ μὲ σὶκ τὸ ποῦλμαν τῆς χαρᾶς καὶ νὰ σὲ τζάσῃ στὸ ρουνάδικο γιὰ ρεβύ, ξεκωλιάρα!
Τουτέστιν:
- Ποὺ νὰ ἐμφανισθῇ σιγὰ-σιγὰ ἡ κλούβα καὶ νὰ σὲ πάῃ στὸ τμῆμα γιὰ ἐπιθεώρησι (ὑγειονομικὴ), ξεκωλιάρα!

Magic Bus - The Who (από allivegp, 15/10/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ταυτόσημον τοῦ γαλλικοῦ chic («κομψός, κομψῶς»).

Ὁ Πετρόπουλος ἀναφέρει ὅτι τὸ σὶκ ἀπαντᾷ μόνον ἐν συνθέσει. Κάτι τέτοιο, παρ’ ὅτι εἶναι συχνό, δὲν εἶναι ἀπόλυτο, καὶ μάλιστα λόγῳ τῆς ἰδιαιτέρας κομψοπρεπείας ὡρισμένης κιναιδομερίδος, καὶ δὴ αὐτῆς ἡ ὁποία ρέπει εἰς τὴν χρῆσι τοῦ ἡδυσμένου λόγου τῆς καλιαρντῆς.

Συχνοτέρα σύνθεσις τὸ μεσίκ («εὐγενικά»), μὲ τὸ μαλακό, μὲ τὸ καλό κττ. Ὑπενθυμίζω ὅτι δὲν ἔχει σχέσι μὲ τὴν διαβάθμισι μεγέθους τῶν πεῶν, ὅπως ἐσφαλμένως ἔχει ἀναφερθῆ εἰς τὸ ἀντίστοιχο λῆμμα.

Κόντρα πασιόζα τζόρνα βιζιτάραμε τάχαμ - δῆθεν λατσαβελὲ τὴν Παλόμα τὴ χειρουργημένη, ποὺ ἄβελε ριτόρνο ἀποκατὲ ἀπὸ Καζαμπλάνκα. Κουλὰ δηλαδή, γιὰ ρεβὺ βιζιτάραμε, ἀλλὰ ἄντε τώρα... Νὰ ντὶκ βουτρὰ ἡ ντάνα, καὶ κατσικανόδεσμο ντεζιντερέ, τρὲ σίκ σοῦ μπενά καὶ λατσοκουλικέ.

Τουτέστιν:
Προχθὲς κάναμε δῆθεν ἐπίσκεψι καλωσορίσματος στὴν Παλόμα τὴ χειρουργημένη, ποὺ ἐπέστρεψε ἀπὸ τὴν Καζαμπλάνκα. Σκατὰ δηλαδή, γιὰ νὰ δοῦμε τί ἔγινε πήγαμε, ἀλλὰ ἄντε τώρα... Νὰ δῇς βυζιὰ ἡ πουστροῦ, καὶ στηθόδεσμο καυλωτικὸ (δηλ. μὲ τρῦπες στὶς θηλές), πολὺ κομψὴ σοῦ λέω καὶ ὡραῖα ψιμυθιωμένη (μακιγιαρισμένη).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μεγαλοπρεπής, μεγαλοπρέπεια, λόγιος, λογιωτατισμός, ἀναλόγως τῶν συμφραζομένων.
Πρόκειται γιὰ ἀσυνήθως χρησιμοποιουμένη λέξι, λόγῳ τοῦ ὅτι ἡ καλιαρντὴ ἔχει ἐν γένει τὸ κέντρο ἐνδιαφέροντός της σὲ διαφορετικὴ θεματολογία. Ἐξ αὐτοῦ τοῦ λόγου, σὲ τέτοιες περιπτώσεις, τὸ νόημα ὁρίζεται μὲ ἀκρίβεια ἀπὸ τὰ συμφραζόμενα.
Τὸ ἔτυμον ἀβέβαιον: Συμπλέκονται μὲ ἀσαφῆ τρόπο οἱ ἔννοιες σίκ (βλ. λ.), ρανζέ (γαλλιστὶ rang=τάξις, κοινωνικὴ θέσις, rangé=τακτοποιημένος, εὐγενής, κόσμιος), ὀριεντὰλ=ἀνατολίτης (ἴσως καὶ μὲ λίγο ἀέρα express orient στὴν ἀτμόσφαιρα;).
Ἡ λέξις ρανζὲ (ἐνίοτε καὶ ρανσὲ ἀπὸ ὀλιγογραμμάτους κιναίδους, βλ καὶ Πετρόπουλο) δίδει τὸ στάτους, ἡ λέξις ὀριεντὰλ τὸ ὗφος, καὶ τὸ σὶκ προσδίδει τὸ λοῦστρο, στὴ σύμπλοκη αὐτὴ ἔννοια τῆς λιάρντας.

Πρβλ καὶ τὸ σὶκ σαλόν=ἁβρότης, εὐγένεια τρόπων, ἀλλὰ καὶ κυριολεκτικῶς, κομψοπρεπὲς σαλόνι.

Πρὰνς πουλοβιδώθηκε ὁ πουρόπουρος τῆς Λουλοῦς· ἐβούελε μαντὰμ μπεναβία μὲ τὴ λουμπέσκω τὴν ἄλλη, ποὺ τὸν σουκροντίκελε. Σταπίκολα μᾶς μπέναψε καὶ ποεζίες. Μποὺτ λατσὸς καὶ σὶκ ρανζὲ ὀριεντὰλ ὁ σκελοσάλιαγκας.

Τουτέστιν:
Παραδίπλα κάθησε ὁ παποῦς τῆς Λουλοῦς· γούσταρε κουβεντοῦλα μὲ τὴν ἄλλη τὴν πούστρα, ποὺ τὸν γλυκοκοίταζε. Μετὰ μᾶς ἀπήγγειλε καὶ ποιήματα. Πολὺ ὡραῖος καὶ λόγιος (διαβασμένος) ὁ γέροντας.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

κίναιδος. Καλιαρντὴ λέξις, διεισδύσασα καὶ στὴν κοινὴ νεοελληνική.

Πιθανὴ ἐτυμολογία ἀπὸ τὸ «κολομπίνα», διὰ παραφθορᾶς. Ὡς γνωστόν, στὰ καρναβάλια, γαϊτανάκια κτλ εἶχαν οἱ κίναιδοι πρωτοκαθεδρία, τοὐλάχιστον πρὸ τῆς «θεσμοθετήσεως» τῶν πουστοπαρελάσεων.

Μερικοὶ νεώτεροι παραπλανητικοὶ τύποι:

  • Λοῦμπα, κατ' ἀναλογίαν τοῦ κουφάλα > κόφα τῆς κουτσαβακικῆς.
  • Λούμπω, παρομοίως, ἀλλὰ μὲ ἐναλλακτικὴ θηλικὴ κατάληξι κατάληξι, κατὰ τὸ Μάρω κλπ.
  • Λουμπέσκω, μὲ ψευδορουμανικὴ κατάληξι.
  • Λουμπουνιά, ἐπὶ τὸ χονδροειδέστερον. Νὰ μή συγχέεται μὲ τὸ
  • λουμπινιά = πουστιά, κυρίως μεταφορικῶς.

Λουμπινίστικα καὶ Φραγκολουμπινίστικα εἶναι τὰ καλιαρντά.

Σημ. Οἱ λέξεις λοῦγκρα, λουγκρέτα, λουκρητία κλπ, ἐνῷ ἔχουν ἴδιο νόημα καὶ ἐπίσης ἀρχίζουν μὲ λου, δὲν φαίνεται νὰ συνδέονται ἐτυμολογικῶς. Τὸ λουκία (μὲ μικρὸ λ) εἶναι ἄσχετο καὶ σημαίνει γυναῖκα ἐλαστικῶν ἠθῶν.

Κυριότερη χρῆσις εἶναι σὲ ἀγοραῖα κραξίματα τοῦ τύπου:

«Ἀλάργα μωρὴ λουμπίνα (λοῦμπα κλπ)»

Τὸν τύπο «λουμπέσκω» ἔχω ἀκούσει μόνο σὲ ἀφηγηματικὸ λόγο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πυροσωλήν, ὁ ὁποῖος παλαιότερα ἐχρησιμοποιεῖτο γιὰ τὴν ἐκκίνησι πετρελαιομηχανῶν θαλάσσης, τύπου Μαλκότση (Πέραμα), Παπαθανάση (Βόλος) κλπ.

Ὁ κύλινδρος τῆς μηχανῆς εἶχε σὲ κάποιο σημεῖο μία τρύπα μὲ βόλτες. Ἐκεῖ βιδωνόταν ἡ μαλαστούπα, δηλ. ὁ μεταλλικὸς πυροσωλήν, ἀφοῦ εἶχε προηγουμένως πυρακτωθῆ σὲ ἀνοικτὴ φλόγα ἢ θράκα. Κατόπιν γύριζαν τὸν στρόφαλο (βολάν ἢ βολάνι) μὲ τὸ χέρι ἢ μὲ μανιβέλα, γινόταν συμπίεσι, ἀνάφλεξι καὶ ἡ πρώτη ἔκκρηξι. Μετὰ ὁ κύκλος ἐπαναλαμβανόταν μὲ τὴ βοήθεια τῆς στροφορμῆς τοῦ στροφάλου.

Ἀθάνατα μηχανήματα καὶ φοβερὰ μεγαλεῖα τῆς τότε ἀνθούσης Ἑλληνικῆς βιομηχανίας. Ὅλοι οἱ ἀνωτέρω χρεωκόπησαν στὴ δεκαετία τοῦ ἑβδομῆντα.

Δὲν ἔχω λεκτικὸ παράδειγμα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παιδεραστής, στὸ Πατρινὸ ἰδίωμα.

Ἡ ἐτυμολογία προέρχεται κατὰ τὴ γνώμη μου ἀπὸ σύγχυσι: Αὐτὸς ποὺ «τρίβει» ἢ «τρίβεται» μὲ τὰ παιδιά, ἐνῷ κανονικὰ εἶναι αὐτὸς «παρὰ τῷ ὁποίῳ διατρίβουσιν οἱ παῖδες», δηλαδὴ ὁ παιδαγωγός.

Ὁ Πανίτσας ἀπ' τὰ Ταμπάχανα (πλατεία λαϊκῆς συνοικίας τῶν Πατρῶν) ἐνδιεφέρετο γιὰ τὴν θέσι τοῦ ἐπιστάτου στὸ σχολεῖο. Σχολιάζει λοιπὸν κάποιος:

- Μὰ μπίτι μινάρηδες εἴστενε μωρέ! Αὐτὸς εἶναι παιδοτρίβης!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σύντμησις (μὲ μετατροπὴ) τοῦ μουνόπανο, ὅταν αὐτὸ χρησιμοποιεῖται ὡς ὑβριστικὸς-ὑποτιμητικὸς χαρακτηρισμὸς προσώπου.

Πρόκειται γιὰ Πατρινὸ ἰδιωματισμό, τὸν ὁποῖον ἔμαθα ἐπὶ τόπου τὴν δεκαετία τοῦ ὀγδόντα, καὶ ὁ ὁποῖος ἐπιβεβαιώθηκε ἐν συνεχείᾳ στὴν καθ' ἡμέραν πρᾶξι ἀπὸ δύο εἰδικευομένους ποὺ εἶχα, μέχρι τὸ 1995.

Ἐπιμελητής: Παναγιώτη, εἶπε ὁ Σόλων (συνειδικευόμενος γιατρὸς μὲ τὸν Παναγιώτη) νὰ κατέβῃς ἐσύ στὰ ἐξωτερικὰ ἰατρεῖα, διότι τὸν θέλει ὁ διευθυντής.
Παναγιώτης: Τὸν θέλει ὁ διευθυντής, τὸ πανί, νὰ μὴ τοῦ γ... τὴν Π..., τὸ σκατόγλειφτα... ...Δὲν πάω πουθενά νὰ τοῦ πῇς. Σιγὰ μὴν κάτσω ἐγὼ νὰ γ...μαι κι αὐτὸς νὰ μινάρῃ. (Μετὰ ἀπὸ λίγο προσθέτει:) Καλὰ ρέ, θἄρθω νὰ σὲ βοηθήσω... (προσθέτει δὲ μουρμουρίζοντας:) Τὸ μουνόπανο...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ἀκρωνύμιο τῶν λέξεων Γαμᾶμε ,τι Βροῦμε κτὸς Πούστηδων.

Στὴ δεκαετία τοῦ ᾿60 στὸ Κολλέγιο Ἀθηνῶν ὑπῆρξε σύλλογος (ἄτυπος φυσικά) μαθητῶν μὲ τὸν τίτλο αὐτόν. Ὁ ΓΟΒΕΠ ὑπῆρξε ἀντίπαλος τοῦ ἄλλου «συλλόγου» τοῦ ἰδίου σχολείου, μὲ τίτλο ΓΟΒ (ἡ ἑρμηνεία περιττεύει). Ὁ ΓΟΒΕΠ ἦταν ἐξ ὅσων γνωρίζω πολυπληθέστερος τοῦ ΓΟΒ.

Πρβλ. καὶ σαβουρογάμης

- Μαλάκες, μετὰ τὸ φαγητὸ θὰ συνεδριάσῃ ὁ ΓΟΒΕΠ. Ἔχουμε νέο μέλος!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία