Στην πρέφα, στο μπουρλότο και στο μπριτζ σημαίνει το κακό παίξιμο με το οποίο δίνουμε στον αγοραστή (τζογαδόρο) μπάζα που δεν την είχε σίγουρη, π.χ. στην πρέφα, αν παίξουμε με τον τζογαδόρο στην άκρη ένα λιμό και αυτός κρατάει Άσσο και ντάμα, «βάζουμε στη μέση» τον συμπαίκτη μας που πιθανόν κρατάει δίφυλλο ή τρίφυλλο ρήγα -και δίνουμε μπάζα στον αγοραστή.

Στο ξερό σου παίζεις, ρε συ; Τού' βγαλες το μάτι!

Να 'σαι καλά ρε άσχετε, μού' βγαλες μάτι.

Καλά ρε μαλάκα, γιατί δεν πιάνεις με τον ρήγα; Αναγκάζομαι να πιάσω τώρα με τον άσσο και αποκλείομαι στα σπαθιά, οπότε του βγάζω μάτι. Τι να σου πω...

Αν παίξω τον άσσο τού βγάζω μάτι, αν παίξω το σπαθί σε βάζω στη μέση, μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα...

Βγήκε Μάτι (από panos1962, 28/10/09)Moshe Dayan (από panos1962, 05/11/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σαν υπονοούμενο εννοείται και το γυναικείο σεξουαλικό όργανο σε συγκεκριμένες εκφράσεις.

Η Δέσποινα; Το δουλεύει καλά το εργαλείο σου λέω.

Κάθε μέρα το δουλεύει το εργαλείο. Μεγάλη πουτάνα.

Η Δέσποινα (από panos1962, 28/10/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χρησιμοποιείται και για να δηλώσει τρακάρισμα αυτοκινήτου ή μηχανής.

Το σουτάρισε το αμάξι ο Γιάννης.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Λευκαδίτικη έκφραση που σημαίνει το φοβερό χασμουρητό.

Κατακλείδι πρέπει να είναι η κάτω γνάθος στα Λευκαδίτικα, οπότε έτσι εξηγείται η έκφραση. Απαντά σε όλα τα πρόσωπα, π.χ. «Ε, βρε μαλάκα, θα σου βγει το κατακλείδι», ή «Δες πως χασμουριέται, θα του φύγει το κατακλείδι» κλπ.

  1. Μπα, σε καλό μου. Θα μου φύγει το κατακλείδι! Τι νύστα είναι αυτή;

  2. Τραβάει κάτι χασμουρητά ο μαλάκας, θα του φύγει το κατακλείδι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Επίσης και παρτούζερ

Ο συμμετέχων, ή η συμμετέχουσα, σε παρτούζα, ο παρτενέρ σε παρτούζα. Να μην συγχέεται με το παρτουζιάρης, που είναι αυτός που επιδιώκει την παρτούζα.

  1. Ο Γιώργος; Αυτός είναι γνωστός παρτουζέρ. Μακριά!

  2. Τη Μαίρη είναι πιο πιθανό να τη γνωρίσεις ως παρτουζέρ, παρά ως καθηγήτρια. Μεγάλη γαμιόλα, σου λέω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σημαίνει τον ξένο, κυρίως τον οικονομικό μετανάστη, Γεωργιανό, Αλβανό, Πακιστανό, Φιλιπινέζο κλπ. Προέρχεται από τα ομώνυμα φροντιστήρια ξένων γλωσσών.

  1. - Τι έγινε ρε Μήτσο, το νοίκιασες το σπίτι;
    - Ναι.
    - Οικογένεια, φοιτητές;
    - Μμμ...
    - Κατάλαβα, ιντερλίνγκουα πάλι.

  2. Πήγαμε Γλαρόκαβο και ήταν πίτα ιντερλίνγκουα. Ελληνικά δεν άκουγες!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το πολύ ψιλό αλεύρι. Υποδηλώνει τον διαλυμένο, τον πολύ κουρασμένο, αυτόν που είναι χώμα.

  1. Δεν θα 'ρθω απόψε. Φαρίνα είμαι...

  2. - Θα παίξουμε άλλο;
    - Ένα στα τρία μόνο, μαλάκα, φαρίνα είμαι.

  3. Είδα τον Αντώνη προχθές. Μάζευε μια βδομάδα τα βαμβάκια. Φαρίνα έγινε...

Ο Αντώνης (από panos1962, 05/11/09)Φαρίνα Γιώτης (από panos1962, 05/11/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στη νεοδημοτική «περήφανος στ' αφτιά». Σημαίνει αυτόν που δεν ακούει καλά, τον βαρήκοο. Η ετυμολογία της έκφρασης δεν είναι ακριβώς γνωστή, αλλά εικάζω ότι οφείλεται στην αύξηση της έντασης της φωνής, οπότε είναι σαν το αυτί να μην δίνει σημασία, να αγνοεί κάποιον που μιλάει με σε κανονική ένταση· θέλει ιδιαίτερη αντιμετώπιση, είναι «περήφανο».

- Πάω στο γενικό να του κάνω παράπονα. Δεν μπορεί να συνεχιστεί άλλο αυτή η κατάσταση.
- Πάνε, αλλά μίλα δυνατά, είναι λίγο περήφανος στ' αυτιά.

Ρε, μη φωνάζετε, σας ακούω! (από panos1962, 17/12/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στους Η/Υ σημαίνει τα άλλ' αντ' άλλων αποτελέσματα που οφείλονται, συνήθως, σε λανθασμένο λογισμικό (βλ. software). Χρησιμοποιείται ενίοτε και ο συγγενής όρος «αρκούδες», που όμως σημαίνει κυριολεκτικά τα τερατώδη ψέμματα, τις ανακρίβειες.

  1. Ρε Μήτσο, έκανα τις ρυθμίσεις τού KDE όπως μου είπες και μου βγάζει αρκούδια. Δε γαμιέται, παλιά μου τέχνη κόσκινο, ξαναγυρνάω σε Gnome.

  2. Μετά την αλλαγή που έκανες στα εκτυπωτικά, η μισθοδοσία βγάζει αρκούδες.

  3. Το σλανγκρ μου έβγαζε αρκούδια χθες, αλλά ήταν το character set. Το γύρισα σε UTF-8 και συνήλθε.

Αρκούδια (από panos1962, 09/11/09)Μετά τις τελευταίες ρυθμίσεις στο Adobe Photoshop (από panos1962, 09/11/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χαρακτηρισμός βρωμερού, οσμηρού πράγματος, εδέσματος, προσώπου ή χώρου. Μπαμπαδιόθεν επιφώνημα άγνωστης προέλευσης ή ετυμολογίας.

  1. Είχε κάτι φαγητά πιφ. Άσ' τα να πάνε, νηστικοί μείναμε.

  2. Ήρθε ο Γιώργος, πιφ. Ο μαλάκας πρέπει να 'χει να λουστεί δυο βδομάδες.

  3. Μιλάμε, πήγα να κατουρήσω κι έφυγα. Οι τουαλέτες είναι πιφ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία