Σημαίνει το πολύ χαμηλό επίπεδο, το επίπεδο που είναι κοντά στο δάπεδο. Βλέπε και σχετικό άι κιου ραδικιού.

  1. - Τους είπα να προσέχουν γιατί κυκλοφορεί ο H1N1 ευρέως και η Κατερίνα μου είπε: «Ποιος Εβραίος;». Άσε, μεγάλε, μιλάμε για επίπεδο-δάπεδο!

  2. - Βγήκα χθες με τη Γιωργία. Κάνει κλαρίνα special, αλλά μην ανοίξει το στόμα της να μιλήσει. Πετάει κάτι κοτσάνες...
    - Α, καλά, επίπεδο-δάπεδο!

καμιά φορά πέφτεις κι απ\' το δάπεδο (από Jonas, 03/11/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σημαίνει αντιλαμβάνομαι τις προθέσεις κάποιου, παίρνω πρέφα, διαβλέπω τις κινήσεις ή τις ενέργειες που πρόκειται να γίνουν, «βλέπω» τις εξελίξεις. Ο όρος χρησιμοποιείται κατά κόρον στα ομαδικά παιχνίδια και δη στο ποδόσφαιρο. Λέμε, π.χ. «ο Νικοπολίδης διάβασε τον Τζώρα και έκανε έγκαιρα την έξοδο».

  1. Ο Μάκης διάβασε τη φάση και γύρισε γρήγορα στην άμυνα, σώζοντας την ομάδα από βέβαιο γκολ.

  2. - Ο Μήτσος χώρισε με την Αφρούλα. Τον έκανε τάρανδο.
    - Εμ, εγώ την είχα διαβάσει αυτήνα. Αφού την έπεφτε σε όλους.

Ο Μήτσος κατά την απουσία της Αφρούλας στη Σκύρο. (από panos1962, 12/11/09)Διαβάζοντας την τρέχουσα οικονομική κατάσταση... (από panos1962, 12/11/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Υπερβάλλω, παρουσιάζω πράγματα, πρόσωπα και καταστάσεις όχι στις πραγματικές τους διαστάσεις, αλλά με τρόπο που συνήθως εξυπηρετεί τους σκοπούς μου.

- Ωχ, μας ζάλισε πάλι ο Σάκης με τις ανοησίες του, έχει γράψει 5 προγράμματα όλα κι όλα και στον νέο διευθυντή το μόνο που δεν είπε ότι έχει μηχανογραφήσει την πτήση στον Άρη!
- Ε, καλά ρε δεν τον ξέρεις τώρα; Κάνει το ζουρνά καΐκι!

(από panos1962, 17/02/13)Καΐκι (από panos1962, 17/02/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση άγνωστης ετυμολογίας και προέλευσης που χρησιμοποιείται όταν όλα πάνε στραβά και ξαφνικά πάνε στραβότερα. Αν, π.χ., την πέσαμε στη γκόμενα του κολλητού μας (επειδή νομίζαμε ότι μας γουστάρει και μας παίζει και είμαστε και λίγο πουτσοκέφαλοι) και φάγαμε χυλόπιτα (είτε επειδή λάθος τα νομίζαμε όλα αυτά που νομίζαμε, είτε από κακοήθεια της ξεμωραμένης), υπάρχει και το χειρότερο: να το σφυρίξει στον κολλητό μας, οπότε... κλάφ' τα Χαράλαμπε!

  1. - Όχι, ρε πούστη μου! Μου κλέψαν το πορτοφόλι!
    - Είχες ταυτότητα και τα τοιαύτα μέσα;
    - Όχι, ρε συ, ευτυχώς! Είχα μόνο 7€, έ ρε γέλια που θα κάνει όποιος το πήρε. Αν είχα ταυτότητα και δίπλωμα, κλάφ' τα Χαράλαμπε.

  2. - Έπιασε φωτιά στα κεντρικά.
    - Ρε μαλάκα, έχουμε τα backup εκεί. Αν κάηκαν, κλάφ΄ τα Χαράλαμπε!

Χαράλαμπος Γαργανουράκης (από panos1962, 05/11/09)Έχασα το πέναλτι. Κλάφ\' τα Χαράλαμπε! (από panos1962, 05/11/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είναι το ρούχο το εξεζητημένο, το πολύ έξαλλο, ή και το πολύ αποκαλυπτικό. Το ρούχο που, τεσπα, δεν συνηθίζεται στην παρέα ή στον κύκλο αυτού που το φοράει, π.χ. αν σε μια παρέα φοιτητριών της αρχιτεκτονικής που ανήκουν κυρίως στον αντιεξουσιαστικό χώρο, εμφανιστεί μέλος της παρέας με φούστα Dolce & Gabbana, δικαίως την υποδέχονται: «καβλώς την Αλέκα με το παπαρεό».

  1. Μαλάκα, πήγα χθες στη Μαίρη που με είχε τραπέζι και φόραγε ένα παπαρεό, αν είστε πέντε φύγετε κι ελάτε μ' άλλους δέκα. Μου βγήκαν τα μάτια σου λέω!

  2. Τι παπαρεό φοράει, ρε συ, ο Σόμπολος; Θα μας τρελάνει ο τύπος!

  3. Πάρε την ξεφωνημένη, παπαρεό που φοράει!

Η Μαίρη (από panos1962, 01/11/09)Πάνος Σόμπολος (από panos1962, 01/11/09)Ξεφωνημένη με παπαρεό (από panos1962, 01/11/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χαλάω κάποιον, ή κάποια, σημαίνει στη λιμανίσια αγοραία αργκό του υποκόσμου το ξεπαρθένιασμα, ή γενικότερα το άγριο ξέσκισμα, το ξεπάτωμα. Βεβαίως ο όρος χρησιμοποιείται και από την «καλή» λεγόμενη κοινωνία, π.χ. «Πα, πα, πα, το χάλασε το κορίτσι μας ο αλήτης», ή «Τον έστειλαν οι γονείς του να σπουδάσει, αλλά τον έμπλεξε στα δίχτυα του ένας ελεεινός, τάχα ζωγράφος, και το χάλασε το παιδί».

  1. - Τα 'μπλεξε μ' αυτόν τον αλήτη το Μπάμπη το μανάβη και δε διαβάζει ντιπ το παλιοκόριτσο.
    - Καλέ, ξέρεις πόσα κορίτσια έχει χαλάσει αυτός; Τράβηξέ την από δαύτον πριν είναι αργά.

  2. - Τι κάνει ο Αντρέας του Νικόλα;
    - Τι να κάνει; Το γύρισε το φύλο. Δεν τα 'μαθες;
    - Άσε, ρε. Τι μου λές; Προπέρσι θυμάμαι που χτύπαγε γκομενάκια στην ψησταριά που δούλευε, στα κάστρα.
    - Ακριβώς! Το αφεντικό του τον χάλασε. Κάθε βράδυ τον πασπάτευε και του ζητούσε να του κάθεται για να μην τον απολύσει.
    - Πω, πω, καημένε Νικόλα, σε λυπάμαι. Κρίμα πάντως το παιδί...

Πήγε να ψωνίσει απ\' το Μήτσο και το χάλασε το κορίτσι ο άτιμος! (από panos1962, 20/11/09)διακορευτής ή περφορατέρ (από allivegp, 20/11/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αποδημώ εις Κύριον, «αναπαύομαι». Η έκφραση πιθανόν να οφείλεται σε χαρακτηριστική σύσπαση των ποδιών του αλόγου κατά την οποία πιθανόν να εκτιναχθούν ένα ή περισσότερα πέταλα. Λέμε ακόμη και «τα τίναξε» (εννοώντας τα πέταλα). Συνήθως λέγεται για άτομα τα οποία δεν έχαιραν ιδιαίτερης συμπάθειας, αλλά αυτό δεν αποτελεί κανόνα.

  1. - Τι γίνεται ρε συ εκείνος ο παλιός διευθυντής του Ταμείου, ο Μανόπουλος;
    - Δεν τα 'μαθες; Τίναξε τα πέταλα, ανήμερα τα Χριστούγεννα. Ε, δεν ήταν και μικρός. Έφυγε πλήρης ημερών, Θεός σχωρέσ' τον.

  2. Είδα τον Γιώργο και μου είπε ότι εκείνος ο ελεεινός ο Μαχαίρας τα τίναξε τελικά.

Τίναξε τα πέταλα (από panos1962, 10/11/09)Τινάζω πέταλα (από panos1962, 10/11/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ιατρική έκφραση που δηλώνει την επιτυχή έκβαση πολύ δύσκολης χειρουργικής επέμβασης, ή την ανάνηψη ασθενούς μετά από μακρά παραμονή σε ΜΕΘ (μονάδα εντατικής θεραπείας).

Κάποιες φορές, συμβαίνει οι χειρουργοί, ή το νοσηλευτικό προσωπικό των ΜΕΘ, να «το γλεντάνε» μετά από μια μεγάλη επιτυχία. Και επειδή δεν υπάρχει τίποτα σοβαρότερο από μια τέτοιου είδους επιτυχία, συνήθως το τραπέζι περιλαμβάνει τα καλύτερα εδέσματα και κατά προτίμηση τα ακριβότερα ψάρια (συναγρίδες, τσιπούρες κλπ). Εκεί οφείλει την ετυμολογία της η έκφραση «θα φάμε ψάρι» που λέγεται, όμως, πολλές φορές και ως ερώτηση, ή και αρνητικά, π.χ. «Θα φάμε ψάρι, λες;», ή «δεν βλέπω να τρώμε ψάρι, δύσκολη περίπτωση».

  1. - Πώς πάει το χειρουργείο, θα φάμε ψάρι;
    - Μάλλον. Ο Τσακιρίδης είναι στις καλές του απόψε. Τα χέρια του έχουν πάρει φωτιά.

  2. - Δεν βλέπω να τρώμε ψάρι με τον Κότζακ. Είναι έτοιμος για απογείωση· τι να κάνεις, είναι και 86 χρονών.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο πολύ δυνατός άνθρωπος. Πρόκειται για κινηματογραφικό, μυθολογικό πρόσωπο από την ταινία «Cabiria» του Παστρόνε (1914). Ο όρος χρησιμοποιούνταν συχνά μέχρι τη δεκαετία του 1960, αλλά τώρα τείνει να εκλείψει.

Σήμερα χρησιμοποιείται κυρίως για πλανόδιους που βγάζουν το ψωμί τους επιδεικνύοντας τη δύναμή τους. Οι παλιότεροι έχουν ακουστά τους μασίστες Παναή Κουταλιανό και Τζιμ Λόντο. Από τους τελευταίους μασίστες ο Σαμψών.

  1. Καλά, μόνος θα τη σηκώσεις τη ντουλάπα; Ο μασίστας είσαι;

  2. Φωνάζει πέντε έξι μασίστες απ' το γυμναστήριο και το γυρίσαν το φορτηγό ανάποδα! Έπαθα πλάκα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αναφέρεται και κομμάτι κουράδας που «ξέφυγε» από λάθος εκτίμηση κλανιάς ή από ανάγκη.

  1. Ω, ρε μαλάκα, πήγα να κλάσω και νομίζω μου 'φυγε κοψίδι. Γαμώ τα σπανάκια μου!

  2. Δεν αντέχω άλλο, θα μου φύγει κανα κοψίδι!

Μάκης Κοψίδης (από allivegp, 30/10/09)Ράλλης Κοψίδης, ζωγράφος και αγιογράφος που μαθήτευσε στον Κόντογλου. Ο Khan λογικά θα τον ξέρει... (από johnblack, 31/10/09)

Β. επίσης εχεκλάνω, χέκλασα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία