Άσχημο ανώμαλο χούι ελαφρώς διεστραμμένων των πενήνταζ, εξήνταζ και εβδομήνταζ. Είναι η πρακτική κατά την οποία επωφελείται κάποιος από την πολυκοσμία και «κολλάει» σε πισινά γυναικεία, ανδρικά ή εφηβικά, με σκοπό τον επιτόπιο αυνανισμό, ή ακόμη και ετεροχρονισμένο, εφόσον οι συνθήκες δεν το επιτρέπουν. Συνήθης τόπος άσκησης του «κολλητηρίου» ήταν τα λεωφορεία, αλλά οι μάστορες του είδους το εξασκούσαν στα πιο απίθανα μέρη (ουρά στο ΙΚΑ, αίθουσες δικαστηρίων κλπ). Απ' όσο ακούω, το φαινόμενο απαντάται, σπανιότερα πάντως, και στις μέρες μας.

  1. Φύγε βρε ανώμαλε μη σου σκάσω καμιά τσαντιά! Πρωί πρωί, πού τη βρίσκεις την όρεξη για κολλητήρι;

  2. - Άσε ρε Λίτσα, μπήκα στο λεωφορείο και μου 'κανε κάποιος κολλητήρι, αλλά είχε τόσο κόσμο που δεν μπορούσα να κάνω τίποτα.
    - Βρε μπας και σ' άρεσε;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Περιπαικτικά η κοιλιά, το σωσίβιο. Κιμπάρης είναι ο άνθρωπος ο έξω καρδιά, ο χουβαρντάς, ο άνθρωπος των απολαύσεων και του γλεντιού. Χαρακτηριστικό τού κιμπάρη είναι συνήθως η κοιλιά, αποτέλεσμα της συγκεκριμένης ιδιοσυγκρασίας. Έτσι κατέληξε η κοιλιά αυτού του είδους να ονομάζεται κιμπαριλίκι.

  1. Ρε Μήτσο, τι κιμπαριλίκι είναι τούτο;

  2. Είδα τον Αντώνη τις προάλλες και μου έδωσε χαιρετισμούς. Έκανε ένα κιμπαριλίκι…

(από panos1962, 12/12/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Καθολική άρνηση επί της αρχής και των άρθρων, που λένε. Σημαίνει ότι αυτό που μας ζητούν δεν πρόκειται να γίνει, το Θεό μπάρμπα να 'χουν, με καμία κυβέρνηση, ούτε με σφαίρες.

  1. - Ρε συ θα μου δώσεις το εργαλείο να το κάνω μια βόλτα;
    - Με τίποτα. Άμα το στουκάρεις πουθενά, θα μου πάρεις καινούργιο;

  2. - Μη μου κάνεις κόνξες, αφού στο τέλος θα πηδηχτούμε.
    - Με τίποτα! Μην κάνεις όνειρα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Υπερθετικός του μπόμπα. Σημαίνει άριστα, τέλεια, απίθανα. Προφανώς αποτελεί συμφυρμό τής μπόμπας με τον Πομπιντού (Ζορζ Πομπιντού: πρόεδρος της Γαλλίας από το 1969 μέχρι το 1974, οπότε και αποδήμησε).

  1. Πήγαμε Βελούχι για τριήμερο και περάσαμε μπομπιντού! Δε σου λέω τίποτα!

  2. Πήραμε καινούριο server και σύνδεση 100Mb μέσω οπτικής ίνας. Μιλάμε, μπομπιντού! Όλα σφεντόνα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σφεντόνα λέμε, πολλές φορές, την πολύ γρήγορη εκκίνηση, ή γενικότερα κάτι που κινείται με ταχύτητα που προσομοιάζει πέτρα την ώρα που εκτινάσσεται από το φερώνυμο όργανο.

  1. Ρε συ, τι είναι αυτός ο Μπολτ; Σφεντόνα έφυγε!

  2. Πέρασε ο Τζάιρο με το Πεζό. Το 'χει πειράξει και πήγαινε σφεντόνα. Θα σκοτωθεί καμιά ώρα ο μαλάκας.

Σφεντόνα (από panos1962, 09/12/09)Σφεντόνα έφυγε… (από panos1962, 09/12/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μπαμπαδίστικη έκφραση που δηλώνει ότι άλλα λέγαμε, άλλα πιστεύαμε, κι άλλα μας ήρθαν.

Π.χ. «Είπαμε να πάμε τον Αύγουστο στο Καλαμίτσι για να αποφύγουμε τον πολύ κόσμο. Εσύ είσαι που το λες;» σημαίνει ότι πιστεύαμε πως τον Αύγουστο θα είχε λιγότερο κόσμο στο Καλαμίτσι, αλλά είχε περισσότερο κι από τον Ιούλιο.

  1. Νόμιζα ότι η Γεωργία ήταν παρθένα. Εσύ είσαι που το λες; Χθες πηδηχτήκαμε κι έγινε χαμός στο πίσωμα, δεν ήξερα από πού να φύγω.

  2. Πήγα στο ΚΕΠ για να τελειώνω γρήγορα. Εσύ είσαι που το λες; Μια ουρά ένα χιλιόμετρο. Έφυγα πάραυτα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

'Ελεεινή ανδρική έκφραση που δηλώνει πληθώρα ευκαιριών για άκρατη σεξουαλική δραστηριότητα: περίσσευμα μουνιών, μουνοθύελλα, που δύσκολα μπορεί κανείς να διαχειριστεί μόνος.

Στην κυριολεξία σημαίνει «δεν προλαβαίνεις να γαμάς, χρειάζεσαι κι άλλες ψωλές».

- Πήγα στη Μήλο τον Αύγουστο, λίγο να ησυχάσω, να ξεκουραστώ. Εσύ είσαι που το λες; Έπεσα σε εκδρομή τρίτης λυκείου με κάτι λυσσάρες από Θεσσαλονίκη, ψωλές να 'χεις να γαμάς!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Περιγράφει όργιο σοδομισμού και γενικότερων πρωκτικών απολαύσεων (τρελά κωλογαμήσια).

Πρόκειται για παραφθορά του μπαμπαδίστικου «χαμός στο ίσωμα» που σημαίνει γενικευμένος χαμός, τρέλα, κατάσταση εκτός ελέγχου.

  1. Ήρθε χθες βράδυ η Ελένη με μια ξαδέλφη της, τι να σου λέω! Οικογένεια γαμιόμαστε! Έγινε χαμός στο πίσωμα

  2. -Ξεσκιστήκαμε χθες με το Γιώργο.
    -Του 'δωσες κώλο;
    -Αν του 'δωσα; Χαμός στο πίσωμα έγινε!

Έτερον κότερον ο "χαμός στο πίσσωμα" (από Vrastaman, 09/12/09)Χαμός στο πίσωμα! (από panos1962, 09/12/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση που χρησιμοποιούμε προς διασκέδασιν γενικευμένης πικρίας μετά από ήττα σε οποιοδήποτε ομαδικό άθλημα. Ευγενής εκδήλωση αποδοχής τής ήττας, συνδυασμένη, όμως, με υποφώσκουσα ενδόμυχη πίστη στην ανωτερότητα της ομάδας μας. Χρησιμοποιείται κατά κόρον σε επιτραπέζια τεχνικά παιχνίδια, όπου η τύχη παίζει πολλές φορές καθοριστικό ρόλο, π.χ. μπριτζ, μπουρλότο, πρέφα, κούπες κλπ. Την μπιρίμπα σκοπίμως δεν την αναφέρω, καθώς δεν πρόκειται για παιχνίδι αλλά για βάναυσο σκότωμα της ελεύθερης ώρας.

Ενίοτε η έκφραση χρησιμοποιείται και στο σκάκι, αλλά μόνο σε παρτίδες blitz· σε παρτίδες πέραν του δεκαλέπτου, η επίκληση της συγκεκριμένης φράσης ως διαλύτου της υπερίσχυσης του αντιπάλου δέον να αποφεύγεται, καθώς μόνον θυμηδίαν μπορεί να προκαλέσει και ουχί μείωσιν καθ' οιονδήποτε τρόπο της δίκαιης και άξιας νίκης του αντιπάλου.

-Άντε, μοίρασε!
-Τι να μοιράσω, ρε παπάρα, αφού βγήκαμε!
-Μήτσο, παίξαμε τίμια και χάσαμε άδικα

Παίξαμε τίμια και χάσαμε άδικα! (από panos1962, 07/12/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είναι ο «πνευστός» που δεν έχει κουρδίσει σωστά το όργανό του· ο τόνος του είναι είτε λίγο χαμηλότερα, είτε λίγο ψηλότερα από το σωστό. Κατά άλλη εκδοχή γράφεται με γιώτα, ψιλοχάμηλος, και σημαίνει ότι το κούρδισμα είναι κατά τι χαμηλότερο από αυτό που πρέπει, κοινώς ψιλοχαμηλότερα.

Η έκφραση χρησιμοποιείται κυρίως για τα πνευστά, καθώς είναι γνωστό ότι είναι δυσκολότερο το κούρδισμα των πνευστών οργάνων, παρά των εγχόρδων· ο «έγχορδος» που δεν έχει κουρδίσει σωστά είναι απλώς φάλτσος ή παράτονος.

Αν και έχω παίξει κλαρινέτο αρκετές φορές με τη μπάντα του Δήμου Θεσσαλονίκης (1980-1982), την έκφραση την άκουσα πρώτη φορά από τον Δημήτρη Βάμβα, πρώτο όμποε της Κ.Ο.Α. στην κυριακάτικη εκπομπή της ΕΤ1 «Μικρά Πορτραίτα» της 6ης Δεκεμβρίου 2009.

Υπενθυμίζω ότι το «κούρδισμα» των πνευστών γίνεται συνήθως με αυξομείωση του μήκους του ηχητικού σωλήνα μετακινώντας κατάλληλα μέρος του σωλήνα. Το όμποε είναι αρκετά «ιδιότροπο» και λόγω της δυσκολίας που παρουσιάζει στο κούρδισμα, χρησιμοποιείται για να δίνει τον τόνο της ορχήστρας (συνήθως 443 Hz για το μεσαίο λα).

Ρε συ, κάτι δεν μου πάει καλά με το δεύτερο φλάουτο.
— Αυτός ο Ευαγγελόπουλος είναι μόνιμα ψηλοχάμηλος!

Δημήτρης Βάμβας (από panos1962, 06/12/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία