Έκφραση που σπάνια χρησιμοποιείται στο πρώτο ενικό, καθώς εκδηλώνει αγανάκτηση απέναντι σε ανθρώπους που μας φέρνουν εκτός ορίων, που εξήντλησαν τα όρια της υπομονής μας, π.χ. ο δάσκαλος μπορεί να πει σε μαθητή που «δεν τα παίρνει»: «Αμάν, βρε παιδάκι μου, εσύ σκας γάιδαρο!», που σημαίνει, «αμάν μ' έσκασες», ή «δεν ξέρω τι άλλο να κάνω με σένα, βρίσκομαι σε απόγνωση» κλπ.

Η φράση έχει να κάνει, προφανώς, με την τεράστια αντοχή και υπομονή του γαϊδάρου. Αν λοιπόν κάποιος καταφέρνει να ζορίσει τόσο πολύ ένα γαϊδούρι ώστε να το «σκάσει», σημαίνει ότι το βγάζει εκτός ορίων, πράγμα που είναι δηλωτικό της φοβερής πίεσης που ασκεί, εφόσον ούτε καν ο γάιδαρος με την παροιμιώδη υπομονή του δεν μπορεί να αντέξει.

  1. - Ο Γιώργος πλακώθηκε χθες με τη Γιωργία. Πάλι τον έπρηξε με τις κουρτίνες που θέλει να αλλάξει.
    - Ε, μα, κι αυτή σκάει γάιδαρο. Αφού ξέρει ότι αυτή την περίοδο γίνεται ο χαμός.

  2. - Μπορείς να μου το ξαναδείξεις πώς μπαίνω στο σλανγκρ;
    - Α, εσύ σκας γάιδαρο!

  3. - Δεσποινάκι, θες να βγούμε απόψε;
    - Α, εσύ σκας γάιδαρο! Αφού σου είπα εκατό φορές. Δε γουστάρω να βγούμε. Μη με ξαναρωτήσεις.

Μ\' έσκασες! (από panos1962, 15/11/09)Άσχετο... (από panos1962, 15/11/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στην πρέφα, στο μπουρλότο και στο μπριτζ σημαίνει την αποτυχία της αγοράς.

  1. Πόσα ατού παίζεις, ρε μαλάκα; Μέσα είμαι!

  2. Πώς μπήκαμε μέσα, ρε συ; Τέσσερα ατού και δυο άσους είχα...

  3. Την έμπηξες μέσα την αγορά, παίζω και τα σπαθιά σου!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο σπιρτόζος, ο ορεξάτος, ο σκαμπρόζος.

Χρησιμοποιείται συνήθως σε χαιρετισμό, όπως το «όμορφος» ή το «μεγάλος». Για γυναίκα είναι καλό να αποφεύγεται, καθώς το να πεις «Γεια σου καβλιάρα μου», δεν είναι πρέπον και μπορεί να παρεξηγηθεί, ενώ το «Γεια σου καβλιάρη μου» είναι ok!

Στην κυριολεξία σημαίνει τον έχοντα ερωτική διάθεση, ή, ακόμη κυριολεκτικότερα, αυτόν που είναι με το όργανο σηκωμένο και «ετοιμοπόλεμος».

Τι έγινε ρε καβλιάρη;

Πού' σαι ρε καβλιάρη;

Είδα τον άλλο τον καβλιάρη προχθές και μού' πε να σου πω να πας να χεστείς!

Θεός Πάνας (από panos1962, 30/10/09)

Βλ. και καυλιάρης

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Περιπαικτικά η κοιλιά, το σωσίβιο. Κιμπάρης είναι ο άνθρωπος ο έξω καρδιά, ο χουβαρντάς, ο άνθρωπος των απολαύσεων και του γλεντιού. Χαρακτηριστικό τού κιμπάρη είναι συνήθως η κοιλιά, αποτέλεσμα της συγκεκριμένης ιδιοσυγκρασίας. Έτσι κατέληξε η κοιλιά αυτού του είδους να ονομάζεται κιμπαριλίκι.

  1. Ρε Μήτσο, τι κιμπαριλίκι είναι τούτο;

  2. Είδα τον Αντώνη τις προάλλες και μου έδωσε χαιρετισμούς. Έκανε ένα κιμπαριλίκι…

(από panos1962, 12/12/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παρόμοιο με το «μαλλί βαμβάκι, ψωλή φαρμάκι» ή το «μαλλί χιόνι, ψωλή κανόνι» κλπ. Σημαίνει τον μη μαρασμό του πέους (πούτσα) παρόλο που τα γένια ασπρίσαν. Πάντως είναι καλό να αποφεύγονται παρόμοιες εκφράσεις, καθώς μπορεί να μας εκθέσουν στην πράξη.

  1. - Ρε συ Μήτσο, πόσα χρόνια; Άσπρισε το μούσι σου, ρεεε!
    - Άσπρα γένια, πούτσα σιδερένια, ξάδερφε! Εσύ, πώς είσαι;

  2. - Αυτός είναι χούφταλο. Τι να σου κάνει;
    - Μην το λες. Άσπρα γένια, πούτσα σιδερένια!

Ράντοβαν Κάρατζιτς  (από panos1962, 31/10/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

ανπιστεύταμπλ, ανπιστέφταμπλ

Ο απίστευτος, ο άπαικτος, ο ανπαίκταμπλ. Το λέμε όταν κάποιος κάνει κάτι απίστευτο ή ακατόρθωτο.

Προέρχεται από το αγγλικό στερητικό un και την ελληνική λέξη απίστευτος. Κανονικά η λέξη θα έπρεπε να γράφεται με «ευ» αντί του «φ», αλλά είναι κάπως δυσανάγνωστη, γι' αυτό το λόγο συνηθίζεται να τη γράφουμε με «φ».

Τι έκανε, ρε μαλάκα, το άτομο; Ανπιστέφταμπλ!

βλ. και ανπιστεύαμπλ, unpisteftable, unpisteutable, απιστεύταμπολ και το συγγενές καταπληκτικμάν. Δες και ανπιστεύταπολ στο cySlang.com.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο λιμοκοντόρος, ο ψευτοδανδής, ο γυφτοπρόξενος. Το λέμε για άνθρωπο που είτε καμαρώνει ως μπαστούνι ενώ δεν θα έπρεπε, είτε για βλάχο (με την καλή έννοια του τσέλιγκα, του βουκόλου, του ανθρώπου της υπαίθρου γενικότερα) που, όμως, εννοεί να συμπεριφέρεται ως δανδής, χαρακτηριστικό του οποίου αποτελούσε, τα παλιότερα χρόνια, το μπαστουνάκι με ακριβή λαβή, κατά προτίμηση από ακριβό υλικό (ασήμι, χρυσό, ελεφαντόδοντο κλπ).

Χαρακτηριστικά παραδείγματα από το χώρο της πολιτικής αποτελούν οι γόνοι της δυναστείας Καραμανλή που διετέλεσαν πρωθυπουργοί (Α και Β), ο γείτονας Ταΐπ Ερντογάν και παλιότερα ο Ευάγγελος Αβέρωφ, ο οποίος ενώ ήταν κατά βάση τυρέμπορας και κρασέμπορας, προσπαθούσε να παρουσιάσει μια εικόνα αριστοκράτη και μάλιστα ο συγκεκριμένος λανσάριζε και το σχετικό μπαστουνάκι, το οποίο εναλλασσόταν με την ποιμενική γκλίτσα. Άλλη τέτοια περίπτωση αποτελεί ο Βύρων Πολύδωρας, ο οποίος πιστεύει ότι βρίσκεται στον ίδιο αστερισμό με τον Κώστα Αξελό, τον Κορνήλιο Καστοριάδη, τον Χρήστο Γιανναρά και άλλους αριστοκράτες του πνεύματος, αλλά κατ' ουσίαν παραμένει καράβλαχος.

Δ.Π.: Αυτοκτονημένος

  1. Στη συνδιάσκεψη των Βρυξελών ξεχώριζαν ο Καραμανλής και ο Ερντογάν ως μπαστουνόβλαχοι.

  2. - Τον είδες το Μήτσο; Τι φοράει, ρε μαλάκα, το άτομο; Γιλέκο χωρίς γραβάτα!
    - Μπαστουνόβλαχος!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Από το χώρο του ποδοσφαίρου, σημαίνει το να ντριμπλάρω κάποιον, να τον κάνω χαζό. Ο όρος καθιερώθηκε από τον Νίκο Αλέφαντο. Πράγματι, δεν είναι σπάνιες οι φορές που έχουμε ακούσει τον εν λόγω προπονητή να περιγράφει εξαιρετικά ντριμπλαρίσματα με τις φράσεις «τον ζωγράφισε», ή «τους ζωγράφισε όλους», ή «τον εζωγράφισε» κλπ.

Παρ όλ' αυτά ο όρος χρησιμοποιείται και για το κατσάδιασμα, η το μπινελίκωμα. Λέμε, π.χ. «άσε τον φώναξε ο γενικός και τον ζωγράφισε». Ουσιαστικά, όμως, πρόκειται για την ίδια λειτουργία, καθώς και στις δυο περιπτώσεις έχουμε επιβολή της υπεροχής με μη προσχηματικό, αλλά μάλλον με κραυγαλέο τρόπο.

  1. - Πω, ρε μαλάκα. Είδες πώς τους πέρασε όλους;
    -Τους ζωγράφισε.

  2. - Τι σου είπε η Μαίρη; Τσαντισμένη την άκουσα.
    - Άσε, με ζωγράφισε και είχε και δίκιο. Είχαμε ραντεβού χθες και την έστησα.

Νίκος Αλέφαντος (από panos1962, 12/11/09)Ο Πελέ "ζωγραφίζει" (από panos1962, 12/11/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση που δείχνει επιφυλακτικότητα, έλλειψη πίστης, αβεβαιότητα και ανασφάλεια. Λέγεται όταν μας ζητούν να εμπιστευτούμε κάποιο πρόσωπο το οποίο δεν γνωρίζουμε, χωρίς να υπάρχει κανένα εχέγγυο, καμία εγγύηση, ή απόδειξη για την αξιοπιστία του συγκεκριμένου προσώπου. Ούτως ειπείν, η έκφραση δεν στέκεται ποτέ μόνη της, αλλά πάντα δηλώνει αντίθεση.

Η έκφραση προήλθε από την πιθανότητα (ή την ελπίδα) να αλλάξουμε ξαφνικά φύλο, κι από 'κει που τον δίναμε ν' αρχίσουμε ξαφνικά να τον παίρνουμε ή τανάπαλιν. Σημαίνει δηλαδή, στην κυριολεξία, «ρε φίλε, εγώ δεν ξέρω αύριο αν θα το γυρίσει το φύλο ο κώλος μου, κι εσύ μου ζητάς να εμπιστευτώ αυτόν τον άγνωστο;» Δηλαδή δεν ξέρω τι κόλπα θα μου κάνει κάποιος τόσο κοντινός μου, όπως είναι ο κώλος μου, και μου ζητάς να εμπιστευτώ κάποιον άγνωστο;

  1. - Ο Γιώργος, ξέρεις, ο γκόμενος της Γιώτας, ανοίγει μαγαζί και ψάχνει λεφτά. Να του δανείσουμε 5.000€;
    - Τι λε, ρε μαλάκω,; Τον ξέρουμε κι από χθες;
    - Καλό παιδί φαίνεται, του έχω εμπιστοσύνη.
    - Εγώ δεν έχω εμπιστοσύνη στον κώλο μου, το Γιώργο θα εμπιστευτώ; Ας δανειστεί απ' τη Γιώτα.

  2. - Εσείς εμπιστεύεστε τη νέα κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ;
    - Ρε κοπέλα μου, εγώ δεν εμπιστεύομαι τον κώλο μου, την κυβέρνηση θα εμπιστευτώ;

Να τον εμπιστεύομαι τον κώλο μου, ή όχι; (από panos1962, 25/11/09)Δεν έχω εμπιστοσύνη ούτε στον κώλο μου, πα να κλάσω και χέζομαι... (από Galadriel, 18/02/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Δεν γνωρίζω, ομολογώ, την ετυμολογία, αλλά σημαίνει το αδιέξοδο, την κακοτοπιά, την απροσδόκητα δυσάρεστη έκβαση των πραγμάτων.

Σχεδόν πάντα συντάσσεται με το «Πέσαμε σε» και σπανιότερα με το «Πω πω».

  1. - Καλά, ρε συ, ούτε ένα καρό δεν έχεις;
    - Άσε, μεγάλε, πέσαμε σε λούμπα!

  2. - Πήγαμε να τους μαδήσουμε και μας πήραν τα σώβρακα!
    - Χα, χα! Πέσατε σε λούμπα!

  3. - Την πάω με τα πολλά στο σπίτι και πώς πάω να βάλω το χέρι μου, πιάνω κάτι σαν π... Άσε, τρελάθηκα, μαλάκα.
    - Ω, ρε λούμπα! Άλλη φορά να προσέχεις με «ποιες» κάνεις παρέα!

Σύμφωνα με Τριανταφυλλίδη (και Μπαμπινιώτη, και Μπαμπινιώτη...), από το αλβανικό luba (λάκκος).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία