Λέγεται σε περίπτωση που έχουμε να δούμε κάποιον πολύ καιρό. Δεν είναι γνωστή η προέλευση της έκφρασης, αλλά πιθανόν να προέρχεται από το κλάμα που ρίξαμε όσο αυτός/η έλειπε· πάντως, το αν μαυρίζουν τα μάτια με το κλάμα είναι κάτι που παίζεται επιστημονικώς.

  1. Πού είσαι χαμένος, ρε Μάνο; Μαύρα μάτια κάναμε να σε δούμε!

  2. - Πού είναι αυτό το μουνί; Μαύρα μάτια.
    - Δε γαμιέται ο μαλάκας. Μπορεί να λείψει άλλους εννιά μήνες;

  3. Ο BuBis φεύγει αύριο. Μαύρα μάτια θα κάνουμε να τον δούμε πάλι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το λέμε όταν κάνουμε λαθεμένες επιλογές. Η φράση οφείλεται στην μέτρια ποιότητα του κρέατος της περιοχής του λαιμού (σβέρκος), οπότε σημαίνει ότι αυτό που ψωνίσαμε, αυτό που επιλέξαμε, δεν ήταν η καλύτερη επιλογή που μπορούσαμε να κάνουμε.

Πρόκειται για κλασική έκφραση, η οποία δεν ανταποκρίνεται στη σημερινή πραγματικότητα. Πράγματι, στις μέρες μας ο σβέρκος δεν θεωρείται κρέας κακής ποιότητας, αλλά στα παλιότερα χρόνια, που η χοληστερίνη δεν αποτελούσε ρυθμιστικό διατροφικό παράγοντα, δεν έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης.

  1. - Είπα στον καινούριο που προσέλαβες προχθές, να πάει να κάνει φωτοτυπίες και μου είπε: «Γιατί να πάω εγώ;»
    - Κατάλαβα, ψωνίσαμε από σβέρκο.

  2. Το αμάξι που πήρα από τον Παναγιώτη καίει λάδια, γαμώτο. Πάλι ψώνισα από σβέρκο.

  3. - Ο εργολάβος που δώσαμε το οικόπεδο αντιπαροχή μπήκε φυλακή και μας άφησε με ένα κάρο χρέη και το σπίτι μισό.
    - Ψωνίσατε από σβέρκο δηλαδή...

Τα μέρη του χοιρινού κρέατος. (από panos1962, 19/11/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέγεται ως απάντηση στην επιφώνηση «σκατά!» η οποία χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει σκατοκατάσταση.

Η ατάκα πρέπει να είναι άμεση και ευγενική· αν δεν προλάβετε να απαντήσετε άμεσα, μην το επιχειρείτε καθόλου, θα γελάσουν όλοι μαζί σας. Αφήστε το να περάσει και την επόμενη φορά να έχετε το νου σας!

  1. - Όχι, ρε πούστη μου, τρία λιμά σπαθιά σήκωσα. Σκατά!
    - Καλή όρεξη...

  2. - Πήγα να καθαρίσω το registry και μπερδεύτηκαν τα σώβρακα με τις φανέλες. Τα 'κανα σκατά!
    - Καλή όρεξη!

Καλή όρεξη! (από panos1962, 03/11/09)Γερμανικό λουκάνικο με αφρικανικό τυρί. (από panos1962, 21/11/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εκ των χύσαμε και όλοι. Ηχοποίητη λέξη με προφανές σεξουαλικό περιεχόμενο.

Σημαίνει συνήθως εδέσματα ή ποτά άθλιας ποιότητας.

- Χθες βράδυ μας είχε τραπέζι η Γεωργία.
- Τι σας τάισε;
- Χυσαμόλι! Τι να μας ταΐσει ρε μαλάκα αυτή; Την ξέρεις να μαγειρεύει;

- Μμμμ, πείνασα. Έχει τίποτα;
- Ναι, άνοιξ' το ψυγείο, έχει χυσαμόλι! Τι να 'χει μωρή μαλάκω, αφού δε μαγείρεψες τίποτα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το ρεμάλι, το μούτρο, ο αληταράς. Λέμε και «χαμένο κορμί», αλλά το «ρούχο» ακούγεται αλλιώς.

  1. -Καλός είναι ο νέος γενικός;
    -Έχω ακούσει ότι είναι χαμένο ρούχο. Πρόσεχε!

  2. -Πήγα στην Εφορία, μπαίνοντας δεξιά, κι ούτε λίγο ούτε πολύ, μου ζήτησε λεφτά ο αρχίδας!
    -Τον ξέρω αυτόν, είναι χαμένο ρούχο.

Lost Bodies, Σωλήνες. (από patsis, 02/05/10)Σωκράτης Μάλαμας, Θανάσης Παπακωνσταντίνου, Χαμένο ρούχο. (από patsis, 02/05/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σημαίνει τσιμουδιά, ησυχία. Το λέμε όταν θέλουμε να επιβάλουμε σιωπή σε θορυβώδη ομήγυρη (σχολική τάξη, στρατιωτικός θάλαμος κλπ), ή σε φλύαρο (ή αυθάδη) συνομιλητή. Πρόκειται για κλασσικότατη έκφραση που η χρήση της χάνεται στα βάθη του χρόνου. Μάλλον οφείλει την ετυμολογία του στην συμπροφορά των άφωνων (άηχων) «κ» και «χ».

  1. Μη κάνεις κιχ! Θα μας ακούσουν.

  2. Κιχ! Σκασμός, κωλόπαιδα!

  3. Τον πήρε απ' τον κώλο και δεν έβγαλε κιχ. Μεγάλη πουτάνα.

(από panos1962, 20/11/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Προφέρεται γαλλιστί «αμπζολεμάν ντε λα μουνικλασιόν», είναι προφανώς ηχοποίητη έκφραση και σημαίνει «του κώλου τα εννιάμερα», ή «κλάιν μάιν», ή, ακόμη, «γάμησέ τα», ή «χεσ' τα κι άσ' τα» κλπ. Πάντως, σε αντίθεση με αυτές τις αγοραίες εκφράσεις, δείχνει άνθρωπο εξευγενισμένο, πιο μορφωμένο, με κάποιο επίπεδο.

Λέγεται όταν θέλουμε να απαξιώσουμε κάποιο πρόσωπο ή κατάσταση, ή όταν τα πράγματα δεν μας βγαίνουν, ή περιπλέκονται σε βαθμό που δεν μπορούμε να τα αντιμετωπίσουμε.

  1. - Είδα τη Μαίρη και μου είπε ότι σας είδε αγκαλιά με τη γυναίκα τού Αλέκου.
    - Absolemand de la municlasion! Το γαμήσαμε τη μάνα!

  2. Ο Νίκος πάει Μπαλί και Ταϊλάνδη. Absolemand de la municlasion, βρακί δεν έχει ο κώλος μας η τσουτσού καπέλο θέλει.

  3. Όλο το τριήμερο θα βρέχει. Absolemand de la municlasion!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέγεται για κάποιον που είναι υπερβολικά λεπτολόγος και σχολαστικός. Πράγματι, λόγω του μικρού του μεγέθους, η μόνη ενδεδειγμένη μέθοδος για να σκοτώσει κάποιος έναν ψύλλο, είναι η σύνθλιψη. Το να προσπαθεί, λοιπόν, κανείς να σκοτώσει τον ψύλλο με τη μέθοδο της σφαγής, αποτελεί ξεκάθαρη ένδειξη ατόμου που λεπτολογεί πέραν του δέοντος, ατόμου σχολαστικού σε βαθμό να γίνεται γραφικός.

- Έδωσα τον ισολογισμό στον Καραδήμο για να κάνει έναν γρήγορο έλεγχο και μου είπε ότι οι κρατήσεις έπρεπε να είναι 13.768.832,92€ και όχι 13.768.832,89€. Μιλάμε τώρα για 3 λεπτά στα 14 εκατομμύρια!
- Καλά, τι περίμενες; Αυτός σφάζει τον ψύλλο στον αυχένα!

Βοήθεια, θα με σφάξει! (από panos1962, 17/11/09)Τώρα είναι καλύτερα νομίζω... (από Jim Blondos, 18/11/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κυριολεκτικά πεθαίνω από έρωτα, λιώνω από κάβλα. Λεξιπλασία δικής μου έμπνευσης - έτσι πιστεύω τουλάστιχον - μέσα απ' τη ζωή βγαλμένη. Διακαής και επώδυνος πόθος, τον οποίο, λίγο πολύ, όλοι τον έχουμε γευτεί, όπως λέει και το σχετικό άσμα.

  1. - Πώς πας με τη Σούλα; Ακόμη καψούρης;
    - Μόνο καψούρης; Τη σκέφτομαι και καβλιώνω...

  2. - Είδα τον Αλέκο και μου φάνηκε λίγο χάλια. Τρέχει τίποτα;
    - Καψουρεύτηκε μια μαθήτριά του, ο μαλάκας. Καβλιώνει ο καημένος.

(από panos1962, 22/11/09)Καυλιώνει για την πάρτη του η γλυκιά μου... (από vikar, 02/02/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση που χρησιμοποιούμε για να διακόψουμε κάποιον που επιδίδεται σε ασύστολα ψεύδη, ή τερατολογίες. Η φράση είναι από γνωστό ανέκδοτο στο οποίο, ένας κυνηγός διηγείται σε άλλους τη μάχη του με μια αρκούδα σώμα με σώμα (αν είναι δυνατόν). Οι υπόλοιποι κυνηγοί, όμως, δείχνουν συνεπαρμένοι και ρωτάνε ολοένα: «Και μετά, και μετά;». Οπότε ο ψευταράς λέει κι άλλα ψέμματα, κι άλλα, κι άλλα, ώσπου έχει φτάσει στη φάση που η αρκούδα τον έχει βάλει κάτω και έχει ανοίξει το φοβερό της στόμα μια πιθαμή απ' τη μύτη του. Οπότε:

- Και μετά, και μετά;
- Ε, μετά, μ' έφαγε! Ρε τι μαλάκες είστε εσείς;

Κατά το αράδιασμα λοιπόν ασύστολων ψευδών, μπορούμε να διακόψουμε τον αφηγητή λέγοντας: «και μετά μ' έφαγε». Η φράση μπορεί να ειπωθεί και στην περίπτωση ακατάσχετης παπαρολογίας ή μπουρδολογίας. Αν ούτως ειπωθεί, συνεχίζουμε αμέσως με άλλο θέμα, απαξιώνοντας τελείως τον παπαρολόγο και τα λεγόμενά του.

- Πήγα στην ξαδέρφη της Μαίρης να της δώσω τις σημειώσεις της Βιολογίας. Μαλάκα, έπαθα πλάκα! Μου ανοίγει με το μπουρνούζι, και τί μου λέει νομίζεις;
- Τι;
- «Θα έρθεις μέσα που 'παίζουμε' με δύο φίλες μου;» Να μη σου πω τι έγινε. Παρτούζα ολκής. Τρελάθηκα στο γαμήσι. Και μετά, ήρθαν κι άλλες...
- Ναι, και μετά μ' έφαγε! Βρε δε με παρατάς πρωί πρωί;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία