Το σωστό είναι: αλάργα, το αντίθετο του απίκο.
- Δεν βγήκαμε στο νησί, το καράβι έριξε άγκυρα αλάργα.
Το σωστό είναι: αλάργα, το αντίθετο του απίκο.
- Δεν βγήκαμε στο νησί, το καράβι έριξε άγκυρα αλάργα.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Το πολύ δυνατό κλιματιστικό, αυτό που δημιουργεί πολικό κλίμα. Προέρχεται απο την αρκούδα και το air-condition, σε σύμπτυξη.
- Είχε βάλει στο αμάξι το αρκουδίσιον στο φουλ, ο μπαγλαμάς, και το δαγκώσαμε μέχρι να φτάσουμε.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Προέρχεται απο τις ηλικιωμένες ανύπαντρες γυναίκες. Μεταφορικά, οι οπαδοί του Ηρακλή Θεσσαλονίκης, αφού είναι ο παλιότερος ποδοσφαιρικός σύλλογος στην Ελλάδα. Εξού και «γηραιός».
- Το φανταστήκαμε πως θα μας περιμένουν οι γεροντοκόρες στο σταθμό, γι' αυτό και είχαμε κρύψει τα κασκόλ και τις σημαίες. Ούτε που μας πήρανε χαμπάρι!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ο κασμάς είναι αγροτικό εργαλείο, ο γκασμάς είναι άτομο αργόστροφο, που το μυαλό του δουλεύει με κάρβουνο.
-Χίλιες φορές σου τόχω πει, αλλά είσαι τελείως γκασμάς. Ήτανε κουβέντα αυτή που πέταξες μπροστά στον άνθρωπο;
Βλ. και γκαζμάς
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Το σωστό είναι Ελεεινίδα, απο το ελεεινή και Ελληνίδα. Το ζουμί, προφανές: μια ελληνίδα για φτύσιμο, απαράδεκτη.
- Αυτήν αποκαλείς κυρία; Δεν ξέρεις τι σου γίνεται, πρόκειται για ελεεινίδα κατωτάτου.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Γνωστή και σαν μουνοθύελλα.
- Είχε καθόλου γκομενίτσες στο «La hoja»;
- Μόνο είχε; Σκέτη θεομουνία ήτανε. Όλα τα ποτά πάνω μου τα έχυσα για να κοιτάω.
Λέξεις για το συνωστισμό αντρών: αρχιδάλωνο, αρχιδαριό, αρχιδόκαμπος, καψιμί, λοσταρία, πουτσοπανήγυρος, πουτσοσπορά, πουτσοχώραφο, σβερκαρία, τίγκα στο αρχίδι, τσατσάρα, ψωλαρία, ψωλοχώρι.
Λέξεις για το συνωστισμό γυναικών: Αιδοίον πέλαγος, ακατάσχετη μουνορραγία, θεομουνία, μουνόβραση, μουνοθύελλα, μουνοκαλύβα, μουνόλακκος, μουνοπλαγιά, μουνοπλημμύρα, μουνώνας, μπαζοκαταιγίδα, μπουλογιόλι, του μουνιού το πανηγύρι, moon storm.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Προέρχεται απο το Κέντρο Ψυχαγωγίας Μονάδος (=ΚΨΜ) του στρατού. Σημαίνει μέρος όλο άντρες.
- Πάμε να βρούμε τον Τάσο στο "Mama's". - Σιγά μην πάμε να κλειστούμε Σαββατιάτικα στο καψιμί.
Λέξεις για το συνωστισμό αντρών: αρχιδάλωνο, αρχιδαριό, αρχιδόκαμπος, καψιμί, λοσταρία, πουτσοπανήγυρος, πουτσοσπορά, πουτσοχώραφο, σβερκαρία, τίγκα στο αρχίδι, τσατσάρα, ψωλαρία, ψωλοχώρι.
Λέξεις για το συνωστισμό γυναικών: Αιδοίον πέλαγος, ακατάσχετη μουνορραγία, θεομουνία, μουνόβραση, μουνοθύελλα, μουνοκαλύβα, μουνόλακκος, μουνοπλαγιά, μουνοπλημμύρα, μουνώνας, μπαζοκαταιγίδα, μπουλογιόλι, του μουνιού το πανηγύρι, moon storm.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Και κλαπαρχίδης.
Αυτός που (συνήθως λόγω ηλικίας) έχουν κρεμάσει τ' αρχίδια του, με αποτέλεσμα, όταν περπατάει γυμνός να χτυπάνε παλαμάκια!
Μεταφορικά, ο ανίκανος (όχι μόνο σεξουαλικά), ο άχρηστος.
-Τι να μας πει μωρέ ο κλαπαρχίδας, σάμπως μπορούσε να κάνει κάτι;
Δες και κλαπανάρας.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Κότα λειράτη (απο το λειρί), πολύ δειλός.
-Μόνο κότα; Κότα λειράτη σου λέω, μεγάλος χέστης.
Βλ. και κλάνας, κατουρλής, ο, μπουγατσόφλωρος, κουραμπιές, χεσμεντέν, χεζμεντέν, ζάζος
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Η μεγάλη αναστάτωση, το μπέρδεμα. Η λέξη «κουλουβάχατα» προέρχεται από την Αραβική έκφραση «Kullu Wahad» η οποία σημαίνει «όλα ένα».
Να τη διώξεις αυτή τη καθαρίστρια. Μου κάνει κουλουβάχατα τα πράγματά μου, η μπετούγια.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!