Λαμιώτικη λέξη, κετσές λέγεται το στουπί, και πιο μεταφορικά το χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε τα πολύ μπερδεμένα, απεριποίητα μαλλιά.

Τα μαλλιά μου είναι σαν κετσές, δεν πρόλαβα να χτενιστώ το πρωί.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κούληδες ονομάζονται οι ένστολοι σερβιτόροι των catering.

Πού είναι ο Κούλης με τις σαμπάνιες;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ολοκληρωμένη εκδοχή του πολυαγαπημένου βορειοελλαδίτικου κλάιν μάιν.

Κλάιν μάιν ον δε λάιν.

(Αποτελεί πρόταση με ολοκληρωμένο νόημα, σπάνια χρησιμοποιείται μέσα σε άλλη πρόταση και «στέκεται» μόνη της σαν έκφραση).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

All Men Are Bastards.

A.M.A.B.

Με βιολογικά εχέγγυα (από Vrastaman, 02/11/09)

Βλ. και όλα τα γουρούνια έχουν την ίδια μούρη

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Θεσσαλική λέξη, σημαίνει «μήπως», με την αρνητική έννοια της λεξεως. Το «σάματι» δεν χρησιμοποιείται σε καταφατικές προτάσεις, χρησιμοποιείται σε ερωτηματικές προτάσεις που δηλώνουν άρνηση, δισταγμό, έλλειψη πιθανότητας κλπ.

  1. Δεν παίρνω ομπρέλα μαζί μου, σάματι πρόκειται να βρέξει;

  2. Πού να ξέρω τι ώρα θα έρθουν, σάματι πήραν κανένα τηλέφωνο να μου πουν;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η πουτάνα με άλλα λόγια...

ΟΥ ΜΩΡΗ ΓΚΟΝΤΩΣΤΡΑ!!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο τελείως βλάκας, ο αθεράπευτα βλάκας, ο ανίατος βλάκας.

Ρε εισαι τελείως αγκαούγκας;;;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο μπάφος στα ποδανά.

«Γιατί έχει κέφια ο Drogba και φέρνει βόλτες ο φοσμπά».

(από Khan, 21/05/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο μαλάκας στην... καθαρεύουσα...

Με όλο το σεβασμό που σας έχω, κύριε, πιστεύω ότι είστε μεγάλος ενδοπαλαμικός πεοταλαντευτής!

Δες ακόμη παίκτωρ πουλακίου, πεοκρούστης.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ρήμα που προέρχεται από τη λέξη ματσούκι, που σημαίνει ξύλο. Ματσουκώνω κοινώς σημαίνει δέρνω, παίζω ξύλο.

  1. Θα σε ματουκώσω.

  2. Ματσουκωθήκανε άσχημα.

(από Vrastaman, 02/11/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία