Το παλάγκο είναι ένας μηχανισμός με τροχαλίες που χρησιμοποιείται στα πλοία για φορτοεκφορτώσεις σύμφωνα με τη βικιπαίδεια. Η λέξη αναφέρεται στο μηχανισμό που μπαίνει η αλυσίδα, αλλά και γενικότερα στο όλο σύστημα που βρίσκεται στα περισσότερα πλοία του Π.Ν. για την εύκολη τοποθέτηση της βοηθητικής βάρκας στο νερό.

παλάγκοπαλάγκο παλάγκο σε πλοίο

Πιθανώς λόγω του τρόπου που περνά η αλυσίδα μέσα από την τροχαλία ούτως ώστε να μπορεί να μπορεί εύκολα να σηκωθεί πολύ βάρος, προκύπτει το ρήμα παλαγκώνω το οποίο είναι το ακριβές αντίστοιχο του χώνω του Ε.Σ., όπου κάποιος ανώτερος ρίχνει κάποιο μπαλάκι σε κάποιον κατώτερο.

- Πού πας ρε στραβόγιαννο φορτωμένος με όλα αυτά;

- Άσε, με παλάγκωσε ο σημαιοφόρος πάλι με κάτι μπαλάκια του Γ.Κ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Τα αντανακλαστικά κάποιου, ο οποίος είναι αρντάν.

- Του πέταξα το μπαλάκι κι έτσι όπως ήταν ξαπλωμένος πήγε να την πιάσει κι έπεσε!

- Πω ρε φίλε, και γαμώ τ'αρντανακλαστικά!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Λαϊκή παραφθορά του Amber Alert, μια κοινοποίηση που γίνεται στα ΜΜΕ σχετικά με παιδιά που έχουν εξαφανιστεί ούτως ώστε να βοηθήσει το καναπεδοκένταυρο φιλοθεάμον κοινό στην εύρεσή τους.

Ο όρος αμπελαλέ είναι διγενής: και το αμπελαλέ και ο αμπελαλέ. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ισοδυναμεί με το ότι κάποιος εξαφανίστηκε εξ αδοκήτω, έγινε μπουχός.

Δια την ιστορίαν, Άμπερ λεγόταν το πρώτο κοριτσάκι που χάθηκε στο Αμέρικα και αλέρτ είναι ο συναγερμός στην αγγλική.

Ο Τάκης Τσουκαλάς, γνωστός και ως «δύο χέρια, τρία πόδια» που έκανε τον νεκρό σε κάτι κάδους, αυτός ο ρηξικέλευθος νεολογιστής της ελληνικής, ο οποίος λοιδορείται με την πρώτη ευκαιρία από τους ανφαγκατέδες ψευδοφύλακες της αστικής γλωσσικής ορθότητας που λίγη σχέση με την πραγματική (από μια κοινωνιογλωσσολογική σκοπιά τουλάχιστον) γλώσσα έχει, παραδομένος σε μια αισθητηριακά συγκρητική παρόρμηση χρησιμοποιεί τον όρο «αμπελαλέ» ακούσια συνενώνοντας δύο άγνωστες και ανύπαρκτες γι'αυτόν λέξεις για να δείξει ότι κάποιος εξαφανίστηκε ξαφνικά και τον ψάχνουνε.

Επίσης, το αμπελαλέ μπορεί να σχετιστεί με το σίλβερ αλέρτ, το οποίο αφορά εξαφάνιση ηλικιωμένων, οπότε έχουμε και δεύτερη ποδοσφαιρική κατηγόρια.

- Ο ένας παίκτης που ήθελε να πάρει ο ΠΑΟΚ, τον ψάχνουνε στο αμπελαλέ.

- Τι;

- Πώς το λένε αυτό; Αμπελαλέ δεν το λένε;

- Ποιο;

- Το αμπελαλέ, Άκη (σ.σ. έτερος σύγγαυρος μα όχι και λεξιγεννήτωρ), του Αντένα, εκεί που λέει χάθηκε ο άλλος και τον ψάχνουνε, αα (σ.σ. ακατάληπτο), ειδοποιήστε στο αμπελαλέ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το ρήμα πήζω εκτός από το παραδοσιακό του νόημα, δηλαδή τον καταναγκασμό σε υπερβολική δουλειά από ανωτέρους στις Ε.Δ. (Ένοπλες Δυνάμεις), έχει και μια άλλη σημασία στο ίδιο περιβάλλον: σημαίνει αγχώνομαι, πανικοβάλλομαι κυρίως λόγω εργασιών που εκτελούνται ή πρόκειται να εκτελεστούν, π.χ. αγγαρείες.

Ενδιαφέρον έχει και η χρήση του ως μεταβατικό ρήμα, όπου πήζω κάποιον σημαίνει ότι τον αγχώνω χωρίς ιδιαίτερο λόγο, ενίοτε και ακούσια.

- Τι λέει; Τι κάνουμε σήμερα;

- Σήμερα είναι Κυριακή ρε συ, αλλά αύριο το πρωί έχουμε ΣΠΕΝ, παρέλαση, κρύο φαγητό, δε με πήρε και η γκόμενά μου τηλέφωνο και σκέφτομαι την αυτοκτονία σοβαρά.

- Ρε μην πήζεις ρε συ, χαλάρωσε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Συναντάται και χωρίς το λίγο. Επίσης και ως θέλω να δω κάτι. Η προτροπή είναι πάντα άσεμνη και προσβλητική σε όποιον απευθύνεται. Χαρακτηριστικά, συνηθέστερη μορφή είναι το ψόφα λίγο να δω κάτι, καθώς και το αυτοκτόνα λίγο να δω κάτι.

Η φράση αποτελεί ένδειξη, αν όχι απόδειξη, κουλαρχοντιάς. Χρησιμοποιείται από υπεργαμάτους τύπους, οι οποίοι φιλερεύνως προτάσσουν την εμπειρική επιστήμη ως αφορμή, αν όχι αιτία, για την ευγενή έκφραση αποτροπιασμού για ανεπιθύμητα υποκείμενα. Είθισται, μάλιστα, η προτροπή να γίνεται σε τόνο μειλίχιο και συγκαταβατικό, ούτως ώστε να διαφαίνεται η αγνή πρόθεση στοχεύουσα στη γαλήνια αποβολή του πρηξοπούτσειου ατόμου.

- Γεια χαρά παιδιά! Με λένε Νταλάρα και θα σας πω ένα τραγούδι!

- Μάλιστα. Για ψόφα λίγο να δω κάτι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ρήμα που μέχρι πρότινος έλειπε από τη γραμμική β και την ελληνική και σημαίνει «πίνω καφέ».

Οι μύστες φυσικά θα προσέξουν τη μέση διάθεση του ρήματος η οποία τονίζεται όπως της πρέπει από την παθητική φωνή και υποδηλώνει μια κατάσταση στην οποία βρίσκεται το ενεργούν (λέμε τώρα) υποκείμενο ή υποκείμενα. Ήτοι σημαίνει ότι δεν είμεθα Ιταλοί να πίνομε τον γκαϊφέ όρθιοι λες και τραγουδάμε τον ύμνοτα του ιταλοφώνου Σολομώντα, αλλά παίζει ένα κάποιο άραγμα και μια κάποια χαλάρωσις και ραστώνη και ραθυμία, μια μερακλοκατάστα σαν να λέμε.

Το ρήμα συναντάται και στην ενεργητική φωνή, αλλά όχι τόσο συχνά και πιθανώς γιατί δεν είναι τόσο δηλωτικό έτσι; Έτσι.

- Πότε να 'ρθω;
- Είμαστε στην πλατεία και καφεδιαζόμαστε. Έλα όποτε θες.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συναντάται στον πληθυντικό ως «λαφαζάνηδες». Ο ίδιος ο Λαφαζάνης και οι της Λαϊκής Ενότητας, το κόμμα που δημιουργήθηκε από όσους δεν ψήφισαν το «αριστερό» μνημόνιο του 2015. Προεξάρχουσα μορφή αυτών ο Λαπαβίτσας και η δραχμολογία του. Σαφώς υποτιμητική προσφώνηση και πάντα με απαξίωση. Όπως σημειώνει ο μέγας στοχαστής Μιλτιάδης (Βαρβιτσιώτης), «ο πραγματικός ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται στους λαφαζάνηδες».

Η έννοια των λαφαζάνηδων επεκτείνεται σε όλους τους πολιτικούς χώρους και δηλώνει όσους κατά κανόνα ακραίους διαφοροποιούνται από την κεντρική κομματική γραμμή. Εξ ου και ο έτερος φιλόσοφος Ευάγγελος (Μεϊμάρ) τονίζει πως θα καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να συνετίσει τους «Λαφαζάνηδες της Μυκόνου».

- Προτείνω εθνικό νόμισμα και...

- Τι'ν'αυτά που λες ρε κεφτέ; Αυτά τα λένε μόνο όσοι θέλουν να καταστρέψουν τη χώρα όπως οι λαφαζάνηδες!

Στοχαστής επί τω λόγω

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κτίριο το οποίο για τον έναν ή τον άλλο λόγο (αλλά κυρίως για τον έναν) ξεχωρίζει ή μάλλον πετάγεται σαν πούτσα ανάμεσα σε άλλα κτίρια. Είναι το ακάλεστο κτίριο, το κτίριο που δεν το παίζουν οι φίλοι του. Το κτίριο που είναι ψηλό και άχαρο, ποτέ συμπαθές. Τραβάει τα βλέμματα μόνο για το ψέγος και όλοι αναρωτιούνται πώς φύτρωσε αυτή η παπαριά εκεί πέρα. Η πουτσιά είναι αυτοστιγμεί αναγνωρίσιμη και ο εμετός βέβαιος κι αναπόφευκτος, καθώς υπέρ άνω όλων το κάλλος.

-Πωπω, κοίτα τα σπιτάκια πόσο ωραία είναι, με τις σκεπούλες τους και τα παραθυράκια τους, με τις μικρές μικρές υδρορροές τους, με τα χρωματάκια τους τα λάγνα, με τις ξύλινες πορτούλες τους, μωρέ...
-Και γαμώ!
-Ώπα, ώπα.
-Τί ρε;
-Τί πουτσιά είναι αυτή εκεί, μες στη μέση;

(από σφυρίζων, 18/02/14)Torre Agbar, επονομαζόμενον και ως "η πούτσα της Μπαρτσελόνα", αρρωστούργημα του αρχιτέκτονα Jean Nouvel. (από Khan, 18/02/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ετερόκλητο πλήθος ανθρώπων (κυρίως) ή πραγμάτων.

Αλιευθέν από το κολασμένο λήμμα

- Το παστίτσιο κολασμένο σήμερα Πόπη μου.
- Εμ κολασμένο θα είναι, από το πρωί στην κουζίνα σαν το δούλο, ούτε ένα καφέ δε πρόλαβα να πιω η γυναίκα. Πήρε τηλέφωνο η Θέκλα και της το 'κλεισα λες και είμαστε μαλωμένες για να προλάβω να τα 'χω όλα στην εντέλεια για τον πασά, αλλά δε φταις εσύ, εγώ φταίω που με θέλαν καν και καν, και γιατροί και δικηγόροι και φαρμακοποιοί. Κι εγώ το ζώον, πήγα και πήρα εσένα.
- Τι το 'θελα και μίλησα. Πού και να ήταν μάπα...

Αλιευθέν από σχόλιο εκ λήμματος «γαζί»

Και γαμώ τα κονέ σας κάνω με το λημματάκι αυτό, που μου το ζητούσαν καν και καν!

(από papalaozi, 20/10/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο τύπος «εγέρθητι», η προστακτική του εγείρομαι στην αρχαία ελληνική, στα ναζιστικά νεοελληνικά.

- Όταν μπει ο Φύρερ... Εγέρθουτου!
- Γκούχου γκούχου.

Για περισσότερες πληροφορίες, υπάρχει αυτός ο καλός άνθρωπος ο Σαραντάκος που έγραψε ένα σχετικό άρθρο. Χρυσαυγίτικα: αυγά, εγέρθουτου, κασιδιάζω, σκινάς, χρυσά αυγά, χρυσαύγουλο, χρησοί αβγύ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία