Τα αντανακλαστικά κάποιου, ο οποίος είναι αρντάν.

- Του πέταξα το μπαλάκι κι έτσι όπως ήταν ξαπλωμένος πήγε να την πιάσει κι έπεσε!

- Πω ρε φίλε, και γαμώ τ'αρντανακλαστικά!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Το παλάγκο είναι ένας μηχανισμός με τροχαλίες που χρησιμοποιείται στα πλοία για φορτοεκφορτώσεις σύμφωνα με τη βικιπαίδεια. Η λέξη αναφέρεται στο μηχανισμό που μπαίνει η αλυσίδα, αλλά και γενικότερα στο όλο σύστημα που βρίσκεται στα περισσότερα πλοία του Π.Ν. για την εύκολη τοποθέτηση της βοηθητικής βάρκας στο νερό.

παλάγκοπαλάγκο παλάγκο σε πλοίο

Πιθανώς λόγω του τρόπου που περνά η αλυσίδα μέσα από την τροχαλία ούτως ώστε να μπορεί να μπορεί εύκολα να σηκωθεί πολύ βάρος, προκύπτει το ρήμα παλαγκώνω το οποίο είναι το ακριβές αντίστοιχο του χώνω του Ε.Σ., όπου κάποιος ανώτερος ρίχνει κάποιο μπαλάκι σε κάποιον κατώτερο.

- Πού πας ρε στραβόγιαννο φορτωμένος με όλα αυτά;

- Άσε, με παλάγκωσε ο σημαιοφόρος πάλι με κάτι μπαλάκια του Γ.Κ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Αργκό του Π.Ν. για το ναρκαλιευτικό. Κάθε ΕΠ.ΟΠ. που σέβεται τον εαυτό του έχει και μια οριακά πιστευτή ιστορία να αραδιάσει από τις σκληρές πλην αθώες εποχές στα ναρκάλια.

- Εμ βέβαια, εσύ ήσουν στο Ν.Ν.Π. μια ζωή, δεν έχεις φάει το ναρκάλι με το κουτάλι, μη μιλάς, άντε μπράβο.

- Ό,τι γουστάρω θα κάνω!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Στο ΠΝ (που θέλει υπομονή) υπόλογος σε κάποιον για κάτι (υπόλογος ασυρμάτου, υπόλογος μηχανής, υπόλογος ΗΝ/ΣΝ και άλλα πολλά) λίγο πολύ είναι οποιοσδήποτε υπαξιωματικός από κελευστή και πάνω, καθώς και οι ανθύπες. Έτσι, η λέξη χάνει λίγο πολύ το νόημά της, αφού οι μεν ναυτοδίοποι καλούν τους κελευστές υπολόγους, οι τελευταίοι τους επικελευστές και πάει λέγοντας. Τυπικά, οι ανώτεροι ανθυπασπιστές και αρχικελευστές συνήθως είναι υπόλογοι και οι επικελευστές και κελευστές βοηθοί υπολόγων, αλλά και αυτό παίζει από υπηρεσία σε υπηρεσία.

Έτσι, με το πολύ το κυρελέισιον (και ό,τι τελειώνει σε έισιον), ο υπόλογος αντικαθιστά, κατά περίπτωση, άλλες κλασικές προσφωνήσεις, όπως μαλάκας, μάγκας, κ.α. Ενίοτε λέγεται και περιπαικτικά από ανώτερο (συνήθως ανθυπασπιστή) σε κατώτερο (κελευστή, δίοπο, ναύτη).

- Άντε ρε υπόλογε, μία ώρα να σκουπίσεις έναν διαδρομάκο. Τελείωνε!

Επίσης

- Πού'σαι ρε υπόλογε να πούμε, τι κάνεις; όλα καλά;

- Καλά μωρέ, δε βαριέσαι...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Έκφραση που σημαίνει την παντελή απόγνωση του ομιλούντα προς αυτόν στον οποίο απευθύνεται. Δεν του έχει απλώς ζαλίσει τα αρχίδια, δεν του έχει απλώς πρήξει τα αρχίδια, τα έχει φτάσει σε τέτοιο σημείο που είναι πια για πέταμα. Χρησιμοποιείται σε μη περαιτέρω καταστάσεις εκνευρισμού και φαίνεται ιδιαίτερα ισχυρή. Βέβαια, η πραγματική ισχύς είναι αμφίβολη αφού εφόσον τ'αρχίδια είναι για πέταμα, ο μετερχόμενος την έκφραση αυτή βρίσκεται σε δεινή θέση ανήμπορος ων να τα ανακυκλώσει.

- Μπλαμπλαμπλά, μπλαμπλά και μπλα. Επίσης, ήθελα να σου πω ότι...

- Ρε μου'κανες τ'αρχίδια για πέταμα ρε καριόλη!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Πιθανός συγκερασμός των εκφράσεων τον πούτσο κλαίγανε και κλάιν μάιν, ο οποίος δίνει και μια εξωτική σχεδόν χολυγουντιανογουστερνική νότα στη συζήτηση εξυψώνοντάς την αυτήν καθ'εαυτήν και καταβαραθρώνοντας το όποιο προκείμενο στο οποίο η έκφραση αναφέρεται.

Μπαλαδόρος σου λέω μεγάλος ο Λουλέτογλου

Καλά... Πουτς μακλέιν!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Στο Πολεμικό Ναυτικό, κάθε βάρδια (είτε καραβίσια είτε στεριανή) έχει τον αρχηγό της, τον λεγόμενο Αξιωματικό Φυλακής (Α.Φ.). Εκ των αρχικών του, υποβιβάζεται ή προβιβάζεται σε αλφαφής και ενίοτε περιπαικτικώς αλφαφίξ (μεικτομπύρεια ή αστερίκεια παραπομπή;). Απαντάται και ο πληθυντικός αλφαφήδες.

Εφοδεύων: Να πεις στους αλφαφήδες να έχουν το νου τους γιατί μπορεί να περάσει ο Επόπτης αργότερα! Αφοδεύων: Ναι (τρέχοντας).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Το ρήμα πήζω εκτός από το παραδοσιακό του νόημα, δηλαδή τον καταναγκασμό σε υπερβολική δουλειά από ανωτέρους στις Ε.Δ. (Ένοπλες Δυνάμεις), έχει και μια άλλη σημασία στο ίδιο περιβάλλον: σημαίνει αγχώνομαι, πανικοβάλλομαι κυρίως λόγω εργασιών που εκτελούνται ή πρόκειται να εκτελεστούν, π.χ. αγγαρείες.

Ενδιαφέρον έχει και η χρήση του ως μεταβατικό ρήμα, όπου πήζω κάποιον σημαίνει ότι τον αγχώνω χωρίς ιδιαίτερο λόγο, ενίοτε και ακούσια.

- Τι λέει; Τι κάνουμε σήμερα;

- Σήμερα είναι Κυριακή ρε συ, αλλά αύριο το πρωί έχουμε ΣΠΕΝ, παρέλαση, κρύο φαγητό, δε με πήρε και η γκόμενά μου τηλέφωνο και σκέφτομαι την αυτοκτονία σοβαρά.

- Ρε μην πήζεις ρε συ, χαλάρωσε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Συναντάται και χωρίς το λίγο. Επίσης και ως θέλω να δω κάτι. Η προτροπή είναι πάντα άσεμνη και προσβλητική σε όποιον απευθύνεται. Χαρακτηριστικά, συνηθέστερη μορφή είναι το ψόφα λίγο να δω κάτι, καθώς και το αυτοκτόνα λίγο να δω κάτι.

Η φράση αποτελεί ένδειξη, αν όχι απόδειξη, κουλαρχοντιάς. Χρησιμοποιείται από υπεργαμάτους τύπους, οι οποίοι φιλερεύνως προτάσσουν την εμπειρική επιστήμη ως αφορμή, αν όχι αιτία, για την ευγενή έκφραση αποτροπιασμού για ανεπιθύμητα υποκείμενα. Είθισται, μάλιστα, η προτροπή να γίνεται σε τόνο μειλίχιο και συγκαταβατικό, ούτως ώστε να διαφαίνεται η αγνή πρόθεση στοχεύουσα στη γαλήνια αποβολή του πρηξοπούτσειου ατόμου.

- Γεια χαρά παιδιά! Με λένε Νταλάρα και θα σας πω ένα τραγούδι!

- Μάλιστα. Για ψόφα λίγο να δω κάτι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λαϊκή παραφθορά του Amber Alert, μια κοινοποίηση που γίνεται στα ΜΜΕ σχετικά με παιδιά που έχουν εξαφανιστεί ούτως ώστε να βοηθήσει το καναπεδοκένταυρο φιλοθεάμον κοινό στην εύρεσή τους.

Ο όρος αμπελαλέ είναι διγενής: και το αμπελαλέ και ο αμπελαλέ. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ισοδυναμεί με το ότι κάποιος εξαφανίστηκε εξ αδοκήτω, έγινε μπουχός.

Δια την ιστορίαν, Άμπερ λεγόταν το πρώτο κοριτσάκι που χάθηκε στο Αμέρικα και αλέρτ είναι ο συναγερμός στην αγγλική.

Ο Τάκης Τσουκαλάς, γνωστός και ως «δύο χέρια, τρία πόδια» που έκανε τον νεκρό σε κάτι κάδους, αυτός ο ρηξικέλευθος νεολογιστής της ελληνικής, ο οποίος λοιδορείται με την πρώτη ευκαιρία από τους ανφαγκατέδες ψευδοφύλακες της αστικής γλωσσικής ορθότητας που λίγη σχέση με την πραγματική (από μια κοινωνιογλωσσολογική σκοπιά τουλάχιστον) γλώσσα έχει, παραδομένος σε μια αισθητηριακά συγκρητική παρόρμηση χρησιμοποιεί τον όρο «αμπελαλέ» ακούσια συνενώνοντας δύο άγνωστες και ανύπαρκτες γι'αυτόν λέξεις για να δείξει ότι κάποιος εξαφανίστηκε ξαφνικά και τον ψάχνουνε.

Επίσης, το αμπελαλέ μπορεί να σχετιστεί με το σίλβερ αλέρτ, το οποίο αφορά εξαφάνιση ηλικιωμένων, οπότε έχουμε και δεύτερη ποδοσφαιρική κατηγόρια.

- Ο ένας παίκτης που ήθελε να πάρει ο ΠΑΟΚ, τον ψάχνουνε στο αμπελαλέ.

- Τι;

- Πώς το λένε αυτό; Αμπελαλέ δεν το λένε;

- Ποιο;

- Το αμπελαλέ, Άκη (σ.σ. έτερος σύγγαυρος μα όχι και λεξιγεννήτωρ), του Αντένα, εκεί που λέει χάθηκε ο άλλος και τον ψάχνουνε, αα (σ.σ. ακατάληπτο), ειδοποιήστε στο αμπελαλέ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία