Το ρήμα πήζω εκτός από το παραδοσιακό του νόημα, δηλαδή τον καταναγκασμό σε υπερβολική δουλειά από ανωτέρους στις Ε.Δ. (Ένοπλες Δυνάμεις), έχει και μια άλλη σημασία στο ίδιο περιβάλλον: σημαίνει αγχώνομαι, πανικοβάλλομαι κυρίως λόγω εργασιών που εκτελούνται ή πρόκειται να εκτελεστούν, π.χ. αγγαρείες.

Ενδιαφέρον έχει και η χρήση του ως μεταβατικό ρήμα, όπου πήζω κάποιον σημαίνει ότι τον αγχώνω χωρίς ιδιαίτερο λόγο, ενίοτε και ακούσια.

- Τι λέει; Τι κάνουμε σήμερα;

- Σήμερα είναι Κυριακή ρε συ, αλλά αύριο το πρωί έχουμε ΣΠΕΝ, παρέλαση, κρύο φαγητό, δε με πήρε και η γκόμενά μου τηλέφωνο και σκέφτομαι την αυτοκτονία σοβαρά.

- Ρε μην πήζεις ρε συ, χαλάρωσε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Κτίριο το οποίο για τον έναν ή τον άλλο λόγο (αλλά κυρίως για τον έναν) ξεχωρίζει ή μάλλον πετάγεται σαν πούτσα ανάμεσα σε άλλα κτίρια. Είναι το ακάλεστο κτίριο, το κτίριο που δεν το παίζουν οι φίλοι του. Το κτίριο που είναι ψηλό και άχαρο, ποτέ συμπαθές. Τραβάει τα βλέμματα μόνο για το ψέγος και όλοι αναρωτιούνται πώς φύτρωσε αυτή η παπαριά εκεί πέρα. Η πουτσιά είναι αυτοστιγμεί αναγνωρίσιμη και ο εμετός βέβαιος κι αναπόφευκτος, καθώς υπέρ άνω όλων το κάλλος.

-Πωπω, κοίτα τα σπιτάκια πόσο ωραία είναι, με τις σκεπούλες τους και τα παραθυράκια τους, με τις μικρές μικρές υδρορροές τους, με τα χρωματάκια τους τα λάγνα, με τις ξύλινες πορτούλες τους, μωρέ...
-Και γαμώ!
-Ώπα, ώπα.
-Τί ρε;
-Τί πουτσιά είναι αυτή εκεί, μες στη μέση;

(από σφυρίζων, 18/02/14)Torre Agbar, επονομαζόμενον και ως "η πούτσα της Μπαρτσελόνα", αρρωστούργημα του αρχιτέκτονα Jean Nouvel. (από Khan, 18/02/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Οπαδός της νεοσμυρνιώτικης ομάδας Πανιώνιος. Το φαν κλαμπ του Πανιωνίου λέγεται panthers club, εξ ου και ο μειωτικός αυτός χαρακτηρισμός, ο οποίος χρησιμοποιείται από τους αντιπάλους.

- Πανιωνάρα, ομαδάρααααα!
- Τί λένε ρε τα γατάκια; Τρία δεν άρπαξαν την τελευταία φορά που παίξαμε;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συναντάται στον πληθυντικό ως «λαφαζάνηδες». Ο ίδιος ο Λαφαζάνης και οι της Λαϊκής Ενότητας, το κόμμα που δημιουργήθηκε από όσους δεν ψήφισαν το «αριστερό» μνημόνιο του 2015. Προεξάρχουσα μορφή αυτών ο Λαπαβίτσας και η δραχμολογία του. Σαφώς υποτιμητική προσφώνηση και πάντα με απαξίωση. Όπως σημειώνει ο μέγας στοχαστής Μιλτιάδης (Βαρβιτσιώτης), «ο πραγματικός ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται στους λαφαζάνηδες».

Η έννοια των λαφαζάνηδων επεκτείνεται σε όλους τους πολιτικούς χώρους και δηλώνει όσους κατά κανόνα ακραίους διαφοροποιούνται από την κεντρική κομματική γραμμή. Εξ ου και ο έτερος φιλόσοφος Ευάγγελος (Μεϊμάρ) τονίζει πως θα καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να συνετίσει τους «Λαφαζάνηδες της Μυκόνου».

- Προτείνω εθνικό νόμισμα και...

- Τι'ν'αυτά που λες ρε κεφτέ; Αυτά τα λένε μόνο όσοι θέλουν να καταστρέψουν τη χώρα όπως οι λαφαζάνηδες!

Στοχαστής επί τω λόγω

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η πανάσχημη, υπερμπαλότσα γκόμενα, από την οποία θέλουμε να απέχουμε τόσο πολύ σεξουαλικώς σε σημείο που να μη θέλουμε ούτε να δει το μόριό μας.

- Πώς σου φαίνεται η Μαρία; Θα την πήδαγες;
- Τι λε ρε; Πας καλά; Ούτε να μου τον δει!

Βλ. επίσης ούτε με ξένο πούτσο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αλλιώς ο μαλάκας.

-Τι αυνάνας αυτός ο Μήτσος! Όλο μαλακίες λέει!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Το γνωστό σε όλους Champions League, αλλά πιο μάγκικα (κι ίσως και πιο μαγικά). Απαντάται και στο γνωστό τραγούδι των Ημισκουμπρίων, «Αντρικές Γουρουνιές».

Στη τελιόραση μπαλέτο, όχι τα μπολσόι
Μπάλα πως το λένε, Ζιντάν, Βανιστελρόι
Με το που σουράει για τη σέντρα ο Κολίνας
Μου φωνάζει «Έλα Γιώργη, τρέχει ο σωλήνας»
Λες και το κάνει επίτηδες μη με δει να κάτσω
Της λέω φερμουάρ και φέρε κάνα νάτσο
Διαλογίσου στη γωνιά σαν να ‘σαι σαολίς
Και κάνε τη τουμπέκα όσο βλέπω Τσαμπιολής
Είχε Βερδεβρέμη, έπαιζε μ’ Αστο Βίλα
Α στο διάτανο λοιπόν κάθε φορά τσαντίλα

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση που σημαίνει την παντελή απόγνωση του ομιλούντα προς αυτόν στον οποίο απευθύνεται. Δεν του έχει απλώς ζαλίσει τα αρχίδια, δεν του έχει απλώς πρήξει τα αρχίδια, τα έχει φτάσει σε τέτοιο σημείο που είναι πια για πέταμα. Χρησιμοποιείται σε μη περαιτέρω καταστάσεις εκνευρισμού και φαίνεται ιδιαίτερα ισχυρή. Βέβαια, η πραγματική ισχύς είναι αμφίβολη αφού εφόσον τ'αρχίδια είναι για πέταμα, ο μετερχόμενος την έκφραση αυτή βρίσκεται σε δεινή θέση ανήμπορος ων να τα ανακυκλώσει.

- Μπλαμπλαμπλά, μπλαμπλά και μπλα. Επίσης, ήθελα να σου πω ότι...

- Ρε μου'κανες τ'αρχίδια για πέταμα ρε καριόλη!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Κατά περίπτωση όποια ελεεινή συμπεριφορά μπορεί να έχει κάποιος (ανεξαρτήτως εθνικότητας), την οποία ο εκάστοτε ομιλών θεωρεί χαρακτηριστική του Έλληνα. Φορ εξάμπλ, ελληνιά μπορεί να θεωρηθεί από το να κορνάρεις σαν τραμπάκουλας χωρίς λόγο συνέχεια, μέχρι να είσαι πασόκος και να κάνεις πράγματα αντίστοιχα (ο μη γένοιτο). Ένας Έλληνας δεν κάνει απαραιτήτως ελληνιές, αλλά ένας που κάνει ελληνιές είναι πολύ πιθανόν να είναι Έλληνας.

Από το πρόταγκον τελεία τζιάρ (για αλίευση λημμάτωνε καλό είναι, αλλά μέχρι εκεί, μακριά κι αγαπημένοι).

«Ειλικρινά δεν έχω να σχολιάσω κάτι σε αυτό που μου έγραψε αυτός ο κάποιος, αλλά να σταθώ στην ουσία του. Αυτή, λοιπόν, η συμπεριφορά είναι η αποκαλούμενη από εμένα ως «ελληνιά». Είναι η στάση ζωής που δεν αφήνει κάποιον να δει ότι απέτυχε ή ότι δεν τα κατάφερε, αλλά μπορεί να κατηγορεί άλλους ως υπαίτιους, να θυμίζει αποτυχίες άλλων ή να θίγει και προσωπικά κάποιους, επικαλούμενος κάποιες δήθεν προτιμήσεις τους, ως ένα σκληρό δείγμα κοινωνικού ρατσισμού.»

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στο ΠΝ (που θέλει υπομονή) υπόλογος σε κάποιον για κάτι (υπόλογος ασυρμάτου, υπόλογος μηχανής, υπόλογος ΗΝ/ΣΝ και άλλα πολλά) λίγο πολύ είναι οποιοσδήποτε υπαξιωματικός από κελευστή και πάνω, καθώς και οι ανθύπες. Έτσι, η λέξη χάνει λίγο πολύ το νόημά της, αφού οι μεν ναυτοδίοποι καλούν τους κελευστές υπολόγους, οι τελευταίοι τους επικελευστές και πάει λέγοντας. Τυπικά, οι ανώτεροι ανθυπασπιστές και αρχικελευστές συνήθως είναι υπόλογοι και οι επικελευστές και κελευστές βοηθοί υπολόγων, αλλά και αυτό παίζει από υπηρεσία σε υπηρεσία.

Έτσι, με το πολύ το κυρελέισιον (και ό,τι τελειώνει σε έισιον), ο υπόλογος αντικαθιστά, κατά περίπτωση, άλλες κλασικές προσφωνήσεις, όπως μαλάκας, μάγκας, κ.α. Ενίοτε λέγεται και περιπαικτικά από ανώτερο (συνήθως ανθυπασπιστή) σε κατώτερο (κελευστή, δίοπο, ναύτη).

- Άντε ρε υπόλογε, μία ώρα να σκουπίσεις έναν διαδρομάκο. Τελείωνε!

Επίσης

- Πού'σαι ρε υπόλογε να πούμε, τι κάνεις; όλα καλά;

- Καλά μωρέ, δε βαριέσαι...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε