Όλοι ξέρουμε πως βάζελος λέγεται ο οπαδός του Παναθηναϊκού και κατ' επέκταση ολόκληρος ο όμιλος. Πολλοί, όμως, δεν ξέρουν από πού προέρχεται ο χαρακτηρισμός αυτός.

Η λέξη βάζελος προέρχεται από την βαζελίνη, που παλιότερα ήταν συνήθως πράσινη, εξ ου και προσδιορίζει τον Παναθηναϊκό. Ο χαρακτηρισμός αυτός χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα μετά από ένα ντέρμπι Ολυμπιακού-Παναθηναϊκού, όπου οι οπαδοί του Ολυμπιακού στην εξέδρα κρατούσαν βαζελίνη και την επεδείκνυαν εννοώντας κάτι σαν «Θα σας γαμήσουμε που θα σας γαμήσουμε, βάλτε λίγη βαζελίνη τουλάχιστον να μην πονέσει τόσο». Κι επειδή πράγματι ο Ολυμπιακός κέρδισε εκείνο το ματς, έμεινε οι Παναθηναϊκοί να λέγονται «βάζελοι».

(Μιλάει βάζελος) Από τα 25 παιδιά της τάξης μας τα 11 είναι βάζελοι, τα 8 γαύροι και τα 6 χανουμάκια... Τους περνάμε όλους!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είδα τις άλλες εκδοχές τις έκφρασης, ωστόσο η πλέον χαρακτηριστική χρήση είναι, στη μορφή «δίνει πόνο», με την έννοια του «γαμάει και δέρνει

- Γαμάτο το καινούριο τραγουδάκι που ακούσαμε στο ράδιο χθες. Και παρόλο που δεν πολυγουστάρω τα κλαμπάδικα, αυτό φίλε δίνει πόνο!

- Τι λέει ρε ο τυπάς; Δίνει πόνο, μιλάμε! Χώνει ρίμες εδώ και μισή ώρα, αστείρευτος!

Η Μαρία Ηλιάκη δίνει πόνο (από Khan, 17/04/12)

Σχετικό: δώσε πόνο!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αστεία έκφραση που χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό λόγο. Λέγεται από τον ομιλητή για να δηλώσει ότι έχει μια ιδιότητα που αναζητείται ή είναι χρήσιμη στην συγκεκριμένη περίπτωση και δεν έχει ληφθεί υπόψη.

Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα που ακολουθεί, από την αγαπημένη ελληνική σειρά, Κων/νου κι Ελένης.

(Κων/νου κι Ελένης - Επεισόδιο: Οι σοφεράντζες, όπου ο Κων/νος κι η Ελένη θέλουν να μάθουν να οδηγούν)

Ελένη: Μωρή Πέγκυ, έχουμε κανένα φιλαράκι που να ξέρει να οδηγεί καλά; (για να της κάνει μαθήματα)
Πέγκυ: Κάτσε ρε Ελενάκι, εγώ τζιτζίκια πεταλώνω; Μιλάς τώρα για καλό οδηγό, τη στιγμή που έχεις μπροστά σου τη σοφεράντζα την ίδια!;

Βλ. και μπρίκια κολλάμε;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η φράση έχει δύο χρήσεις, από τις οποίες πιο συνήθης η δεύτερη:

  1. Κυριολεκτική: Ως προστακτική ενεστώτα του ρήματος μπαίνω, άλλος τύπος των «μπες!», «έμπα!»

  2. Μεταφορική: Χρησιμοποιείται από τον ομιλητή για να παρακινήσει κάποιον σε κάτι καλό που έχει ξεκινήσει να κάνει, συνώνυμο των «Προχώρα!», «Καλά το πας!».

  1. Έμπαινε στο αμάξι ρε, κι έχουμε αργήσει! Θα μας χέσει πάλι ο άλλος!

  2. - Μ' αρέσει πολύ η Δανάη, η καινούρια... Και μου έχει δείξει κι αυτή δείγματα ότι ενδιαφέρεται!
    - Έμπαινε, μεγάλε!! Και για πες λεπτομέρειες... Το κινητό της το έχεις;;

Έμπαινε, Γιούτσοοοο (από allivegp, 12/12/09)

Κλασική πλέον η φράση έμπαινε Γιούτσο!, δες και γιούτσος.

Η προστακτική στην αργκό: , -έκα, , έμπαινε, έφυγες, κατέβαινε, μπέκα, πάνε, πιάκε, τσάκω· ακόμη: προστακτική αντί για απαρέμφατο, συνεχής προστακτική ως στιγμιαία.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η αγγλική λέξη control (έλεγχος), η οποία χρησιμοποιείται στα Ελληνικά αυτούσια σε πλήθος περιπτώσεων:

  1. Το τηλεκοντρόλ, ελληνιστί το (τηλε)χειριστήριο ηλεκτρονικής συσκευής (τηλεόρασης, κλιματιστικού, στερεοφωνικού κτλ.)

  2. Κίνηση που κάνει ποδοσφαιριστής για να ελέγξει την μπάλα, όταν κάποιος παίκτης του την πασάρει, ώστε να διευκολυνθεί π.χ. για να κάνει σουτ ή να περάσει αντίπαλο.

  3. Μέρος τηλεοπτικού στούντιο που δεν είναι ορατό στον τηλεθεατή, όπου βρίσκονται αρμόδιοι που επιβλέπουν την ροή ζωντανής εκπομπής και είναι σε επικοινωνία με τον παρουσιαστή για να του παρέχουν σημαντικές πληροφορίες και να βοηθάνε όποτε υπάρχει πρόβλημα.

  4. Τα πλήκτρα με την ένδειξη Ctrl στο πληκτρολόγιο. Είναι δύο, ένα αριστερά κι ένα δεξιά, κάτω από τα πλήκτρα Shift. Χρησιμοποιούνται για συντομεύσεις ή άλλες λειτουργίες σε συνδυασμό με άλλα πλήκτρα.

  5. Γενικότερα με την έννοια έλεγχος, αντί της ελληνικής λέξης.

  1. Πού έχετε βάλει το κοντρόλ της τηλεόρασης, ρε παιδιά; Δυο ώρες το ψάχνω και δεν το βρίσκω!

  2. Εξαιρετική μπαλιά από τον Κατσουράνη, αλλά ο Καραγκούνης δεν κάνει καλό κοντρόλ κι η μπάλα καταλήγει στα χέρια του Νικοπολίδη.

  3. Με ειδοποιούν απ' το κοντρόλ ότι πρέπει να περάσουμε σε έκτακτο δελτίο ειδήσεων και επανερχόμαστε αμέσως.

  4. Τι να σου πω ρε πατέρα... Ήμουν στο RPG κι είχα φουλάρει στο Mana. Και πάτησα pause να τσεκάρω το chat αν είχε έρθει το DivX και κόλλησε! Τα χασα όλα... Δοκίμασα κοντρόλ αλτ ντιλίτ (Ctrl+Alt+Delete) αλλά το Task Manager είχε παγώσει.

  5. α) Έχασε το κοντρόλ του τιμονιού και το αυτοκίνητο ντελαπάρισε μέχρι να στουκάρει στη μάντρα ενός σπιτιού.
    β) Τον κάλεσαν για ντόπινγκ κοντρόλ και βρέθηκε θετικός σε απαγορευμένες ουσίες.

(από elias-jelay, 02/01/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αστείος συνδυασμός δύο κλασσικών βρισιών, των μαλάκας και χαζοβιόλης. Το νόημα γνωστό: μαλάκας, ηλίθιος, τρόμπας, αυτός που ζει στον κόσμο του εν ολίγοις...

  1. Κοίτα τον μαλακοβιόλη που πήγε και άφησε το αυτοκίνητό του... Άντε να ξεπαρκάρω εγώ τώρα...

  2. Μη διακόπτεις την κοπέλα! Πείτε μας δεσποινίς, τι τον θέλετε αυτόν τον μαλακοβιόλη; (Από τη σειρά Κων/νου κι Ελένης - δείτε το βίντεο παρακάτω στο 3:02)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συνήθως λέγεται είτε από γυναίκες ή από πουστάρες και αναφέρεται σε ωραίους άντρες. Οι (στρέιτ) άντρες χρησιμοποιούν συνήθως άλλες εκφράσεις για να εκφράσουν το θαυμασμό τους προς ελκυστικά θηλυκά, όπως γκομενάρα, μουνάρα, καυλιάρα, θεά κ.τ.λ.

Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με τις λέξη μανάρι / μαναράκι.

Ένας άντρας κατά πάσα πιθανότητα δεν θα έλεγε κάτι σαν:
-Τι μανουλομάνουλο είναι αυτή εκεί που κάθεται απέναντι.

Θα έλεγε μάλλον κάτι σαν:
-Τι μουνάρα είναι αυτή εκεί που κάθεται απέναντι!

βλ. παρομοίως και μανουρομάναρο

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μου αποδίδεται ένας αρνητικός χαρακτηρισμός (συνήθως του γκέι) αβάσιμα, συνήθως μετά από παρεξήγηση ή παρανόηση.

- Δεν είναι γκέι ρε, αυτό είναι σίγουρο!
- Ναι, αλλά έτσι όπως το κουνάει, θα του βγει το όνομα στο τέλος!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παραλλαγή του «ντεκαφεϊνέ». Εκφράζει με αστείο τρόπο τον ξενέρωτο, τον βαρετό, αυτόν που φέρει ως αποτέλεσμα το αντίθετο της κάβλας.

- Πώς περάσατε στο τραπέζι;
- Ντε καβλεϊνέ, πολύ κυριλάδικο, βαρεθήκαμε τελείως με τους μεγάλους... Και δεν είχα και κάρτα να στείλω μήνυμα σε κανέναν να περνάει η ώρα...

βλ. και ντεκαυλέ, ντεκαβλέ, αντισέξ

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Επιφώνημα της Κρητικής διαλέκτου. Μπορεί να δηλώνει αγανάκτηση και κούραση (αντίστοιχα με το «ουφ!», αλλά όχι με την έννοια της ανακούφισης) ή ευχάριστη έκπληξη, σαν να λέμε «όρε μάνα μου!»

  1. Όφου πολύ δουλειά στο αμπέλι σήμερα... Απ' το πρωί είμαι στο πόδι κι ακόμα δεν έχω τελειώσει...

  2. (Από διαφήμιση της Q - δείτε παρακάτω) Όφου τι θα γίνει με τέτοιο μπόνους! Επανάσταση!

(από elias-jelay, 08/05/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία