«Tρίχες!»: Επιφώνημα που χρησιμοποιείται για να δώσει την απάντηση «πολύ λίγο» σε ερώτηση που αφορά ποσά (π.χ. χρηματικά).

- Πόση είναι η επιδότηση ανέργου που πήρες;
- Τρίχες! Με αυτά τα λεφτά, ούτε μια βδομάδα δεν τα βγάζω πέρα...

Ακόμη: αρχιδότριχες, τρίχες κατσαρές, τρίχες κατσαρές και μαλλοβάμβακες.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τον πίνω / τον ήπια (κανονικά): Έκφραση που, αν και παραπέμπει σε προστυχιά, τις περισσότερες λέγεται για περιπτώσεις παταγώδους αποτυχίας ή μεγάλης ζημιάς, νίλας.

Δεν είναι σαφές σε τι αναφέρεται η αντωνυμία «τον», αλλά μπορούμε να υποθέσουμε ότι πρόκειται για σεξουαλικό υπονοούμενο.

Για πιο εμφατική χρήση της έκφρασης χρησιμοποιείται και η λέξη «κανονικά», όπως στο πρώτο παράδειγμα που ακολουθεί.

  1. -Πώς πήγε ο αγώνας μπάσκετ χθες;
    - Τον ήπιαμε κανονικά, οι αντίπαλοι μας γάμησαν στα τρίποντα και εμείς καθόμασταν σαν μαλάκες και το ξύναμε... Ήμασταν να μας κλαίνε οι ρέγγες.

  2. Αφού η εταιρία του τον ήπιε μετά το σκάνδαλο, αποφάσισε να την κλείσει.

Βλ. και την πίνω

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Νομίζω είναι προφανές τι ξύνει αυτός στον οποίον αναφέρεται η έκφραση, οπότε το προσπερνάμε...

Λέγεται για αρχιτεμπέλαρους, που αφοσιώνονται στο να μην κάνουν τίποτα ή στο να κάνουν κάτι αμφιβόλου σημαντικότητας και σημασίας.

Λέγεται τόσο για άντρες όσο και για γυναίκες, γιατί συχνό φαινόμενο αποτελεί η φαγούρα στο επίμαχο σημείο και στους δύο.

  1. -Βρήκε δουλειά ο αδερφός σου;
    -Σιγά μην έβρισκε... Αφού βαριέται που ζει ο άνθρωπος, κάθεται όλη μέρα σπίτι και το ξύνει και βαριέται να κουνήσει το δαχτυλάκι του ποδιού του.

  2. -Σταμάτα να το ξύνεις όλη μέρα στον υπολογιστή, βγες λίγο έξω, πήγαινε καμιά βόλτα...
    -Όχου, δε μας χέζεις ρε Νταλάρα!

Βλ. και ξύνω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συνήθως λέγεται είτε από γυναίκες ή από πουστάρες και αναφέρεται σε ωραίους άντρες. Οι (στρέιτ) άντρες χρησιμοποιούν συνήθως άλλες εκφράσεις για να εκφράσουν το θαυμασμό τους προς ελκυστικά θηλυκά, όπως γκομενάρα, μουνάρα, καυλιάρα, θεά κ.τ.λ.

Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με τις λέξη μανάρι / μαναράκι.

Ένας άντρας κατά πάσα πιθανότητα δεν θα έλεγε κάτι σαν:
-Τι μανουλομάνουλο είναι αυτή εκεί που κάθεται απέναντι.

Θα έλεγε μάλλον κάτι σαν:
-Τι μουνάρα είναι αυτή εκεί που κάθεται απέναντι!

βλ. παρομοίως και μανουρομάναρο

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση που χρησιμοποιείται για να δηλώσει την αγανάκτηση του ομιλητή για κάτι που έκανε ή είπε αυτός στον οποίο απευθύνεται. Ταυτόσημή της είναι η (σχετικά πιο κοινή) φράση «τον κακό σου τον καιρό».

Αξίζει να σημειώσουμε ότι φλάρος είναι ο καλόγερος της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Τώρα, πώς τον συνδύασε ο δημιουργός τον φλάρο με το νόημα της έκφρασης, μάλλον θα μας μείνει άγνωστο.

(Κων/νου κι Ελένης - Επεισόδιο: Η εξηνταβελόνα. Η Ελένη κάνει παράπονα στην Ματίνα που έφερε μόνο γλυκό και όχι φαγητό και της ζητάει να της φέρει μουσακά)

Ματίνα: - Δεν είμαι υποχρεωμένη να σε ταϊζω, Ελένη, εντάξει; Παίρνω και το ραβανί αφού δεν σ' αρέσει, και φεύγω!
Ελένη: - Τον κακό σου το φλάρο, Ματίνα! Τον κακό σου και τον ανάποδό σου! Που δεν πρόκειται να σε παντρευτεί ούτε αρσενικιά κατσαρίδα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αστεία έκφραση που χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό λόγο. Λέγεται από τον ομιλητή για να δηλώσει ότι έχει μια ιδιότητα που αναζητείται ή είναι χρήσιμη στην συγκεκριμένη περίπτωση και δεν έχει ληφθεί υπόψη.

Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα που ακολουθεί, από την αγαπημένη ελληνική σειρά, Κων/νου κι Ελένης.

(Κων/νου κι Ελένης - Επεισόδιο: Οι σοφεράντζες, όπου ο Κων/νος κι η Ελένη θέλουν να μάθουν να οδηγούν)

Ελένη: Μωρή Πέγκυ, έχουμε κανένα φιλαράκι που να ξέρει να οδηγεί καλά; (για να της κάνει μαθήματα)
Πέγκυ: Κάτσε ρε Ελενάκι, εγώ τζιτζίκια πεταλώνω; Μιλάς τώρα για καλό οδηγό, τη στιγμή που έχεις μπροστά σου τη σοφεράντζα την ίδια!;

Βλ. και μπρίκια κολλάμε;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η φράση έχει δύο χρήσεις, από τις οποίες πιο συνήθης η δεύτερη:

  1. Κυριολεκτική: Ως προστακτική ενεστώτα του ρήματος μπαίνω, άλλος τύπος των «μπες!», «έμπα!»

  2. Μεταφορική: Χρησιμοποιείται από τον ομιλητή για να παρακινήσει κάποιον σε κάτι καλό που έχει ξεκινήσει να κάνει, συνώνυμο των «Προχώρα!», «Καλά το πας!».

  1. Έμπαινε στο αμάξι ρε, κι έχουμε αργήσει! Θα μας χέσει πάλι ο άλλος!

  2. - Μ' αρέσει πολύ η Δανάη, η καινούρια... Και μου έχει δείξει κι αυτή δείγματα ότι ενδιαφέρεται!
    - Έμπαινε, μεγάλε!! Και για πες λεπτομέρειες... Το κινητό της το έχεις;;

Έμπαινε, Γιούτσοοοο (από allivegp, 12/12/09)

Κλασική πλέον η φράση έμπαινε Γιούτσο!, δες και γιούτσος.

Η προστακτική στην αργκό: , -έκα, , έμπαινε, έφυγες, κατέβαινε, μπέκα, πάνε, πιάκε, τσάκω· ακόμη: προστακτική αντί για απαρέμφατο, συνεχής προστακτική ως στιγμιαία.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο πούστης, η αδερφή.

Προήλθε από την χαρακτηριστική κίνηση των σερβιτόρων να σπάνε τον καρπό όταν σερβίρουν, κίνηση που κάνουν συχνά και οι τοιούτοι...

Λέγοντας την λέξη, συνηθίζεται ο ομιλητής να κάνει και την κίνηση αυτή, να σπάει δηλαδή τον καρπό, για να δώση έμφαση με μια τάση ειρωνείας και σαρκασμού.

Μην δούμε άντρα να το κουνάει λίγο, αμέσως να τον πούμε σερβιτόρο!!

Τσεκάρετε στο 4:50. (από patsis, 06/01/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μου αποδίδεται ένας αρνητικός χαρακτηρισμός (συνήθως του γκέι) αβάσιμα, συνήθως μετά από παρεξήγηση ή παρανόηση.

- Δεν είναι γκέι ρε, αυτό είναι σίγουρο!
- Ναι, αλλά έτσι όπως το κουνάει, θα του βγει το όνομα στο τέλος!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παραλλαγή του «ντεκαφεϊνέ». Εκφράζει με αστείο τρόπο τον ξενέρωτο, τον βαρετό, αυτόν που φέρει ως αποτέλεσμα το αντίθετο της κάβλας.

- Πώς περάσατε στο τραπέζι;
- Ντε καβλεϊνέ, πολύ κυριλάδικο, βαρεθήκαμε τελείως με τους μεγάλους... Και δεν είχα και κάρτα να στείλω μήνυμα σε κανέναν να περνάει η ώρα...

βλ. και ντεκαυλέ, ντεκαβλέ, αντισέξ

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία