Κυριολεκτικώς πρόκειται για τον ευνουχισμό ανδρός ή ζώου (ο όρος κυρίως επικρατεί στον ευνουχισμό των αλόγων του ιπποδρόμου, με μια όχι και πολύ ευχάριστη διαδικασία).

Μεταφορικώς η λέξη σημαίνει «κόβω τα φτερά» κάποιου, ή κόβω την μαγκιά / τον αέρα κάποιου. Το ρήμα που προκύπτει από την λέξη είναι το μπουρντίζω.

  1. - Ρε συ, στην αρχαία Αίγυπτο αυτοί που φυλούσανε την Κλεοπάτρα, πώς και δεν της ρίξανε κανένα πούτσο;
    - Γιατί τους κάνανε μπούρντισμα, κι έτσι δεν είχαν περιθώρια για πολλά-πολλά.

  2. - Ρε μαλάκα, σταμάτα να παίζεις όλη μέρα με αυτό το κώλο-όργανο, με έχεις σπάσει τα νεύρα.
    - Αμάν ρε συ, εγώ θέλω να διευρύνω τους μουσικούς μου ορίζοντες και εσύ με μπουρντίζεις..

  3. - Αυτός ο βλάκας όλη μέρα φορτωμένος μες τη μαγκιά είναι, δεν τον αντέχω άλλο.
    - Μέχρι να τον ρίξει κανένας κάνα μπούρντισμα είναι, και μετά θα σου πω εγώ, αρνάκι θα γίνει.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πρόκειται κοινώς για την κολόνια ή το άρωμα ή γενικώς ό,τι χρησιμοποιείται στον αρωματισμό του σώματος (ή και στόματος) με σκοπό την εξουδετέρωση της κακοσμίας / δυσοσμίας / μπόχας.

- Ρε συ οι μασχάλες σου μυρίζουν σαν παστουρμάς, πώς θα βγεις έξω;
- Α μην σε απασχολεί, θα βάλω λίγη ξεβρωμίστρα και τελείωσε η υπόθεση.

Βλ. και γαλλικό ντους

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πρόκειται για τον φοβιτσιάρη, τον τρεμουλιάρη και τον δειλό άνθρωπο που φοβάται/τρέμει να κάνει ή να πει κάτι. Συμπληρωματική έννοια της λέξης θεωρείται και ο αδύναμος (μυϊκά συνήθως) άνθρωπος που είναι ακατάλληλος για βαριές δουλειές και άλλες δραστηριότητες που απαιτούν σωματική ρώμη.

  1. - Ρε συ, θέλω να πάω να πω στο αφεντικό να μου δώσει άδεια αλλά φοβάμαι.
    - Ε, τέτοιος κουράδας που είσαι, λογικό μου ακούγεται.

  2. - Ρε μαλάκα, βαρύ είναι αυτό το κιβώτιο, πώς θα το κουβαλήσω μέχρι τον 5ο όροφο;
    - Αφού είσαι κουράδας, αγόρι μου, γιατί το παίζεις γυμνασμένος;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η εκφραση αυτή περιγράφει έναν άνθρωπο που στις φωνές, στις μαγκιές και στα λόγια τα πάει περίφημα αλλά, αν σκύψει, βλέπει κανείς την σκληρή πραγματικότητα, έναν κώλο ανοιχτό σαν χουνί. Με άλλα λόγια ο δήθεν μάγκας, ο κουράδας. Αξιόλογο συνώνυμο αποτελεί το μαγκιά, κλανιά και κώλο φινιστρίνι.

- Πάλι φασαρίες έκανε ο Βασίλης στο γραφείο του προϊσταμένου.
- Άστον ρε τον βλάκα, μαγκιά φωνή και κώλο χουνί είναι, αν κάνεις πως τον πλησιάζεις χέζεται πάνω του.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κυριολεκτικώς, πρόκειται για εξάρτημα πυροβόλου όπλου το οποίο χρησιμοποιείται για ελαχιστοποίηση/καταστολή του ήχου και της λάμψης που προκύπτουν από την πυροδότηση αυτού, γνωστός και ως καταστολέας ήχου/λάμψης (σουπρέσσορ αγγλιστί).

Μεταφορικώς όταν χρησιμοποιείται, αναφέρεται στο προφυλακτικό, εξάρτημα του πέους που χρησιμοποιείται για την ελαχιστοποίηση/καταστολή της τριβής και του φλοκίου που προκύπτουν από την πυροδότηση αυτού, γνωστό και ως καταστολέας τριβής/σπέρματος (ντίκ σάιλενσερ αγγλιστί)

Μπαμπάς: - «Που πας παλικάρι μου, θα βγεις;»
Γιός: - «Ναι πατέρα, θα βγω με την Δανάη, την κοπέλα μου»
Μπαμπάς: - «Μπράβο παλικάρι μου, μην ξεχάσεις να βάλεις σιγαστήρα όμως, έτσι;»

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Mία γυνή η οποία ερωτικά προτιμάει άτομα του ιδίου φύλου, κοινώς η λεσβία. Συνώνυμες εκφράσεις είναι τριβάδα, τζιβιτζιλού, πλακομουνού, λέσβω. Ντοντ τράι δις ατ χόμ!!!

- Τελικά φιλαράκι πολύ την γουστάρω την Κική, πολύ ωραία κοπέλα δεν είναι;
- Άστο φίλε, γκουνιότα είναι, δεν βλέπεις ότι πάει χεράκι-χεράκι με την άλλην;
(και ο νεαρός από τότε έπεσε σε κατάθλιψη)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση που δηλώνει ότι με πειράζει κάποιος ή κάτι ή ότι με νευριάζει/εκνευρίζει/οργίζει κάποιο γεγονός ή άτομο.

  1. - Γιατί ρε συ μαλώσατε με τον Φρίξο;
    - Άσε ρε, πήγαινε και έλεγε μαλακίες για μένα πίσω από την πλάτη μου και την έκανα ψώνιο.

  2. Γιατί, ρε συ, δεν συμμάζεψες το σπίτι; Το ξέρεις ότι την κάνω ψώνιο όταν το βλέπω άνω-κάτω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ιδίωμα προερχόμενο εκ των δυτικών συνοικιών της Θεσσαλονίκης που δηλώνει ότι μου αρέσει πολύ κάτι, ότι βγάζω γούστα με κάτι, ή ότι την βρίσκω με κάτι. Το ρήμα που προκύπτει από αυτήν την λέξη είναι το σοτάρω (όχι τα λαχανικά). Η λέξη δεν έχει ουδεμία σχέση με το Σωματείο Οδηγών Ταξί Αττικής (ΣΟΤΑ).

  1. - Τι έγινε ρε χτες με την Τούλα; Περάσατε καλά;
    - Πω πω, σότα σε λέω δικέ μου, όλα τα λεφτά η γκόμενα.

  2. - Έχεις να κάνεις τίποτα το βράδυ;
    - Οχι, δεν κανόνισα τίποτα.
    - Ωραία, έλα σε μένα, να δούμε καμιά ταινία, να παραγγείλουμε και καμιά πίτσα να σοτάρουμε.

  3. - 'Οχι ρε συ, χτύπησα το χέρι μου.
    - Ωχχχ, σότα πούστη, υπάρχει Θεός.
    - Α έτσι, παλιόπουστα, ε; Θα σε φτιάξω καλά όταν θα χτυπήσεις εσύ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κυριολεκτικώς η έννοια της λέξεως αυτής αναφέρεται στο κατάρτι ενός πλοίου. Μεταφορικώς περιγράφει ένα ευμέγεθες και μακρύ ανδρικό μόριο (συνήθως όταν είναι σφόδρα ερεθισμένο).

- Πως περάσατε χτες με την Βούλα, βγήκατε;
- Πολύ ωραία φίλε. Φορούσε και ένα μίνι και φαινόταν τα μπούτια της, και μου σηκώθηκε το άλμπουρο.

Δες και κατάρτι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κυριολεκτικώς πρόκειται για την πράσινη γλοιώδη ουσία που πιάνει η καρίνα της βάρκας ή του σκάφους, όταν αυτά βρίσκονται για πολύ καιρό μέσα στο νερό. Μεταφορικώς, εννοείται η μακροχρόνια αποχή από το σεξ, κοινώς η αγαμία.

  1. - Ρε συ, ωραία κοπέλα η Λίζα ε; - Καλή είναι μωρέ, αλλά έμαθα ότι είναι πολύ του κατηχητικού. Θα έχει πιάσει το μουνί της τραγάνα.

  2. - Ρε συ έχω ένα μήνα να γαμήσω...
    - Τι λες ρε, σοβαρά; - Ναι ρε, ο πούτσος μου έχει πιάσει τραγάνα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία