Αυτό που είναι εμφανέστατο, το πολύ φανερό, που «κραυγάζει» από μακριά, που δεν περνά απαρατήρητο, που θα το δεις θες δε θες.

-Α πόψε κάνεις μπαμ! (λαϊκό τραγούδι)

- Θα φορέσω το κόκκινο φόρεμα που κάνει μπαμ!

- Δεν είδες την ταμπέλα; Μπαμ κάνει από μακριά!

- Ο τύπος κάνει μπαμ πως είναι ηλίθιος...

Βλ. και κάνω μπαμ

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χαρακτηρισμός του καλύτερου, του ανώτερου, του πρώτου, του πρώτου με διαφορά, του ανεπανάληπτου, του κορυφαίου, κλπ.

- Η Φερράρι μάγκα μου, είναι κορυφή.

- Δικέ μου τι ήταν αυτό που έγραψες! Είσαι κορυφή!

- Απ' όλα τα μουνάκια της γειτονιάς μας, η Ρούλα είναι κορυφή...

- Τι φάγαμε στην ταβέρνα ο Αγλέουρας χθες ρε Μάκη... Όλα κορυφή σου λέω...

- Η θέα από τη δασική θέση «γκρεμοτσακισμένο κατσίκι» είναι κορυφή!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η κύρια φράση από όπου ξεκίνησαν όλα τα παρεμφερή: της θείας σου, της γιαγιάς σου, της αδελφής σου, του παππού σου, κλπ, συνοδευόμενα με τα: βρακί, κωλοτρυπίδι, τρίκι τράκα, κώλος, πάτος, πιάτο, τρύπα, πηγάδι και άλλα πολλά.

Κλασική πλέον έκφραση, είτε ολόκληρη η, συνηθέστερα, μισή («της μάνας σου»).

Σε περίπτωση που επιδιώκεται έμφαση, συμπληρώνεται. Πχ, «της μάνας σου το μουνί το γαμημένο!»

Ακόμη μεγαλύτερη έμφαση: «της μάνας σου το μουνί το γαμημένο κι από Τούρκο τρυπημένο!!!

Υποδηλώνει, μεταξύ άλλων:

  • Διαφωνία με κάποιον ή κάτι...
  • Ενόχληση από κάποιον ή κάτι...
  • Αντίθεση-κοντράρισμα σε κάποιον ή κάτι...
  • Αγανάχτηση...

Κυριολεκτικά θα λεγόταν: «γαμώ της μάνας σου το μουνί», αλλά το «γαμώ» έχει πλέον χαθεί, ίσως για αποφυγή αισχρολογίας, αλλά το νόημά του δεν εξαλείφθηκε.

Ίσως από τις δέκα πιο κλασικές φράσεις στην slang ελληνική γλώσσα.

1.Ενοχλημένος ο Χρήστος στον δρόμο με άλλο οδηγό...
- Της μάνας σου... γαμώτο...

  1. - Πρέπει να μου δώσεις 500 ευρώ για το ....
    - Της μάνας σου το μουνί!

  2. Η κόρη-φοιτήτρια έρχεται προς τον μπαμπά λέγοντας:
    - Μπαμπά ! θέλω να μου δώσεις το ενοίκιο, ήρθε και το ρεύμα!
    Ο μπαμπάς μουρμουρίζοντας... - Της μαμάς σου το στρείδι...

4.- Είσαι μεγάλο αρχίδι ρε γαμιόλη!
- Της μάνας σου το μουνί το πηγαδίσιο ρε μπάμια!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αναφορά σε κάποιον /-α που:

  1. Αντέχει σε αντίξοες συνθήκες, σε πολύ δύσκολες καταστάσεις, σε μπερδεμένες πολυάνθρωπες σχέσεις κ.α.

  2. Τα βγάζει πέρα παντού, είναι πολυμήχανος, ανθεκτικός, αφασίας η διπλωμάτης, ανάλογα την περίπτωση...

  1. - Έβαλαν τον Κο Καταφερτζόπουλο στην 'ηλεκτρική' καρέκλα του υπουργού οικονομικών... Τον βλέπω να παίρνει τον μπούλο κι αυτός..
    - Ααα..., μην το λες... έχει στομάχι αυτός...

  2. Για να τα βγάλεις πέρα σ' αυτή την οικογένεια, χρειάζεται στομάχι.

  3. Αυτός κριτίκαρε την κυβέρνηση επί χούντας! Έχει στομάχι ο τύπος!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η γυναίκα που ρουφιανεύει... Η πιπατζού, αυτή που παίρνει πίπες αβέρτα κουβέρτα...

Χρησιμοποιείται συχνότατα για να αποκαλέσουμε κάποια πιπατζού χωρίς να γίνει αντιληπτό από την ίδια... Την βρίζεις και νομίζει ότι την αποκάλεσες με ένα επίθετο λάιτ ή κάτι συνηθισμένο... Και ακόμα και αν κάποιος βρεθεί να της εξηγήσει την αλήθεια, δεν γίνεται πιστευτός! (από προσωπική εμπειρία).

Έτσι λοιπόν, χρησιμοποιείστε το ευρύτατα χωρίς να σας παίρνουν χαμπάρι, λέγοντας, σε περίπτωση που ζητήσουν εξηγήσεις, πως εννοείτε ότι πίνει πολύ (ποτό, νερό κλπ), ή ότι σας ρουφιάνεψε στην φιλενάδα της ή σε φίλο σας (για κάποιο ψευτοπράγμα για να μην δείχνει σοβαρό...), αλλά στην ουσία της λέτε κατάμουτρα πως παίρνει πίπες αβερταστάν και έτσι βγαίνει κανείς λάδι και το ξαναλέει όποτε και όσες φορές γουστάρει!!!

  1. - Μωρή ρουφιάνα Μαίρη, πώς είσαι;
    - Εεε, όχι και ρουφιάνα !
    - Πίνεις τόσο νερό που μόνο μια ρουφιάνα μπορεί...
    - Ααα, καλά τότε...

  2. Όπως ερχόμουν βγαίνει η ρουφιάνα και με ρωτάει για τη γυναίκα μου, ενώ βλέπει ότι είμαι με έτερο μανούλι!

  3. - Ποια από εσάς είναι ρουφιάνα;
    - Ποια, ποια;;;;;
    - Η Ελένη !
    - Μα πώς με αποκαλείς έτσι;;;!!!
    - Εσύ δεν είπες τον Τάκη ότι πήγα με τον Μανώλη για ουζάκι;!!
    - Ε, ναι...
    - Είσαι ρουφιάνα !!

Peter Rufai (από Vrastaman, 07/04/10)παρε ναχεις πούτσαρς (από ο αυτοκτονημενος, 07/04/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αρχή φράσης που υποδηλώνει:

... πως δεν με νοιάζει για κάτι η για κάποιους.
... αδιαφορία.
... πλήρη σταρχιδισμό.

Απάντηση σε δηλώσεις τύπου: «πρόσεχε εκείνο /-ον»...

  1. - Τώρα που θα πας στην Ταϊλάνδη να φυλάγεσαι από τις τροπικές αρρώστιες.
    - Γάμησα εγώ αρρώστιες...

  2. - Μην κάνεις φασαρία ρε Χρήστο, θα μας πλακώσουν οι πρησμένοι.
    - Γάμησα εγώ πρησμένους...

  3. (μέσα στο αυτοκίνητο...)
    - Πρόσεξε αυτόν από δεξιά !
    - Γάμησα εγώ τους από δεξιά ... !

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  • Κάτι που δεν υπάρχει.
  • Κάτι που βρίσκεται στη σφαίρα της φαντασίας.
  • Ουτοπική σαχλαμάρα.
  • Το αντίθετο από αυτό που ισχυρίζεσαι.
  • Κάτι που είναι αδύνατον να συμβεί.
  • Κάτι που δεν συνέβη ποτέ.
  • Εκτός τόπου και χρόνου.

Μπορεί να είναι αντικείμενο η κατάσταση.

-Τι γαμιάς και πράσινα άλογα μου λες. Για τον Γιώργο που δεν μπόρεσε να τον φερμάρει στην Άννα δεν λες η κάνω λάθος;

-...και το χ στην δεκάτη συν ψ...
-Βρήκες ώρα για χι ψι και πράσινα άλογα να μου τσαμπουνάς, δε βλέπεις τα μουνάκια απέναντι που κάνουν γούστο;...

-Συνωμοτήσατε εναντίον μου για να μην έρθω στο «ουζοπάρτην» που κανόνισε ο Λάκης...
-Ποια συνωμοσία και πράσινα άλογα μας λες ρε μαλάκα! Ξύπνα ρεεε! Ήταν απρογραμμάτιστο, όποιος έτυχε εκεί, έφαγε!

-Έχω καινούργιο ΜΑΝ 26 403 και απόψε θα την πέσω στην Χαρούλα...
-Ρε βλάκα! Τι ΜΑΝ και πράσινα άλογα λες! Με φορτηγό θα πλευρίσεις το μωρό;! Τρελάθηκες τελείως;! Άντε βρες κανά κάμπριο και μετά έλα...

Βλ. και πρασιν' άλογα

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτός που είναι ήσυχος και δεν αντιδρά ποτέ και που συνήθως τον κάνουν ό,τι θέλουν.

Ο κατευθυνόμενος, ο πολύ ήσυχος μέχρι βλακείας...

Πολλά χρόνια λέμε τη λέξη, αλλά μόνο όταν άρχισα να ασχολούμαι με ίντερνετ και υπολογιστές κατάλαβα από πού βγαίνει. Από τον ορισμό των κομπιουτεράκηδων λογκόφ, που σημαίνει απενεργοποιημένο...

  1. - Τα νέα οικονομικά μέτρα μας έχουν ξεσκίσει...
    - Καλά να πάθετε, αφού είστε λογκόφ και δεν ξεσηκωνόσαστε !

  2. - Θέλω να σκάψω έναν βόθρο στο εξοχικό, αλλά δεν μπαίνει μηχάνημα και δεν ξέρω τι να κάνω...
    - Πάρε δυο λογκόφια να το σκάψουν.

  3. - Χθες κουνήθηκα με την γκόμενα του Τάκη και τώρα φοβάμαι να τον συναντήσω...
    - Μην φοβάσαι καθόλου, ο τύπος είναι λογκόφ.

(από Πούτσαρς, 22/03/10)Άλλος τύπος λογκόφ... (από Πούτσαρς, 22/03/10)

βλ. και λογκάρω

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο χοντρός στην κυριολεξία, αλλά έτσι λέμε τον σωματώδη βλάκα.

Βλ. και Κ.Δ.Ο.Α..

- Έρχεται ο μπουρντούχας...
- Ωχ... πλάκωσαν τα Κ.Δ.Ο.Α. ...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είναι το «μας τα 'πρηξες» σε άλλη μορφή, πιό σοφιστικέ...

Το λέμε όταν μας τα πρήζουν κατά συρροήν και κατ' εξακολούθηση.

Δηλ. το πρήξιμο παρατεταμένο...

  1. Πω πωωω!... Αυτός ο Άγγελος μας τα 'κανε μυθιστόρημα! Τρεις ώρες δεν σταμάτησε!

  2. Δεν αντέχω και απόψε τα ίδια Σούζι... Μου τα 'κανες μυθιστόρημα! Φτάνει πια!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία